Του Ιωάννη Ιασ. Βελέντζα Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού
Μετά από 27 χρόνια γάμου, 16 χρόνια συνδικαλιστικής περιήγησης, και 28 χρόνια ως ελεύθερος επαγγελματίας κατέληξα: να ντύνομαι στη «μπουτίκ μαμά», να τρώω από το «μάρκετ πεθερά» και να σας «πολεμώ» με το πληκτρολόγιο μου, από τη στήλη «ΤΑ ΠΑΧΟΥΛΑ ΝΕΑ».
Φίλοι μου, καλή σας ημέρα,
η σημερινή εορτή είναι και Θρησκευτική, για αυτό ο τεράστιος που βρίσκεται επάνω, ο Βασιλέας των πάντων, επιτρέπει στα αλάνια του 21 να στήνουνε παρτάκι με σούβλες και κλαρίνα.
Ο Στρατάρχης γυρνάει τον οβελία, ο Γέρος του Μοριά δοκιμάζει, ο Παπαφλέσσας κερνάει ρακί, ο τουρκοφάγος χορεύει, και το κλαρίνο ουρλιάζει «βάστα καρδιά, βάστα ψυχή, βάστα Καραισκάκη, μη γονατίσει ο ραγιάς, θρύλε από το Μαυρομάτι».
Σε αυτή την εορτή το παρών δίνει και η αφεντιά μου, λόγω του μέσου που χρησιμοποιώ (από την ίδια πατρίδα με τον γιο της καλογριάς) και λόγω της συμπάθειας με τη Λασκαρίνα.
Μία φορά είχα ρωτήσει τον στρατάρχη, εάν ζούσα στα χρόνια σας, με ποιον θα έμοιαζα και αφού όλοι λυθήκανε στα γέλια, με μιας είπανε, με τον Αλή πασά.
Πικράθηκα τότε και αμέσως η καπετάνισσα, η γυναικάρα, η τεράστια Λασκαρίνα, φώναξε.
Μη στενοχωρείτε, τον αφρατούλη μου!
Από τότε έγινα προστατευόμενός της.
Έτσι και φέτος κίνησα να πάω να τους βρω, για να παραβρεθώ στο γλέντι.
Και αφού τρένο δεν υπάρχει, ξεκίνησα με το άλογο από τα βουνά, αλλά δεν μπόρεσα γιατί υπήρχανε, κάτι επενδυτές ενέργειας!
Στη συνέχεια σκέφθηκα να πάω μέσω θαλάσσης, αλλά δεν τα κατάφερα γιατί τα λιμάνια είναι κινέζικα και δεν καταλάβαινα τι λέγανε.
Με αυτοκίνητο δεν ήταν δυνατό γιατί συναντούσα κάτι τύπους, εργολάβους τους λένε και κάθε χιλιόμετρο ζητάνε και ευρώ!
Τελικά δεν τα κατάφερα.
Απογοητευμένος πήρα το δρόμο της επιστροφής, συνάμα και προβληματισμένος, τι να έχει συμβεί.
Κίνησα για την πατρίδα μου, και στα Τέμπη, να και ο Στρατάρχης.
Ζαγάρ μου είπε, σταματάς γιατί θα στην ανάψω.
Πολυαγαπημένε μου Καπετάνιο, τι κάνεις εδώ;
Α και εσύ τα αγαπημένε μου, κατάλαβα.
Μάθαμε επάνω και το είδαμε δηλαδή, ότι για το φόνο των παλικαριών στα Τέμπη, ετοιμάζεστε για παραγραφή, πως το λέτε, δεν φταίει κανείς.
Έτσι και εμείς συνεδριάσαμε και είπαμε να κατεβούμε να αποδώσουμε δικαιοσύνη με τα γιαταγάνια μας.
Ξεφτιλισμένοι, δώσαμε τη ζωή μας για να ζήσετε λεύτερα και με δικαιοσύνη και εσείς τι, αράζετε στις εξέδρες και μέχρι εκεί.
Α και κανά λόγο του μονόευρου!
Έχετε κάτι για να νιώθετε υπερήφανοι;
Πες μου τι. Εκτός από την ανάπτυξη της βλακείας, της ηλιθιότητας, της μετριότητας, της χυδαιότητας, της ματαιοδοξίας, της απάτης!
Ο αγώνας μας πέτυχε, γιατί πιστεύαμε, «ότι κάλλιο να ζει κάποιος με τα θεριά, παρά να ζει με τους Τούρκους».
Ο αγώνας πέτυχε, γιατί «είχαμε τη γη για στρώμα, προσκέφαλο την πέτρα».
Κάθε νίκη ήταν και ένα γράμμα.
Στην αρχή το γράμμα «Ε», στη συνέχεια το γράμμα «Λ», μετά ξανά το «Ε», ακολούθησε το γράμμα «Υ» και έτσι καταλήξαμε να κερδίσουμε όλα τα γράμματα, και να γράψουνε τη λέξη «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» με αίμα και όχι με πληκτρολόγιο!
Ρε εάν δεν ήμασταν εμείς, όλοι η Ευρώπη θα μιλούσε Τούρκικα!
Εμείς γεννηθήκαμε, λεύτεροι, ζήσαμε λεύτεροι και πεθάναμε λεύτεροι!
Εμείς αποφασίσαμε να δώσουμε νόημα στη ζωή μας και στο θάνατό μας.
Δεν επιλέξαμε μία τιποτένια ζωή, σε μία τιποτένια πατρίδα, έτσι την καταντήσατε!
Ντροπή σας ξεφτιλισμένοι!
Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε να επέμβουμε, για αυτό ήλθαμε.
Έχουμε στήσει μπλόκα για να μη διαφύγει κανείς, διότι θα πάμε στις εξέδρες.
Το δικαίωμα να ανεβαίνουνε κάποιοι στις εξέδρες εμείς τους το δώσαμε και τώρα ήλθαμε να το πάρουμε πίσω.
Κάτω από τις εξέδρες!
Δώσαμε το αίμα μας, τη ζωή μας, τα παιδιά μας, … για να ζήσετε λεύτεροι και εσείς τα ξεπουλάτε όλα για ένα επίδομα, ή κάποια θέση σε ψηφοδέλτιο.
Ελεεινοί τυχοδιώκτες!
Και αλήθεια πως δέχεστε να είναι κάποιοι από πάνω από εσάς.
Εμείς όλοι οι ξυπόλητοι, πολεμήσαμε για εσάς, για τον απλό λαό και όχι για τους «άριστους» από τα κολέγια.
Δεν πολεμήσαμε για να αγοράζετε συνολάκια, από την εταιρεία «φούφουτος»!
Ρε αχρείε μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει να κολλήσει η παλάμη στο γιαταγάνι και να μην «φεύγει». Αυτό συνέβη στο Νικήτα, στον τουρκοφάγο.
Τίποτα δεν αξίζετε, ω ρε ζαγάρια!
Άκου, ευσωμούλη!
Όπου και να πήγαινα μούλικο με φωνάζανε, όταν μεγάλωσα, τι θέλεις ρε γύφτο με λέγανε.
Από παντού κυνηγημένος!
«το δημοτικό το πέρασα κυνηγημένο μπασταρδάκι στο Μαυρομάτι και στη Γράλιστα και έπειτα κλεφτόπουλο. Το γυμνάσιο το έβγαλα στα Γιάννενα, του Αλή πασά. Και το πανεπιστήμιο, τον πόλεμο τον έμαθα στη στρατιωτική ακαδημία του Κατσαντώνη»!
Φίλοι μου,
οι αντίστοιχοι επίσημοι της εποχής εκείνης, ήταν αυτοί που αποκαλούσανε μούλικο και αργότερα γύφτο, τον αρχιστράτηγο Καραισκάκη, αυτόν δηλαδή που ήταν κάτω από τις εξέδρες και «έπαιζε» με το γιαταγάνι του!
25 Μαρτίου 1821, αλήθεια τι να πρωτοπεί κανείς, τι να πληκτρολογήσει!
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός της νεότερης ιστορίας μας, το οποίο εντέχνως προσπαθούνε κάποιοι να υποβαθμίσουνε, ωραιοποιώντας τις βαρβαρότητες και ωμότητες της τουρκοκρατίας, παραβλέποντας τις σφαγές και το τρομερό παιδομάζωμα.
Αναμενόμενο. Όταν κάποιοι είναι τόσο μικροί, νάνοι, και δεν μπορούν να φθάσουν ψηλά, επιδιώκουν την αποδόμηση των ηρώων τους.
Προσπαθούν να εξαλείψουν κάθε τι εθνικό, κάθε τι που θα θυμίζει πατρίδα, για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να διεκπεραιώσουν τις άνωθεν εντολές.
Τιμή και δόξα σε όλους τους αγωνιστές του 21
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ!