Γράφει ο Θωμάς Γαβριηλίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Διαβάζοντας κάποιες επιγραφές σε επιτύμβιες στήλες του «Τοίχου της Μνήμης» του Αρχαιολογικού Μουσείου Βεροίας παραξενεύεσαι βλέποντας έναν διαφορετικό τύπο δοτικής πτώσης ονομάτων κατά τα άλλα πολύ γνωστών, όπως π.χ. είναι τα ονόματα Ερμής και Ξιφίας.
Ποιος δε ξέρει το θεό Ερμή, τον αγγελιοφόρο των ολύμπιων θεών και τον ξιφία, ένα από τα πιο νόστιμα ψάρια;
Παραξενεύεσαι επειδή βλέπεις να γράφεται «ΤΩ ΕΡΜΗΝΙ» και «ΤΩ ΞΙΦΙΑΝΙ» ενώ θα περίμενες να δεις «ΤΩΙΕΡΜΗΙ» και «ΤΩΙΞΙΦΙΑΙ». Βλέπεις δηλαδή ότι κατά τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν, στον οποίο ανήκουν και οι δύο αυτές επιγραφές του Α.Μ.Β., στο άρθρο τους παραλείπεται η κατάληξη «ι» της δοτικής, ενώ στα ονόματα διατηρείται, ενισχυμένη με ένα –ν-, το οποίο «εντίθεται», μπαίνει ανάμεσα στο θέμα και στην κατάληξη του ονόματος, γι’ αυτό και ονομάζεται «ένθημα». Αλλά ας δούμε ολόκληρες τις επιτύμβιες επιγραφές που έχουν το ενδιαφέρον ένθημα –ν-.
Α΄ «ΑΓΑΠΗ ΕΡΜΗΝΙ ΤΩ ΙΔΙΩ ΑΝΔΡΙ ΜΝΕΙΑΣ ΧΑΡΙΝ»
Με περισσότερα λόγια η παραπάνω επιτύμβια επιγραφή μας λέει ότι η χήρα Αγάπη αφιέρωσε πάνω στον τάφο του άνδρα της Ερμή μια επιτύμβια στήλη για να τον θυμούνται οι άνθρωποι και στο μέλλον.
Η επιτύμβια στήλη της Αγάπης και του Ερμή, η οποία είναι τώρα αναρτημένη στη δυτική πλευρά του μεταλλικού Τοίχου της Μνήμης του Α.Μ.Β., είναι από λευκό μάρμαρο, παραλληλόγραμμη, με αέτωμα και φέρει ανάγλυφες δύο ολόσωμες όρθιες μορφές, ενός άνδρα και μίας γυναίκας, που πρέπει να είναι ο Ερμής και η Αγάπη, μαζί στη ζωή, μαζί και στην επιτάφια στήλη. Η επιγραφή της είναι χαραγμένη στο μέτωπό της σε συνεχή μορφή (χωρίς να χωρίζονται οι λέξεις) όπως συνήθιζαν να γράφουν οι Αρχαίοι μας, και είναι λακωνική, επιγραμματική, αρκείται στα εντελώς απαραίτητα: Το όνομα της αφιερώτριας, το όνομα του νεκρού στον οποίο γίνεται η αφιέρωση, η συγγένειά τους και ο λόγος της αφιέρωσης, η επιθυμία να μην ξεχαστούν, να μην πεθάνει και η μνήμη τους, και δεν πέθανε χάρη στη μικρούλα μαρμάρινη επιτύμβια στήλη τους, που ήδη είδε να περνούν από μπροστά της δεκαοχτώ αιώνες…
Β΄ «ΑΦΡΟΔΙΤΩ ΤΩ ΙΔΙΩ ΑΝΔΡΙ ΞΙΦΙΑΝΙ ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ ΕΚ ΤΩΝ ΕΚΕΙΝΟΥ»
Με περισσότερα λόγια, η παραπάνω επιτύμβια επιγραφή θα μας έλεγε ότι η χήρα Αφροδιτώ αφιέρωσε στον άνδρα της Ξιφία την επιτύμβια στήλη, η οποία φιλοτεχνήθηκε με χρήματα που της κληροδότησε εκείνος, για να μείνει στη μνήμη των ανθρώπων.
Η επιτύμβια στήλη του Ξιφία που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του μεταλλικού Τοίχου της Μνήμης του Α.Μ.Β. είναι από λευκό μάρμαρο και παρουσιάζει μέσα σε παραλληλόγραμμο βάθυσμα ανάγλυφη παράσταση νεκρόδειπνου με ξαπλωμένο σε ανάκλιντρο μονομάχο, όπως συμπεραίνεται και από την παράσταση ανάγλυφου συμπλέγματος περικεφαλαίας πάνω σε θυρεό (scutum).
Η όλη εικόνα συμπληρώνεται και από την παρουσία τραπεζιού μπροστά στο ανάκλιντρο και ενός σκύλου κάτω από αυτό, ενώ στο πλαίσιο της επιτύμβιας στήλης υπάρχουν και έξι συνολικά ανάγλυφα στεφάνια που συμβολίζουν ισάριθμες μονομαχικές νίκες.
Ο μονομάχος Ξιφίας, όπως συμπεραίνεται και από το μονομαχικό, ψευδώνυμο προφανώς, που είναι όνομα ψαριού, έπαιζε στο μονομαχικό «παιχνίδι» του «δικτυοβόλου» (retiarii) και «μαρμύλλωνα» το ρόλο του δεύτερου, δηλαδή του ψαριού όπως και ο Πόπλις Μαρίσκος, στον οποίο ήταν αφιερωμένο προηγούμενο σημείωμά μου (ΛΑΟΣ Σαββατοκύριακου 2-3 Μαρτίου 2024).
Γ΄ «ΑΝΝΙΑ ΕΠΙΓΟΝΗ ΦΛΑΒΙΑΝΩ ΤΩ ΙΔΙΩ ΤΕΚΝΩ ΤΩ ΚΑΙ ΠΑΠΠΟΥΝΙ ΜΝΕΙΑΣ ΧΑΡΙΝ»
Το ένθημα (εντίθημι) –ν- βλέπουμε ότι υπάρχει και στην προσωνυμία «Παππούνι» της παραπάνω επιγραφής, η οποία είναι χαραγμένη στην κύρια όψη ενός επιτύμβιου βωμού των αρχών του 3ου αιώνα μετά Χριστόν του Αρχαιολογικού Μουσείου Βεροίας.
Ο τύπος «Παππούνι» είναι δοτική ενικού αριθμού του ονόματος παππούς με το ένθημα –ν-.
Από την επιγραφή αυτή και από άλλες σχετικές συμπεραίνεται ότι το αρχαίο ουσιαστικό «ο πάππος» είχε πάρει τη μορφή «ο παππούς» ήδη από τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, και πιθανόν και νωρίτερα.
Στην επιγραφή, που μας απασχολεί, ο τύπος «τω παππούνι» χρησιμοποιείται ως προσωνυμία κάποιου που ονομαζόταν Φλαβιανός, δηλαδή σαν ένα «παρατσούκλι» (παρατίτλιο-παράτιτλο).
Πολλά παρατσούκλια, ως γνωστόν, στο παρελθόν έγιναν επώνυμα (π.χ. Μακρής, Κοντός, Μυταράς κ.ά.). Σαν τέτοιο επώνυμο το «Παππούνις» δεν αποκλείεται, μαζί με άλλα παρόμοια βέβαια, να γεννοβόλησαν μια σειρά από νεοελληνικά επώνυμα με κατάληξη –ούνις-ούνης (π.χ. Στεργιούνης, Πιτσούνης, Βουρδούνης κ.ά.).
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Το ένθημα –ν- της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου, που δεν τίποτε άλλο παρά ένα «παιχνίδισμα» με τον εύηχο φθόγγο –ν- που χαρίζει μια ευχάριστη μουσική νότα στη γλώσσα, μου θύμισε παρόμοιο παιχνίδισμα σε νεοελληνικό βεργιώτικο δημοτικό τραγούδι, ερωτικού περιεχομένου, που αρχίζει με τη φράση «Σε μια ασημο-νό-κουπα θέλου να πιω πέντε –ν- έξι…» και σε ναουσαίϊκη παραλλαγή του με τη φράση «Μ’ ένα μικρό καυκο-νό-πουλο θέλου να πιω πέντε-ν-έξι» καθώς κι ένα ποντιακό σκωπτικό δίστιχο, που μου έλεγε η μάνα μου κάθε φορά που το ‘φερνε η συζήτηση σε μια ερωτική ιστορία μιας συμπατριώτισσάς της, πόντιας χριστιανής και ενός κοντοχωριανού τους πόντιου μουσουλμάνου, που λέει τα εξής:
«Η Βιργινία εφόρνεν και –ν-άσπρο νυφικόνι
εγάπεσεν το Μουχαμέτ κι εφέκεν το Χριστόνι»
(=Η Βιργινία εφορούσε και άσπρο νυφικό, αγάπησε το Μωάμεθ κα άφησε το Χριστό).
Στη ναουσαίϊκη παραλλαγή του προαναφερθέντος δημοτικού τραγουδιού, που ευτύχησα να το ακούσω να τραγουδιέται σε σπιτικά γλέντια, διαπίστωσα ότι το σχετικό παιχνίδισμα βοηθούσε το ρυθμό του τραγουδιού με την παρεμβολή του –ν- μαζί με το φωνήεν της προηγούμενης συλλαβής της λέξης στην οποία ενσωματωνόταν, π.χ. ασημο-νό-κουπα, φε-νέ-ξει, κο-νό-ρη, δικα-να μου κ.λπ. και μερικές φορές παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε δύο λέξεις για να αποφευχθεί η χασμωδία, όπως π.χ. στη φράση «κέρνα με πέντε-ν-έξι», όπως και στη φράση του ποντιακού δίστιχου «εφόρ-νεν και –ν-άσπρο νυφικόνι».
Για το ποντιακό δίστιχο η μάνα μου θυμόταν ολόκληρη ιστορία. Η Βιργινία ήταν γειτόνισσά της. Είχε ερωτευτεί έναν ελληνοπόντιο μουσουλμάνο, από εκείνους τους Έλληνες οι οποίοι αλλαξοπίστησαν, επειδή δεν άντεχαν την αδιάκοπη καταπίεση των Τούρκων, με συνέπεια όμως οι χριστιανοί συμπατριώτες τους να τους θεωρούν Τούρκους και να μη θέλουν να συμπεθεριάζουν μαζί τους.
Η μάνα μου, που ήταν παιδούλα, όταν διαδραματίστηκε η υπόθεση της Βιργινίας και του Μεχμέτ, θυμόταν ότι έτυχε να δει τους δύο ερωτευμένους πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο να καλπάζουν προς την έξοδο του χωριού, όπως και τον αδερφό της Βιργινίας, ο οποίος, όταν έμαθε την εκούσια απαγωγή της αδερφής του «έφαγε τον τόπο», καβαλάρης κι αυτός, να τη βρει για να τη σφάξει, που τους ντρόπιασε, αλλά μάταια. Το πουλάκι είχε πετάξει.
Έπειτα από χρόνια, έλεγε, συνεχίζοντας την αφήγηση της ιστορίας της Βιργινίας, η μάνα μου, όταν, μετά τη μικρασιατική εκστρατεία και τον ξεριζωμό των Χριστιανών από την πατρογονική του γη, άνοιξαν τα τούρκικα σύνορα, ο αδερφός της Βιργινίας, πρόσφυγας στη Νάουσα, πήγε να δει για τελευταία φορά τη γενέτειρά του, τη Βαρενού της Αργυρούπολης του Πόντου. Τη βρήκε σχεδόν έρημη, να κατοικείται μόνο από μία οικογένεια, την οικογένεια της Βιργινίας και του Μεχμέτ και το τσούρμο «τα τουρκοπούλια τους».
Τα δύο αδέρφια αγκαλιάστηκαν με σπαραγμό και ο πρόσφυγας αδερφός αποχαιρετώντας την τουρκεμένη αδερφή του την καλοτύχισε που είχε μείνει στα πατρογονικά τους χώματα. Γύρισε στη Νάουσα και πέθανε στην Παναγία Σουμελά του Βερμίου έναν δεκαπενταύγουστο…
Φωτογραφία: Επιτύμβια στήλη Αγάπης-Ερμή «Τοίχος Μνήμης»