Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Η πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, φίλοι αναγνώστες, έχει καθιερωθεί να ονομάζεται «Κυριακή της Ορθοδοξίας», γιατί κατ’ αυτήν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Συναξάριο: «μνείαν ποιούμεθα» της πανηγυρικής αναστηλώσεως των αγίων και σεπτών εικόνων, που σήμανε το τέλος της τραγικής περιόδου της εικονομαχίας και πραγματοποιήθηκε κατά το έτος 843, επί αυτοκρατόρων Μιχαήλ και Θεοδώρας και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου.
Η ημέρα αυτή, αποτελεί οπωσδήποτε αφορμή εκφράσεως λατρευτικής ευγνωμοσύνης προς τον Δωρεοδότη Θεό, ο Οποίος μας αξίωσε να γεννηθούμε στην ευλογημένη ποίμνη Του και μας χάρισε την ορθή δόξα, δηλαδή τη σωστή πίστη και την ορθή δοξολογία του Τριαδικού Θεού. Η ημέρα αυτή αποτελεί αναμφίβολα και αφορμή περισυλλογής και σκέψης, αυτοκριτικής και αναβαπτισμού στο γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, όπως αυτό εκφράζεται στη συνείδηση και στην εμπειρία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας μας.
Ανήκουμε στην Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων, στην αυθεντική και μοναδική συνέχεια της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων. Ανήκουμε στη «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία», την οποία ο Ιησούς Χριστός αγίασε με το Αίμα Του και οικοδόμησε πάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων. Ανήκουμε στην Εκκλησία που δεν πρόσθεσε ούτε αφαίρεσε τίποτα από το δογματικό θησαυρό της πίστης μας, που δεν αλλοίωσε το χριστιανικό φρόνημα, που δεν παραμέρισε το εκκλησιαστικό ήθος. Ανήκουμε στην Εκκλησία που παρέλαβε και διαιώνισε όσα οι Προφήτες προείδαν, οι Απόστολοι εδίδαξαν, οι Διδάσκαλοι εδογμάτισαν και η οικουμένη συμφώνησε, όσα η Χάρη του Θεού μας φανέρωσε και η αλήθεια της ιστορίας απέδειξε.
Σήμερα, πολλούς αιώνες μετά τα γεγονότα που γιορτάζουμε, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δύο πολύ μεγάλες προκλήσεις: Η μία αφορά στην εντύπωση πολλών ότι η Ορθοδοξία αποτελεί πολύτιμο κληροδότημα του παρελθόντος, άξιο τιμής και σεβασμού, που, όμως, δεν έχει να κάνει με τη ζωή των ανθρώπων, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους, καθώς μάλιστα μπήκαμε προ πολλού στον 21ο αιώνα.
Η άλλη πρόκληση, θέλοντας τάχα να δώσει ικανοποιητική απάντηση στον πιο πάνω ισχυρισμό, επιδιώκει τη σταδιακή αποσύνδεση από βασικές αρχές που η Εκκλησία μας διαφύλαξε αναλλοίωτα μέσα από τους αιώνες, ρίχνοντας τόσο νερό στο κρασί του ορθόδοξου ήθους, που πλέον δεν μπορείς να αναγνωρίσεις ότι κάποτε στο κύπελλο αυτό υπήρχε κρασί εκτός από νερό!
Πρέπει, όμως, να δεχτούμε έτσι τα πράγματα; Πώς θα απαντήσουμε στις σημερινές προκλήσεις της εποχής μας, χωρίς να κινδυνεύουμε ούτε «γραφικοί» να γίνουμε, αλλά ούτε και επιλήσμονες της αποστολικής προσταγής: «…α ήκουσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις…» (Τομοθ. β΄ 2).
Η Ορθοδοξία δεν αποτελεί απλώς ένα ιστορικό πέρασμα στο «χθες», ένα ταξίδι μέσα από θριάμβους και δόξες, αγώνες και κατακτήσεις. Γιατί αν ήταν έτσι, η ορθόδοξη παράδοσή μας, αυτός ο «θεολογικώτατος κλήρος», κατά τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, δεν θα μπορούσε να προσφέρει στον άνθρωπο της μετά-μοντέρνας εποχής μας «ρήματα ζωής αιωνίου» και διεξόδους ελπίδας. Η Ορθοδοξία δεν είναι συντήρηση, είναι παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι η γνησιότητά της καθορίζεται από την κίνησή της και όχι από τη στατικότητά της. Εμείς, οι σημερινοί χριστιανοί, αν θέλουμε να θεωρούμαστε αυθεντικοί εκφραστές αυτής της γνησιότητας, οφείλουμε να γνωρίσουμε και να βιώσουμε την Ορθοδοξία μας έτσι, όπως οι Άγιοι της Εκκλησίας μας καθορίζουν, με το παράδειγμά τους ως μέτρο ζωής για όλους μας.
Η Ορθοδοξία είναι ζωή, εργαστήριο αγιότητας και αθανασίας, χώρος άμεσης και ουσιαστικής έκφρασης του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου, λογική λατρεία του αληθινού Θεού, τρόπος βίωσης της εν Αγίω Πνεύματι μυστικής ένωσης με τον Σωτήρα Χριστό, ως κιβωτός σωτηρίας.
Τι νόημα έχει η Ορθοδοξία, ως ένας πολύτιμος θησαυρός, κλεισμένος ερμητικά στις ασφαλείς προθήκες ενός μουσείου, θαυμαζόμενος, αλλά απόμακρος από τη ζωή των ανθρώπων; Γι’ αυτό άραγε ενανθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού, για να εξασφαλίσει απλώς το θαυμασμό των ανθρώπων ή την ίδια τη σωτηρία τους;
Στη νεοελληνική κοινωνία μας παρατηρείται το πολύ ανησυχητικό φαινόμενο, βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδας Χριστιανοί, να μην απορρίπτουν μεν την Εκκλησία, αλλά να αποδίδουν σε αυτή χαρακτήρα καθαρά διακοσμητικό, φολκλορικό και φαντασμαγορικό, για τις τελετές και τις προθήκες της ιστορίας, απόμακρη από την κοινωνική ζωή και τον άνθρωπο, ξεκομμένη από τη σημερινή εποχή και τις αγωνίες της.
Όμως, μια τέτοια Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει. Δεν μας επιτρέπεται να δεχθούμε τέτοιο ρόλο. Κρατάμε στα χέρια μας το φως του Ευαγγελίου, που διαλύει τα σκοτάδια και φωτίζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Αυτήν την Εκκλησία, φίλοι αναγνώστες, εμφύτευσε ο Θεός στον κόσμο, αυτή μας σώζει από τις παγίδες και τα βάσανα και μας οδηγεί «εις λιμένα εύδιον» της παντοτινής παρουσίας του Θεού.