Της Νανάς Στ. Παπαϊωάννου
φιλολόγου-λογοτέχνιδος
Ο άνθρωπος κορυφαίο δημιούργημα του Παντεπόπτου Θεού ή ένα απλό νούμερο, μια ευτελής οντότητα, άνευ σημασίας, υποτασσόμενος, ως άβουλο πλάσμα, σε επιταγές άκρας παράνοιας;
Ανοιχτή η αυλαία, σκηνικά πλάνα ποικίλων αποχρώσεων, με πρωταγωνιστές και κομπάρσους, προπάντων, κομπάρσους...υβριδικής καταγωγής, ως είθισται, με κουστούμια για όλες τις περιστάσεις και... διαπλεκόμενες καταστάσεις, πίσω από καλοστημένες περιστάσεις,
Και τα αδιέξοδα να ορθώνονται στο ημίφως δυσδιάκριτων ατραπών, αντίθεων επιλογών, εξαιτίας, αλαζόνων
γελωτοποιών, που φωνασκούν σε αλλότριες γλώσσες, χτίζοντας τον δικό τους, σύγχρονο πύργο της Βαβέλ.
Το υπερφίαλο “ Εγώ”, σε ακατάσχετη φλυαρία, κάτω από μικροσκοπικούς ή μεγεθυντικούς φακούς, οδεύει στην κατάργηση του αυτεξούσιου, στη διάλυση του προσώπου και της προσωπικότητας, υποταγμένο σε ξενόφερτα στοιχεία, αλλογενή, αντίπαλα στις θεϊκές και ηθικές καταβολές.
Η υποκρισία κάτω από τη μάσκα μεθυστικής υπεροψίας, σε καθημερινή αντιμαχία με τον υπέρμαχο διεκδικητή της αλήθειας. Πνευματική ένδεια και καχεξία, αποτέλεσμα χρόνιας αλλοτρίωσης, ηθική καταρράκωση, διεφθαρμένες συνειδήσεις, τυχάρπαστες τακτικές, άνευ υπευθυνότητας και ο συρμός της καθημερινότητας σε βραδυπορεία, χωρίς ψυχικά εφόδια, χωρίς μπάρες ασφάλειας και προστασίας.
Λατρεία του χρήματος, λατρεία της εξουσίας και ενέσκηψε τυφώνας ειδωλολατρείας, καλύπτοντας με ζοφερό σκοτάδι ψυχή και πνεύμα.
Η υψηλή τεχνολογία στο απόγειο της δόξας της, μεγιστοποιεί ψευδαισθήσεις αυτολατρείας, με ό, τι συνεπάγεται αυτό για την ομαλή και ισορροπημένη λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης ή για την αρμονική σχέση της με τους άλλους, προπάντων, όμως, με τον ίδιο τον Δημιουργό της.
Ψεύτικες εικόνες, σε εκατοντάδες αντικατοπτρισμούς και αντίτυπα, αλλοιώνουν την ταυτότητα του σημερινού ανθρώπου, του στερούν την αυθεντική παρουσία στο κοινωνικό “γίγνεσθαι”, αδρανοποιούν την κριτική και στοχαστική σκέψη. Διαπλοκή, σήψη, νωθρότητα, πολιτιστική στασιμότητα, μιμητισμός και στρουθοκαμηλισμός, σε καίρια ζητήματα, συνθέτουν πλάνα ζοφερής και αποκαρδιωτικής πραγματικότητας, όπως φαντάζει, επί των ημερών μας.
Κυκλώνες μας σαρώνουν και... “Εάλω η πόλις!”, “εάλω ο ελεύθερος, κατά συνθήκην, άνθρωπος!”,
υποδουλωμένος σε υλιστικά υποκατάστατα, παλεύοντας με μία σκληρή καθημερινότητα, σχεδόν. παρατημένος στην τύχη του, αδύναμος να ανταπεξέλθει στα ποικίλα προβλήματα.
Πατρίδα, πώς σε απαξιώσαμε, έτσι, αβασάνιστα, πώς, μονοκοντυλιά, σβήσαμε αιώνων ιστορικές παρακαταθήκες, πώς, νωχελικά, αφεθήκαμε άβουλοι στον εξανδραποδισμό σου; Με πόση ελαφρότητα, χωρίς αιδώ, σε πετάξαμε σε χωματερές ευτελισμού, κακοποιώντας και απαλείφοντας την ένδοξη, ιστορική σου πορεία, ξεπουλώντας τα ιερά και αιματοβαμμένα σου χώματα, οδηγώντας σε στην καταστροφή, αφήνοντάς σε λεία στα χέρια αιμοσταγών γερακιών;
Σαλτιμπάγκοι της εξουσίας, με συμπτώματα πρωτόγνωρου αυτισμού, ξεθωριασμένες σκιες, απ’ το πουθενά φερμένες, που αλλού τυρβάζουν, εντέχνως, φυτευμένες, για το μόλεμα της Ελληνορθόδοξης Παράδοσης και το ξεπούλημα της άγιας γης, της ποτισμένης με το αίμα εκατοντάδων_χιλιάδων ηρώων και εθνομαρτύρων.
Σαν να ζουν μιαν άλλη πραγματικότητα, τη δική τους, φανταστική ουδετερότητα.
Θλιβερή και η άλλη εικόνα, με τις ανθρώπινες μάζες, αφημένες, να φαντάζουν με συρφετό, που, επιπόλαια, προσπερνούν μείζονα προβλήματα, που καταπίνουν αμάσητη τροφή τηλεοπτικής διαστροφής, δίχως αγκυροβόλι στ’ όνειρο, παγιδευμένες σε ψεύτικες υποσχέσεις, να οδεύουν στο πουθενά.
Ένας κόσμος, λες και χωρίς προορισμό, θαμπωμένος απ’ το υπερφίαλο “Εγώ’, σε μία σκοτοδίνη και αναπόφευκτη οδύνη.
Πατρίδα, αφήσαμε αφύλακτες τις πύλες σου και μπήκανε μέσα οι εχθροί, που, σαν γύπες, από παντού, καραδοκούν. Μείναμε άπραγοι και νωθροί στους “εντός των τειχών” ομοϊδεάτες τους και χτυπημένη αιμορραγείς. Απροστάτευτη στους κυκλώνες των δίσεκτων καιρών, λησμονημένη απ’ τα ίδια σου τα παιδιά,
που σε περνούν για... μητριά!
Κυκλώνες μας σαρώνουν!…αλλά θα φύγουν τα θεριά, θα γαληνέψουν τα νερά, θα έρθει ξαστεριά, αρκεί να μένει άσβηστο, μες στης καρδιάς το φυλαχτό, το καντηλάκι της ελπίδας, αρκεί μέσα μας να φεγγοβολά στέρεη και αψεγάδιαστη η πίστη στον αληθινό Θεό.
Και τότε ένα χέρι νεανικό, μια ποιητική ματιά, θα ξαναγράψει στον τοίχο: ”Μη νομίζεις πως τ’ αστέρια έσβησαν, επειδή συννέφιασε ο ουρανός! Θα ξαναλάμψουν και θα λάμπουν, στο διηνεκές, στο απέραντο στερέωμα τ’ ουρανού, προβάλλοντας Τον Ποιητή ουρανού και γης!”
για να φωτίζουν τα όνειρα των παιδιών, που θα ξεκρίνουν της αλήθειας τη φεγγοβόλα θωριά!”