Γράφει ο Κωνσταντίνος Α. Ζώκος
Δάσκαλος Φυσικής
Η σκέψη για την παρουσίαση στην τοπική μας κοινωνία, γυναικών που συνέβαλαν στην προώθηση της Επιστημονικής Σκέψης στη διάρκεια των χρόνων, αναδύθηκε 8 Μαρτίου, κατά την ημέρα που αναφέρεται ως Ημέρα της Γυναίκας τη χρονιά 2024. Ως πρώτη στη συγκεκριμένη σειρά παρουσιάστηκε η Λίζα Μάϊτνερ (Lise Meitner), μια επιστήμων των αρχών του 20ου αιώνα που είχε ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως παρουσιάστηκαν στο κείμενο που δημοσιεύθηκε. Σε αυτές τις παρουσιάσεις δεν θα ακολουθήσουμε χρονική σειρά, π.χ. χρονιές γέννησης των γυναικών στις οποίες αναφερόμαστε, αλλά θα γίνονται όπως η διάθεση οδηγεί και πιθανά κάποια ορόσημα δείχνουν. Έτσι, σήμερα, στη δεύτερη γυναίκα της σειράς, θα αναφερθούμε στη Λαίδη Αν Κόνγουεϊ (Lady Anne Conway), μια γυναίκα η οποία παρόλο που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της σε σπίτια ανδρών, του πατέρα της και του συζύγου της, παρόλο που υπέφερε από τρομερούς πονοκεφάλους και ήταν σχεδόν ανάπηρη, εν τούτοις επιδίωξε και κατάφερε να μορφωθεί, να συνεισφέρει στην φιλοσοφική σκέψη της εποχής της και γενικά να προωθήσει με τον τρόπο λειτουργίας της την Επιστημονική Σκέψη. Ας παρακολουθήσουμε με ποιο τρόπο:
Η Anne Conway (γεννήθηκε ως Anne Finch) υπήρξε μία από τον πολύ μικρό αριθμό γυναικών του 17ου αιώνα που μπόρεσαν να αναζητήσουν ενδιαφέρον στη φιλοσοφία. Συνεργάστηκε με τους Πλατωνιστές του Πανεπιστημίου του Cambridge και ιδιαίτερα με τον Henry More (1614–1687). Στη μόνη μελέτη της που επιβίωσε προτείνει μια βιταλιστική οντολογία του πνεύματος, που παράγεται από τις ιδιότητες του Θεού, τις οποίες Του απέδιδε σε αντίθεση με τους More, Descartes, Hobbes και Spinoza, οι απόψεις των οποίων κυριαρχούσαν τότε. Η φιλοσοφία της έγινε αποδεκτή ευνοϊκά από τον Leibniz.
Πατέρας της ήταν ο Sir Heneage Finch, Άγγλος ευγενής, δικηγόρος, Μέλος του Κοινοβουλίου και πολιτικός, ο οποίος πέθανε λίγο πριν την γέννησή της, το 1931 και μητέρα της, η δεύτερη γυναίκα του, η Elizabeth Cradock, χήρα του Sir John Bennet. Η Anne γεννήθηκε στο Λονδίνο, ήταν το νεότερο παιδί μιας μεγάλης οικογένειας και ιδιαίτερα συνδεδεμένη με τον ετεροθαλή αδελφό της John Finch. Μέσω του αδελφού της ήλθε σε επαφή στην αρχή με πανεπιστημιακά βιβλία - που αυτός χρησιμοποιούσε για τις σπουδές του στο Κολλέγιο του Χριστού στο Πανεπιστήμιο του Cambridge - και στη συνέχεια με έναν από τους Πλατωνιστές του Cambridge, τον διάσημο φιλόσοφο Henry More (Χένρι Μουρ). Ενώ τα αρχικά στάδια της εκπαίδευσης της Anne Conway δεν είναι γνωστά, μετά τη συνάντηση με τον More πήρε μια σειρά από μαθήματα φιλοσοφίας, κυρίως μέσω επιστολών, καθώς ήταν απαγορευμένη η φοίτηση στο πανεπιστήμιο επειδή ήταν γυναίκα. Από τις λίγες επιστολές που διασώθηκαν, από αυτή την αλληλογραφία, φαίνεται ότι ο Καρτεσιανισμός διαμόρφωσε την βάση των μαθημάτων που ακολούθησαν. Η Anne Conway και ο More παρέμειναν φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής της.
Το 1651 παντρεύτηκε τον Edward Conway και βίωσε την απώλεια του παιδιού τους στη βρεφική του ηλικία. Η οικογένεια Conway ήταν κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της περιόδου εκείνης και ο Edward εμφανίζεται να ενθαρρύνει ιδιαίτερα την Anne στα διανοητικά της ενδιαφέροντα. Ωστόσο, από την εφηβεία της υπέφερε από περιοδικές κρίσεις ασθένειας, οι οποίες έγιναν, όσο προχωρούσε η ηλικία της, όλο και περισσότερο σοβαρές και συχνότερες. Οι θεράποντες ιατροί της χρησιμοποίησαν την κατάστασή της για να διατυπώσουν νέες υποθέσεις για το πώς σχετίζονται το σώμα με το μυαλό και καθώς πολλοί - την περίοδο εκείνη - πίστευαν ότι οι γυναίκες διαθέτουν διαφορετικό τύπο μυαλού, οι γιατροί πίστευαν ότι η Conway υπέφερε από πονοκεφάλους επειδή ήταν γυναίκα που πήγαινε αντίθετα στη φύση της και μελετούσε εντατικά. Με τη συνδρομή του More, η Anne μεταφέρθηκε προς αναζήτηση θεραπείας στο Παρίσι, όπου οι γιατροί διατύπωσαν την άποψη ότι έπρεπε να ανοίξουν τρύπα στο κρανίο της για να απελευθερώσουν τους υδρατμούς που πίστευαν ότι πίεζαν τον εγκέφαλό της. Ευτυχώς, για την Anne, αποφάσισαν απλά να της πάρουν αίμα για να πετύχουν το ίδιο αποτέλεσμα.
Μετά την επιστροφή στην Αγγλία, ο More έπεισε τον Francis Mercury van Helmont (Φράνσις Μέρκιουρι Βαν Χελμόντ), διάσημο γιατρό και φιλόσοφο, γιό του ιατροχημικού Jan Baptiste van Helmont, να εξετάσει την Anne. Ο Francis έμεινε τελικά δίπλα της υπηρετώντας την κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής της και ενώ δεν φαίνεται να έλυσε το πρόβλημα των πονοκεφάλων, εντούτοις περνούσαν το χρόνο τους μελετώντας αρχαία κείμενα και ανταλλάσσοντας απόψεις για ένα από τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα της εποχής: όντως υπάρχει μια και μόνο ουσία στον κόσμο ή το μυαλό των ανθρώπων είναι φτιαγμένο από διαφορετικό υλικό ανάλογα με το ανθρώπινο σώμα; Η Conway γνωρίζοντας πόσο ο πόνος επηρέαζε την ικανότητα σκέψης της και τα συναισθήματά της, θεωρούσε ότι όλα αποτελούνται από μία θεμελιώδη ουσία. Ήταν μέσω του van Helmont που η Anne οδηγήθηκε προς την καβαλιστική σκέψη και τον Κουακερισμό, γεγονός που την έκανε να απομακρυνθεί από τον Καρτεσιανισμό του φιλοσοφικού της ξεκινήματος.
Η μόνη πραγματεία της που επιβίωσε και δημοσιεύθηκε ανώνυμα μετά το θάνατό της, το 1690 στα Λατινικά, είχε τίτλο: Principia philosophiae antiquissimae et recentissimae. Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε στην Αγγλική γλώσσα, το 1692, με τίτλο: Principles of the Most Ancient and Modern Philosophy [1]. Σε αυτήν η Anne Conway παρουσιάζει το σύστημά της ως μία απάντηση στις κυρίαρχες φιλοσοφίες της εποχής της. Σε μια εποχή που οι περισσότερες πλούσιες σύζυγοι ασχολούνταν με την οργάνωση ταξιδιών και κοινωνικών συνευρέσεων, η Anne Conway προσκαλούσε στο σπίτι της ηχηρά ονόματα της φυσικής φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας, των μαθηματικών και της ιατρικής, προκειμένου να συμμετέχει στις συζητήσεις για τις τελευταίες εξελίξεις στους χώρους αυτούς. Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ χρήσιμο - και εδώ επίσης η συνεισφορά της Conway είναι σημαντική - για την προώθηση της σκέψης που αρκετά αργότερα θα ονομαστεί «Επιστημονική Σκέψη».
Για να καταλάβουμε τι καθιστά σημαντική την δράση της Anne Conway, πέρα από την συνεισφορά της στην φιλοσοφική σκέψη, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στον καιρό της, το 17ο αιώνα, ο όρος «Επιστήμη» [από το λατινικό scientia, που σημαίνει γνώση, σοφία, από όπου και το Science που γνωρίζουμε όλοι] δεν είχε την σημασία που έχει σήμερα: προσδιόριζε οποιοδήποτε σύνολο γνώσης οικουμενικά αναγκαίων αληθειών. Οι έρευνες για τα είδη των πραγμάτων που υπήρχαν στη φύση τότε αναφέρονταν ως «φυσική ιστορία», ενώ οι έρευνες για την αιτιακή δομή του φυσικού κόσμου αναφέρονταν ως «φυσική φιλοσοφία». Συνήθως όταν προσεγγίζουμε περιόδους του παρελθόντος τις αντιμετωπίζουμε με το σημασία των εννοιών που χρησιμοποιούμε σήμερα και αυτό αλλοιώνει το νόημα, αλλά και τον τρόπο προσέγγισης της ιστορίας τους που περιλαμβάνει τόσο την ανάδυση όσο και την εξέλιξή τους. Ας σκεφτούμε ότι ο όρος «Επιστήμονας» επινοήθηκε μόλις το 19ο αιώνα και άρχισε να χρησιμοποιείται μόλις στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, του 20ου.
Χωρίς να επεκταθούμε πολύ, θα ήταν καλό να γνωρίζουμε ότι γύρω στις αρχές του 17ου αιώνα συμβαίνει ένας ριζικός τριπλός μετασχηματισμός στον τρόπο απόκτησης και διαχείρισης των γνώσεων, μετασχηματισμός που επέδρασε στον τρόπο διεξαγωγής της επιστημονικής δραστηριότητας στην Ευρώπη. Ο πρώτος μετασχηματισμός είναι αυτός που έγινε χάρη κυρίως στους Γαλιλαίο και Κέπλερ και αφορούσε στο μαθηματικό μέρος της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, που μέχρι τότε ήταν κυρίαρχο: εμφανίζονται σιγά-σιγά τα πρώτα αποτελέσματα της μαθηματικοποίησης της φύσης που στηρίζεται στην εμπειρία. Ο δεύτερος μετασχηματισμός αφορά στην αντικατάσταση των τεσσάρων - συχνά αντικρουόμενων - συστημάτων φυσικής φιλοσοφίας των αρχαίων Ελλήνων, με επιστέγασμα το Αριστοτέλειο σύστημα: τη θέση τους, με έντονη επιρροή του Καρτέσιου και άλλων στοχαστών, παίρνει μια φυσική φιλοσοφία που έχει ρίζες στην ατομική θεωρία, εμπλουτισμένη όμως καθοριστικά από μια μαθηματική αντίληψη για την κίνηση. Ο τρίτος μετασχηματισμός συνδέεται με έναν τρόπο έρευνας με ιδιαίτερο ευρωπαϊκό χρώμα: υποστηρίζεται, με διεγέρτη τον Francis Bacon (Φράνσις Μπέικον), μια γενική αναμόρφωση της γνώσης για τη φύση, με προώθηση της πειραματικής μορφής της προσέγγισής της που ταυτόχρονα είναι στραμμένη προς την πρακτικές εφαρμογές. Αναδύεται αυτό που πολύ αργότερα θα χαρακτηριστεί ως Επιστημονική Μέθοδος!
Τον 17ο αιώνα, την εποχή που έζησε η Anne Conway, οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και οι περισσότεροι από αυτούς που θα χαρακτηρίζονταν ως μορφωμένοι, δεν είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις με τους επαγγελματίες που ασχολούνταν με την Επιστήμη. Αυτό περιόριζε πολύ την διάχυση της νέας γνώσης στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Ο περιορισμός αυτός σε συνδυασμό με την έλλειψη διαδικασιών προβολής και προώθησης του νέου τρόπου σκέψης και δράσης των διανοητών της περιόδου εκείνης, αλλά και τις περιορισμένες διαδρομές αλληλεπίδρασης των ίδιων μεταξύ τους, έκανε τα πράγματα πολύ δύσκολα. Είναι σε αυτόν τον τομέα που - παράλληλα με την φιλοσοφική της σκέψη - η Anne Conway που, με τις συνευρέσεις που οργάνωνε, συνέβαλε σημαντικά και καθοριστικά στην διευκόλυνση διαδικασιών αλληλεπίδρασης μεταξύ των διανοητών και κατά συνέπεια συνέβαλε στην προώθηση της επιστημονικής σκέψης και έτσι αξίζει να τη θυμόμαστε και να την μνημονεύουμε.
[1] Για την προσέγγιση της πραγματείας της Anne Conway ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://digital.library.upenn.edu/women/conway/principles/principles.html