Γράφει ο Θωμάς Γαβριηλίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΤΟ ΜΑΡΙΣΚΟ
1. Ο Πόπλης είμαι, ο γνωστός επίσης κι ως Μαρίσκος.
2, Ειμ’ Αρπεινιώτης, τράβηξα πολλά, μ’ από κανέναν
3. σε δίχτυ δεν επιάστηκα, παρά μον’ απ’ την Τύχη
4. που μ’ έβαλε, περαστικέ, να κατοικώ δω πέρα.
5. Η Αλεξάνδρα με πολλήν αγάπη στο Μαρίσκο,
6. τον σύντροφό μου, τούτη δω τη στήλη αφιερώνω
7. για να κρατάει τη μνήμη του αθάνατη αιώνια.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΧΩΡΙΣ ΤΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΑΘΗ
1. Πόπλις ο και Μαρίσκος,
2. Αρπείνος, πολύμοχθος, εγώ υπό μηδενός ληφθείς
3. αλλ’ υπό Τύχης, ενθάδε κατοικώ, παροδίτα.
4. Αλεξάνδρα Μαρίσκω μνείας χάριν.
ΣΧΟΛΙΑ
Η επιτύμβια στήλη του μονομάχου Μαρίσκου βρέθηκε το 1978 στο ναό του Προφήτη Ηλία Ταγαροχωρίου Μακροχωρίου (Βεροίας) από τον Αντ. Κασαπίδη και παραδόθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βεροίας. Είναι από λευκό μάρμαρο και έχει μέσα σε παραλληλόγραμμο βάθυσμα την ανάγλυφη μορφή «κατ’ ενώπιον» του νεκρού στον οποίο είναι αφιερωμένη.
Ο μονομάχος φοράει subligaculum (σκελέα), τριπλό περίζωμα (balteus), κνημίδα (ocrea) στην αριστερή κνήμη και προστατευτική επένδυση (manica) στο δεξί χέρι, με το οποίο κρατάει σπάδικα (κλαδί φοίνικα), ενώ το αριστερό του χέρι ακουμπάει πάνω σε μια ασπίδα (scutum) και περικεφαλαία.
Στο αριστερό μέρος του βαθύσματος υπάρχει το χάραγμα μικρού πτηνού, ενώ στο δεξιό περιθώριο υπάρχουν χαραγμένα το ένα κάτω από το άλλο έξι στεφάνια, που μαρτυρούν ισάριθμες νίκες του.
Ο Πόπλης Μαρίσκος έζησε τον 2ο αι. μ.Χ. καταγόταν ή από την πόλη ΑΓρί της Απουλίας (Ιταλίας) ή, αν υπάρχει αναγραμματισμός του εθνικού ονόματος Απρηνός, από τις Άπρες της Θράκης.
ΛΑΟΣ 28 Φεβρουαρίου 1999
Με την επιτύμβια στήλη του μονομάχου Πόπλη Μαρίσκου είχα ασχοληθεί με σημείωμά μου στο ΛΑΟ και πριν από 25 χρόνια, στις 28 Φεβρουαρίου του 1999, όταν είχα αποκτήσει (με τιμητική προσφορά) το σύγγραμμα των συγγραφέων Λ. Γουναροπούλου – Μ.Β. Χατζοπούλου «Επιγραφές Κάτω Μακεδονίας, τεύχος Α΄, Επιγραφές Βεροίας – Αθήνα 1998», έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού – Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΤΑ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΛΑΘΗ
Πόπλις ο και Μαρίσκος Αρπείνος πολύμοχθος εγώ υπό μηδενός λιφθίς (sic), αλλ’ υπό τύχης ενθάδε κατοικώ, παροδείτα (sic), Αλεξάνδρα Μαρίσκω μνείας χάριν.
Σε αρχαίες επιγραφές από τα ελληνιστικά χρόνια και έπειτα παρατηρούνται ορθογραφικά λάθη, προπάντων στη χρήση του η, ει, οι, αι κ.λπ. επειδή είχε αλλάξει η προφορά τους και σε πολλές περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου δεν διέφερε π.χ. η προφορά του ει και του η, όπως στο κείμενο που μας απασχολεί, από το γιώτα.
Στο κείμενο της επιγραφής της επιτύμβιας στήλης του Πόπλιου Μαρίσκου (τέλη 2ου αι. μ.Χ.) η γραφή της μετοχής λιφθίς (sic) δημιουργεί αξιοσημείωτο πρόβλημα στη σωστή ερμηνεία του, επειδή, αν θεωρηθεί ως μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος λείπω (=αφήνω), η οποία έχει τη μορφή «ελείφθην», τότε πρέπει να γραφεί με δύο ει, «λειφθείς» και να μεταφραστεί «δεν υπολείφθηκε από κανένα (υπό μηδενός λειφθείς), γραφή που επιλέχθηκε και στο σύγγραμμα, που όπως προανέφερα, αποτέλεσε και τη βασική πηγή μου.
Αν όμως η ανορθόγραφα γραμμένη μετοχή «λιφθίς» δεν θεωρηθεί ότι ανήκει στον παθητικό αόριστο του ρήματος λείπω, ελείφθην, αλλά στον παθητικό αόριστο του ρήματος λαμβάνω, ελήφθην, τότε θα πρέπει να γραφεί ως «ληφθείς», δηλαδή με η (ήτα) στην παραλήγουσα και να μεταφραστεί «από κανέναν δεν πιάστηκα», γραφή που επέλεξα, επειδή, όπως θα σημειώσω στη συνέχεια ο Μαρίσκος (=Μαριδούλης) ως μονομάχος «έπαιζε» μάλλον το ρόλο του ψαριού σε ένα «μονομαχικό παιχνίδι» στο οποίο είχε ως αντίπαλο έναν δικτυοβόλο (retiarium) μονομάχο, ο οποίος προσπαθούσε να τον πιάσει μέσα στο δίχτυ του (να τον ψαρέψει) κι έτσι να τον νικήσει σκοτώνοντάς τον ή χαρίζοντάς του τη ζωή, ανάλογα με τις διαθέσεις των θεατών της μονομαχίας τους…
Στην επιλογή μου συνετέλεσε και η παρουσία «ποιητικού αιτίου»: «υπό ουδενός ληφθείς», η οποία ταιριάζει περισσότερο στη σύνταξη της φράσης αυτής.
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΡΗΤΙΑΡΙΟΥ – ΜΟΡΜΥΛΛΩΝΑ
Οι μονομαχικοί αγώνες στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας άρχιζαν συνήθως με το δημοφιλές μονομαχικό «παιχνίδι» του ρητιαρίου (retiarius) εναντίον του μορμύλλωνα (mirmillo).
Ο ρητιάριος ήταν μονομάχος με χαρακτηριστικό του όπλο ένα μεγάλο λιναρένιο δίχτυ (rete, στα λατινικά) με το οποίο κατά τη μονομαχία προσπαθούσε να πιάσει τον μορμύλλωνα. Επειδή έριχνε (αρχ. έβαλλε) το δίχτυ εναντίον του αντιπάλου του ονομαζόταν από τους Έλληνες δικτυοβόλος.
Εκτός από το δίχτυ ο ρητιάριος ήταν εφοδιασμένος και με μια τρίαινα και με ένα τριγωνικό σπαθί.
Ο αντίπαλος του ρητιάριου ο μορμύλλωνας (λατ. mirmillo) όφειλε το όνομά του αυτό σε ένα ψάρι που ήταν χαραγμένο στο μέτωπο του σιδερένιου κράνους του. Το ψάρι αυτό στα αρχαία ελληνικά ονομαζόταν «μορμύρος» και προφερόταν ως μορμούρος, ήταν δηλαδή η πασίγνωστη σήμερα «μορμούρα».
Ο μορμύλλωνας (mirmillo) εκτός από το σιδερένιο κράνος του με το χάραγμα της μουρμούρας είχε και έναν θυρεό (μια μεγάλη τετράπλευρη ασπίδα που έφτανε ως κάτω στα πόδια του), μια σιδερένια μάσκα (προσωπείο) και ένα ειδικό μαχαίρι, κυρτό στην άκρη, με το οποίο προσπαθούσε να σχίσει το δίχτυ του αντιπάλου του ρητιάριου (δικτυοβόλου).
Με άλλα λόγια η μονομαχία ρητιάριου – μορμύλλωνα έμοιαζε κάπως με το ψάρεμα.
Ο δικτυοβόλος προσπαθούσε να πιάσει το δίχτυ του μορμύλλωνα, να τον ακινητοποιήσει με την τρίαινα και να τον αποτελειώσει με το σπαθί του, αν αυτό του φώναζαν να κάνει οι θεατές ή να του χαρίσει τη ζωή!
Ο μορμύλλωνας, από την άλλη μεριά, προσπαθούσε να αποφύγει με διάφορες κινήσεις το δίχτυ και να το σχίσει με το ειδικό μαχαίρι του, αλλά και να κουράσει τον ρητιάριο, ώστε σε κάποια στιγμή να μπερδευτεί εκείνος στο δίχτυ του και να αναδειχτεί αυτός νικητής. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πόπλιος Μαρίσκος, σύμφωνα με τα έξι χαραγμένα στεφάνια στην επιτύμβια στήλη του, είχε αναδειχτεί έξι φορές νικητής, πριν να του στερήσει τη ζωή κάποια κακοτυχία εκτός μονομαχίας.
Το ενδεχόμενο να φάει στο τέλος το ψάρι τον ψαρά έκανε τη μονομαχία ρητιάριου – μορμύλλωνα πολύ ενδιαφέρουσα ως το 404 μ.Χ. όταν οι μονομαχίες απαγορεύτηκαν, επειδή οι Χριστιανοί δεν ανέχονταν να βλέπουν συνανθρώπους τους να σφάζονται στα αμφιθέατρα.
Φωτογραφία: Μονομαχία δικτυοβόλου – μορμύλλωνα