Γράφει ο Κωνσταντίνος Α. Ζώκος
Δάσκαλος Φυσικής
Σε προηγούμενο άρθρο [1] αναδείχθηκε η αναγκαιότητα της διαμόρφωσης δομών υπέρβασης της πτωτικής κατάστασης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και το πειραματικό σχολείο αναφέρθηκε ως μια ενδιαφέρουσα τέτοια δομή. Στο πλαίσιο που αυτή η δομή διαμορφώνει, αναφέρθηκε ότι, «θα ερευνώνται συνεχώς - με λογική αυτοελέγχου, αυτορρύθμισης και βελτιστοποίησης - μέθοδοι επίτευξης των στόχων που θα τεθούν, τόσο στα επιμέρους στοιχεία της οργάνωσης της δομής όσο και στο όλο σχολείο, όπου περιλαμβάνονται όλοι οι φορείς του, τα γνωστικά αντικείμενα, οι τρόποι βέλτιστης οργάνωσης και οι διάδρομοι διάχυσης των παραγόμενων προϊόντων στην κοινωνία - κυρίως σε αυτήν που αποτελεί το άμεσο περιβάλλον της πειραματικής δομής». Όπως ήταν φυσικό, αναδύθηκε το ερώτημα: κατά πόσο είμαστε ικανοί, Κράτος και (κρατική) Κοινωνία, να επιδιώξουμε την υλοποίηση, αλλά και να ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο;. Περιορίζοντας το πεδίο του προβληματισμού στο άμεσο περιβάλλον μας, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: μπορεί στην Ημαθία να οργανωθεί, να λειτουργήσει, να παρακολουθηθεί και να υποστηριχθεί μια τέτοια πειραματική δομή; Οι προκλήσεις κάνουν την εμφάνισή τους και μας φέρνουν μπροστά στις ευθύνες μας για το μέλλον !
Με το (νέο) άρθρο επιχειρείται μια αδρομερής προσέγγιση του θέματος και αυτό οδηγεί στις πρώτες προκλήσεις, αφού θα πρέπει: αφενός να αποτραπεί η φυσική τάση της σκέψης να προσπαθεί να διεισδύσει σε όλο και βαθύτερα επίπεδα των ζητημάτων που θίγει, αφετέρου δε, καθώς απευθύνεται άμεσα στα κοινωνικά υποκείμενα που συγκροτούν την (τοπική) κοινωνία μας, καθίσταται δύσκολη η διατύπωση και διαχείριση των όρων που απαιτούνται, αλλά και η πρόσληψη της πληροφορίας που περιέχεται. Οδηγός στην προσέγγιση αυτή είναι οι βιωματικές εμπειρίες που αποκτήθηκαν από τη συμμετοχή σε γενικά, αλλά και πιο περιορισμένης εμβέλειας, προγράμματα με τα οποία επιχειρήθηκαν στο παρελθόν διαδρομές ανάταξης της ζοφερής κατάστασης του εκπαιδευτικού συστήματος που, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, παρατηρείται ακόμη και σήμερα. Οι προκλήσεις που αναφέρθηκαν επιβάλλουν η προσέγγιση να επιχειρηθεί με τρόπο που να ομαδοποιεί - να συγκεντρώνει - λίγο τα πράγματα και να αναπτύσσεται σταδιακά. Ας αρχίσουμε:
Χωρίς να προχωρήσουμε σε παράθεση περίπλοκων εννοιών, που συνήθως συνδέονται με οργανωμένες προσεγγίσεις ανάλογων ζητημάτων, μπορούμε να θεωρήσουμε το σχολείο, συμβατικό ή πειραματικό, μια χωρικά και χρονικά προσδιορισμένη δομή μετασχηματισμού. Δύο από τα βασικά στοιχεία της δομής που θα βοηθούσε να αναφερθούν είναι: η διαδικασία μετασχηματισμού και το πλαίσιο το οποίο επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας αυτής. Το πρώτο από τα στοιχεία θα μας οδηγήσει στον παράγοντα εκείνον που θα πρέπει να θεωρείται ως το επίκεντρο του σχολικού συστήματος: τον μαθητή! [2] Εύκολα, πλέον, θα μπορέσει το κάθε σκεπτόμενο κοινωνικό υποκείμενο να αντιληφθεί ότι το σχολικό σύστημα δεν υλοποιείται για να «βρουν εργασία οι εκπαιδευτικοί», αλλά για να βοηθήσει σε έναν μετασχηματισμό: στον γνωστικό μετασχηματισμό του μαθητή! Αυτό σημαίνει την οργανωμένη και μεθοδική ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων του μαθητή ως διακριτό υποκείμενο που χαρακτηρίζεται από τις ξεχωριστές, διακριτές γνωστικές ικανότητές του. Το δεύτερο στοιχείο, το πλαίσιο που επηρεάζει τη διαδικασία μετασχηματισμού, θα μας οδηγήσει στους εμπλεκόμενους φορείς και στα προγράμματα που θα ήταν καλό να χρησιμοποιηθούν για την επιτυχή έκβαση του μετασχηματισμού. Ο κυριότερος και κατά συνέπεια ο πλέον καθοριστικός παράγοντας σε αυτό το στοιχείο της δομής είναι ο Δάσκαλος [2], ο οποίος αποτελεί και τον λειτουργικό βραχίονα-σύνδεσμο των δύο στοιχείων με σημαντικότατο ρόλο στη διαδικασία του μετασχηματισμού. Αφού προσδιορίσαμε τα δύο βασικά στοιχεία, ας τα προσεγγίσουμε λίγο πιο προσεκτικά, αναδεικνύοντας τις διαφορές του συμβατικού και του πειραματικού σχολείου και καταγράφοντας ταυτόχρονα τις προκλήσεις, αλλά και τις αναδυόμενες ευκαιρίες ανάταξης τη πορείας του εκπαιδευτικού συστήματος.
Καθώς ο μαθητής είναι το επίκεντρο, ως αποδέκτης όλων εκείνων των λειτουργιών που συμβάλλουν στον γνωστικό του μετασχηματισμό, είναι λογικό να τον προσεγγίσουμε ως όλο και όχι ως σύνολο μερών, με το οποίο πρέπει να συν-λειτουργήσουμε ώστε να οδηγήσει ο ίδιος ο μαθητής τις γνωστικές του ικανότητες σε υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας. Στο σημερινό συμβατικό σχολικό σύστημα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει: ο μαθητής γίνεται αποδέκτης διακριτών και πολλές φορές αντιφατικών γνωστικών φορτίων. Η όλη διαδικασία αποτελεί μια διαδρομή συσσώρευσης προσφερόμενης πληροφορίας, την οποία ο μαθητής - λειτουργώντας τις περισσότερες φορές ως παθητικός αποδέκτης - καλείται να συγκεντρώσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, να την απομνημονεύσει και να έχει τη δυνατότητα να την ανακαλεί όποτε του ζητηθεί. Η αφομοίωση, η σύνδεση με την υπάρχουσα γνωστική δομή του μαθητή, η οποία θα οδηγήσει σε γνωστικές αλλαγές, είναι μια γνωστική λειτουργία που απαιτεί χρόνο και δράση του ίδιου του μαθητή και για αυτό το λόγο σπάνια συμβαίνει. Από την άλλη μεριά, η διασπασμένη και τις περισσότερες φορές ασυντόνιστα παρεχόμενη - με δηλωτικό τρόπο - πληροφορία, τελικά οδηγεί σε γνωστική πολυδιάσπαση. Επομένως σε καθυστέρηση (στην καλύτερη περίπτωση) της γνωστικής αλλαγής, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τις μακροσκοπικές συμπεριφορές του μαθητή. Χωρίς να προχωρήσουμε άλλο στην περιοχή του γνωστικού μετασχηματισμού του μαθητή, εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αναδύονται μια σειρά από προκλήσεις που συνδέονται με τη λειτουργία του συμβατικού σχολείου, οι οποίες μπορεί να μετατραπούν σε ευκαιρίες για το πειραματικό σχολείο.
Το πλαίσιο, το δεύτερο από τα βασικά στοιχεία της δομής μετασχηματισμού, είναι αυτό του οποίου η ύπαρξη, η συνοχή και η λειτουργικότητα θα πρέπει προσεγγιστεί ως περιβάλλον που θα συμβάλει με τον πιο αποδοτικό τρόπο στην εξέλιξη του γνωστικού μετασχηματισμού του μαθητή. Ως πλαίσιο θα μπορούσαν να αναφερθούν η οικογένεια, η κοινωνία, ο χώρος στον οποίο εξελίσσεται η διαδικασία μετασχηματισμού, οι εξουσιαστικές δομές (κεντρική και τοπική), το πλέγμα των νόμων και των κανονισμών που οριοθετούν τη λειτουργία του πλαισίου. Πριν από όλα, όμως, θα πρέπει να αναφερθούν τα γνωστικά αντικείμενα, τα μαθήματα, που θα βοηθήσουν στον μετασχηματισμό και φυσικά ο Δάσκαλος, ο οποίος αποτελεί το πιο καθοριστικό συστατικό του πλαισίου, καθώς έχει διπλό ρόλο: από τη μια μεριά συγκεντρώνει, επεξεργάζεται και συναιρεί τα προϊόντα του όλου πλαισίου και από την άλλη συν-λειτουργεί με τον μαθητή για να τον οδηγήσει στην κατάσταση εκείνη που θα επιτρέψει στο ίδιο να πετύχει τον γνωστικό του μετασχηματισμό. Στο σημερινό συμβατικό σχολικό σύστημα αυτό που παρατηρείται είναι: ένα ομογενοποιητικό συγκεντρωτικό πλέγμα νόμων και κανονισμών, μια πέρα για πέρα λανθασμένη λειτουργία οικογένειας και κοινωνίας, γενικώς μη ορθολογική οργάνωση των χώρων και το κυριότερο μια χρήση των γνωστικών αντικειμένων με τέτοιο τρόπο που το μόνο που προωθούν - στο μεγαλύτερο πληθυσμό των μαθητών - είναι μια αντιπαραγωγική γνωστική πολυδιάσπαση και προώθηση μιας γνωστικής σχιζοφρένειας. Έτσι, παρά την συγκινητική δράση ορισμένων Δασκάλων, το όλο πλαίσιο λειτουργεί μάλλον αρνητικά σε σχέση με τον γνωστικό μετασχηματισμό του μαθητή.
Οι προκλήσεις που αναδύονται από την προσέγγιση που προηγήθηκε είναι πολλές και πρέπει να τις υπερβούμε αν θέλουμε να ξεφύγουμε από την ζοφερή κατάσταση του σημερινού συμβατικού σχολικού συστήματος. Ας τις συνοψίσουμε σε ένα ερώτημα: θέλουμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιείται ο μαθητής για να ολοκληρώνεται (δήθεν) η ύλη των γνωστικών αντικειμένων, που αποτελούν εργαλείο στα χέρια του Δασκάλου ή θα θέλαμε να χρησιμοποιηθεί η ύλη των γνωστικών αντικειμένων, καθώς και το υπόλοιπο πλαίσιο για να ολοκληρώνεται ο μαθητής; Ας σκεφθούμε ότι σήμερα τα διάφορα μαθήματα λειτουργούν ασυντόνιστα μεταφέροντας πληροφορίες χωρίς να έχουν συνάφεια, ενώ ακόμη και στο εσωτερικό του κάθε μαθήματος η πληροφορία προωθείται διασπασμένη χωρίς καμιά συνοχή, κάτι που διασπά μακροσκοπικά την πορεία του μαθητή ως όλο. Ένα (τοπικό) πειραματικό σχολείο θα μπορούσε να μετατρέψει τις προκλήσεις σε ευκαιρίες, ώστε να αναταχθεί η πορεία του σχολικού συστήματος προς το θάνατο και κατά συνέπεια να αναταχθεί η πορεία της κοινωνίας από την επιφαινόμενη διάλυσή της. Το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό υπερβαίνει το πλαίσιο του σημερινού άρθρου, το οποίο δημοσιεύεται για να διεγείρει τις σκέψεις για δράσεις προς την κατεύθυνση της υπέρβασης της πτωτικής κατάστασης του ελληνικού σχολικού συστήματος. Ίδωμεν!
[1] Το Πειραματικό Σχολείο ως δομή υπέρβασης του υποβαθμισμένου ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος (Α’ μέρος: η αναγκαιότητα), ΛΑΟΣ, 15 Μαρτίου 2024.
[2] Η αναφορά των όρων «μαθητής» και «Δάσκαλος» δεν συνιστά υποβάθμιση των όρων «μαθήτρια» και «Δασκάλα», αλλά γίνεται για λόγους απλοποίησης. Φανταστείτε πόσο πιο περίπλοκη θα γινόταν η προσέγγιση του κειμένου αν έπρεπε διαρκώς να γράφονται «μαθητής/μαθήτρια», «Δάσκαλος/Δασκάλα» κλπ., κάτι που σε άλλα κείμενα συνήθως ακολουθώ.