Γράφει η Όλγα Κουτμηριδου -Μεταξα
Θέλησα να αποδράσω για λίγες μέρες...Δεν ήμουν καλά,η διάθεση μου επειραστηκε,από διάφορες καταστάσεις.
Πιεστηκα αρκετά....Και όταν θέλω να τα βρω με τον εαυτό μου,όταν θέλω να βάλω σε τάξη το μυαλό μου, τρέχω στον παράδεισο μου.
Ξανα πίσω στο καταφύγιο μου. Σαν ανέβηκα τις σκάλες, άφησα τά πράγματα στο πλατυσκαλο και έριξα μια γρήγορη ματιά στον παράδεισο μου.Πω πω τι δουλειά με περίμενε σκεφτόμουν χαμογελώντας.Αμεσως γλυκανε η καρδιά.....
Τακτοποίησα όλα όσα ειχα πάρει μαζί μου,άνοιξα ρεύμα και νερό και περπάτησα σε όλους τους διαδρόμους, πατώντας πάνω σε ξέρα καστανοκιτρινα φύλλα.Η πανύψηλη καρύδια στέκονταν γυμνή μπρος μου.Το ίδιο και η Καστανιά.Γυμνα χέρια απλωμένα σε στάση προσευχής,προς τον ουρανό..Μην ζηλεύετε τίς είπα.
Σε λίγο θα φορέσετε και εσείς τα πράσινα φουστάνια σας.Και μετά θα γίνεται ποιο όμορφες απο την δαμασκηνιά,που ήταν ντυμένη στά ροζ και λυγιοταν στο πρωινό αεράκι δείχνοντας με καμάρι την φορεσιά της και έκανε τα άλλα δέντρα να ζηλεύουν.
Γρηγορα περνάει η ώρα εδώ, ανάμεσα στα κοιμησμενα φυτά που πρόβαλαν δειλά κάτω από το παχύ πάπλωμα που τα σκέπαζε, όλο τον χειμώνα. Σταμάτησε ο χρόνος,το μυαλό άλλαξε ρωτα και οι σκέψεις κλείστηκαν στα δωμάτια τού Νου, ήθελαν δεν ήθελαν .
Οι γνωστοί ήχοι των πουλιών με συντρόφευαν όλη την μέρα, ώσπου έγειρε πίσω από τα βουνά και το σούρουπο με ανάγκασε να σταματήσω την δουλειά μου και να μπω στο σπίτι.Αναψα την σόμπα και μία γλυκιά ζεστη με τύλιξε.
Το κίτρινο τσαγερο μου φώναζε ότι το τσάι ήταν έτοιμο.Κοιμηθηκα βαθειά,απολαμβάνοντας την απόλυτη ησυχία τού περιβάλλοντος, αλλά και τού μυαλού μου.Δεν θα επιτρέψω είπα μέσα μου τίποτε και κανέναν να ταράξει την ψυχή μου.Τις λίγες μέρες που θα μείνω στον παράδεισο μου θα το ευχαριστηθω,θα μαζέψω δυνάμεις και όταν κατέβω στην πόλη,θα λύσω τα θέματα μου, κοιτώντας τα ποιο ψύχραιμα.
Η φύση ξυπνούσε σιγά, σιγά,οι άσπρες μαργαρίτες έντυσαν όλο το γκαζόν δύο κόκκινες παπαρούνες πετάχτηκαν από την γη , χαρούμενες που έβλεπαν τον ήλιο.
Οι κίτρινος μαργαρίτες στόλιζαν τα παρτέρια ήταν η σειρά τους να δείξουν την δική τους φορεσιά.Τα τριαντάφυλλα έβγαλαν μικρά φυλλαράκια,το ίδιο και οι ορτανσιες.Ειναι υπέροχο,να βλέπεις να ξυπνά η φύση μπρος στά μάτια σού.Ειναι μαγικό, θαυμαστό.Ολο αυτό το θαύμα σε γαληνευει σε ηρεμεί.Καθαριζει ο νους.. αλλάζεις...ξαναγεννιεσαι και εσύ.Ειμαι τυχερή και ευχαριστώ τον Θεό πού έχω αυτό το καταφύγιο, κυριολεκτικά, μέσα στο βουνό.Να συνυπαρχω με τα ζώα και τα φυτά.Να κουράζομαι αλλά και να ξεκουράζομαι συγχρόνως.
Ζεστες οι μέρες του Απρίλη,είναι κάπως ανησυχητικό.Προσαρμοζεται ο άνθρωπος,σε όλες τις καταστάσεις.Δεν ξέρω πόσο ψύχραιμα,θα αντιμετωπίσουμε όλες τις αλλαγές που έρχονται.Σε όλους τούς τομείς.Τελος πάντων ας μην το βαραινω τώρα με αναρωτησεις και πολύ βαθειές σκέψεις.Αυτα στην πόλη.Τωρα ζω εδώ.
Κοβοντας το χόρτο με το μηχάνημα, τρόμαξα ένα σκιουράκι, πού έτρεχε πάνω στο καλώδιο τής ΔΕΗ . Κρύφτηκε ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου και περίμενε να σταματήσω για να γυρίσει στην φωλιά του ή να πάει επίσκεψη στον φίλο του που κατοικούσε στο απέναντι δέντρο.Ολα σε αρμονία όλα πράσινα αλλά και χρωματιστά.Ολα σε εμπνέουν,τα πάντα σε χαλαρώνουν...
Δεν καταλαβαίνω πώς περνάει ο χρόνος.Το πρωί ξυπνάω με τα πουλιά και έναν ανυπόμονο κόκορα...Το βράδυ έχω φυλακες τα σκυλιά του γείτονα που σαν με βλέπουν κουνάνε την ουρά τους και ορθώνουν το ανάστημα τους,σαν να μου λένε ότι είναι κοντά μου πάντα.Οχι δεν θα στεναχωρηθω όταν γυρίσω στην πόλη....
Έτσι και αλλιώς αναλόγως τον καιρό θα ξεκλεβω χρόνο για να γυρίζω στον τόπο που αγαπώ πολύ.Το χωριό μου,τον παράδεισο μου.Εδω έζησα τα παιδικά μου χρόνια εδώ και τα στερνά. Και τώρα λέω να κλείσω το φώς και να πάω στο παλάτι τού Μορφέα.Μου έταξε πολλά ωραία όνειρα....
Καληνύχτα.