Γράφει ο Αναστάσιος Βασιάδης
Με αφορμή την Πανευρωπαϊκή Ημέρα κατά της βίας στην Υγεία, που έχει οριστεί να τιμάται στις 10 Μαρτίου, επανέρχονται εκ νέου στην επικαιρότητα τα φαινόμενα βίαιων συμπεριφορών πού εκδηλώνονται καθημερινά εναντίον του προσωπικού που εργάζεται σε χώρους όπου παρέχονται υπηρεσίες υγείας.
Η γενικότερη απαίτηση για τον έλεγχο των φαινομένων αυτών, επικαιροποιείται με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, κατά την οποία στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστέθηκε η παράγραφος 4 με τη οποία ορίζεται ότι «Όποιος εισέρχεται σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας, συμπεριλαμβανομένων των κινητών μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας ή προσεγγίζει κινητές μονάδες παροχής υγειονομικών υπηρεσιών άμεσης βοήθειας και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, εργαζομένων, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία τους, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.» Ανάλογη ρύθμιση προβλέπεται με την παράγραφο 5, για τους χώρους πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η ρύθμιση αυτή αναμφισβήτητα βρίσκεται προς την ορθή κατεύθυνση. Κρίνεται όμως ως ανεπαρκής για τον έλεγχο και την διαχείριση των εκδηλώσεων βίας στους χώρους όπου παρέχονται υπηρεσίες υγείας.
Και αυτό διότι περιορίζεται στον καθορισμό ποινών για τους βιαιοπραγούντες, που ούτως η άλλως προβλέπονται στις γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα, ενώ δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη για την καταγραφή, την αποτροπή, τον έλεγχο και την διαχείριση των περιστατικών βίας.
Συνήθως η βία ασκείται εναντίον των ιατρών αλλά και εναντίον του νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού στις Δομές όπου παρέχονται υπηρεσίες υγείας.
Τα συνήθη περιστατικά βίας εκδηλώνονται περισσότερο στους χώρους των νοσοκομείων και λιγότερο σε μονάδες παροχής υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Αυτοί που ασκούν την βία είναι συνήθως περιθωριακά άτομα εθισμένα σε ουσίες ή και άτομα ανυπόμονα, που επιζητούν την άμεση εξυπηρέτηση τους χωρίς να αναμένουν.
Επισημαίνεται ότι λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης, με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που επιτείνονται, αυξάνεται υπέρμετρα ο αριθμός των προσφευγόντων στα νοσοκομεία πολιτών, χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο προσωπικό, με συνέπεια να δημιουργούνται μεγάλες και πολύωρες σειρές αναμονής και αποτέλεσμα τον έντονο εκνευρισμό. Η βία που ασκείται εκδηλώνεται με λεκτικές επιθέσεις, με εκδηλώσεις ασέλγειας, μικροτραυματισμους και σοβαρότερους τραυματισμούς. Εξ όλων αυτών η λεκτική βία είναι το ίδιο επιβλαβής με τη σωματική και έχει συνέπειες σωματικές όπως κεφαλαλγίες, ιλίγγους, ψυχοσωματικά ενοχλήματα και αίσθημα κόπωσης.
Επίσης εκδηλώνονται επιπτώσεις συναισθηματικές όπως κατάθλιψη και σύνδρομο μετατραυματικού στρες. Τέλος προκαλούνται επιπτώσεις συμπεριφοράς, όπως άρνηση για εργασία, επιθετικότητα και αύξηση καπνίσματος.
Η λεκτική βία εκφράζεται με ύβρεις, προσβολές, σαρκασμούς, ειρωνείες, απειλές, κυνισμό, υποτιμητικά ρατσιστικά ή σεξιστικά σχόλια, που σκοπό έχουν να υποτιμήσουν το άτομο.
Η σωματική βία εκδηλώνεται με ραπίσματα, γρονθοκτυπήματα, λακτίσματα, βίαιες λαβές ακινητοποίησης, χρήση αμβλέων και αιχμηρών αντικειμένων, καθώς και χρήση οξέων υγρών.
Αποτέλεσμα αυτών είναι η εκδήλωση καταγμάτων δακτύλων, χειρών, ποδών, σπονδυλικής στήλης και πλευρών.
Επίσης κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις διαφόρων βαθμών, θλαστικά τραύματα, εκτεταμένα αιματώματα, τραύματα οφθαλμών και εγκαύματα.
Αναφέρονται δε και τραυματικές διακοπές κυήσεων.
Εξ αυτών όλων είναι επόμενο να υπονομεύεται ακόμα περισσότερο η ποιότητα παροχής υπηρεσιών προς τους πολίτες, από ένα σύστημα που υφίσταται συνεχή υποβάθμιση.
Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιος θεσμοθετημένος κανονισμός καταγραφής, μελέτης, αποτροπής και διαχείρισης των περιστατικών αυτών.
Επίσης δεν υπάρχουν θεσμοθετημένα όργανα φύλαξης των χώρων Υγείας. Το ιδιωτικό προσωπικό φύλαξης δεν έχει την εκπαίδευση που απαιτείται, ούτε και την αρμοδιότητα για την αποτελεσματική διαχείριση των περιστατικών βίας στους χώρους αυτούς. Η αστυνομία που καλείται, απομακρύνει πρόσκαιρα τον βιαιοπραγούντα από τον χώρο και υποδεικνύει στον αποδέκτη της βίας να κάνει προσωπική μήνυση και έτσι να υποβληθεί σε πολυέξοδες και χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Το γεγονός ότι δεν υφίσταται μηχανισμός καταγραφής και διαχείρισης των καθημερινών περιστατικών βίας, ούτε προβλέπεται η θεσμοθέτηση του, εξηγεί και το φαινόμενο να μη υπάρχουν επαρκώς καταγεγραμμένα στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες, αλλά αυτά να αντλούνται από τις προσωπικές αναφορές των εργαζομένων στους χώρους υγείας και από τα αστυνομικά δελτία.
Απαιτείται επομένως επιτακτικά η θεσμοθέτηση κανονισμού και υπηρεσίας διαχείρισης των περιστατικών βίας στους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας, που θα συνοδεύεται από οργανωτικό πλαίσιο που θα περιλαμβάνει:
1.Ίδρυση και λειτουργία υπηρεσιών διαχείρισης των περιστατικών βίας, με καθιέρωση παρατηρητήριου σε κάθε χώρο υγείας σε διασύνδεση με γενικό δίκτυο.
2.Στελέχωση των υπηρεσιών αυτών με ειδικό προσωπικό καταγραφής, αντιμετώπισης και διεκπεραίωσης των περιστατικών, στο οποίο μεταξύ άλλων θα συμπεριλαμβάνονται Κοινωνικός Λειτουργός, Ψυχίατρος, Δικηγόρος και Αστυνομικός.
Η λειτουργία των υπηρεσιών αυτών θα βασίζεται σε λεπτομερή κανονισμό διαχείρισης των περιστατικών βίας και καθιέρωση σχετικών πρωτοκόλλων.
Ενδεικτικά οι πρώτες ενέργειες από την εκδήλωση του περιστατικού βίας, η από την διαπίστωση σχετικής πρόθεσης, πρέπει να είναι:
Α. Ειδοποίηση της υπηρεσίας διαχείρισης, από τον δεχόμενο την άσκηση βίας ιατρό η νοσηλευτή, η από όποιον τρίτο αντιλαμβάνεται το περιστατικό η την πρόθεση.
Β. Απομάκρυνση του βιαιοπραγούντος από τον χώρο του επεισοδίου από ειδικό όργανο.
Γ. Μεταφορά του βιαιοπραγούντος σε ειδικό χώρο καταγραφής του περιστατικού βίας.
Δ. Καταγραφή του περιστατικού.
Ε. Περαιτέρω διαχείριση, με ενδεχόμενη τελική κατάληξη τις ποινές που προβλέπονται από την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση.
Επισημαίνεται ότι η διασφάλιση ενός νομοθετικού πλαισίου αλλά και η δυνατότητα καταγραφής καταγγελιών και διερεύνησης τέτοιων φαινομένων θα λειτουργήσει εποικοδομητικά στις εργασιακές συνθήκες, αφού θα δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στους εργαζόμενους στους χώρους της Υγείας αλλά και αποτρεπτικά σε τέτοια φαινόμενα βίας λεκτικής, σωματικής και συναισθηματικής, σε όσους επιλέγουν να εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές.
Αυτά τα φαινόμενα βίας εκδηλώνονται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, όπου λαμβάνονται μέτρα πρόληψης, αποτροπής και προστασίας, με την ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών, που έχουν ως σκοπό τον έλεγχο τέτοιου είδους παραβατικών συμπεριφορών.
Αποτελεί επομένως επιτακτική αναγκαιότητα η διαμόρφωση νομοθετικού και οργανωτικού πλαισίου που θα δώσει συνολική λύση στο πρόβλημα, το οποίο εκδηλώνεται συνεχώς και συχνότερα.