Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Τα παλαιότερα χρόνια, φίλοι αναγνώστες, που τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων ήταν σπουδαία σε περιεχόμενο και που οι εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής είχαν μεν επιφανειακή απλότητα, αλλά με βαθιά τη σημασία τους, στα χωριά της κεντρικής Λακεδαιμονίας (απ’ όπου και η καταγωγή μου), ανάμεσα σε πολλές λαογραφικές εκδηλώσεις κατά τις δύο Κυριακές των Απόκρεω: Την Κρεατινή και την Τυρινή.
Σύμφωνα με τη συνήθεια αυτή, πολλές βραδιές από τότε που άνοιγε το Τριώδιο μέχρι τις Απόκριες, ιδίως δε κατά τα βράδια των δύο αυτών Κυριακών, συγκεντρώνονταν στο σπιτικό του παππού και της γιαγιάς, οι οικογένειες όλων των παντρεμένων παιδιών τους, για να αποκρέψουν όλοι μαζί. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι κάποιο παιδί της οικογένειας παντρεμένο σε άλλο γειτονικό χωριό, ξεκινούσαν και εκείνοι οικογενειακώς και έρχονταν στο σπίτι του πατριάρχη της οικογένειας, του παππού, με όλα τα παιδιά του, για να αποκρέψουν όλοι μαζί. Γιατί θεωρούσαν κακό και γρουσουζιά να λείψει κανείς από την οικογενειακή εκείνη συγκέντρωση.
Οι άνθρωποι, που δεν είχαν ζωντανούς τους γονιούς τους, συγκεντρώνονταν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού ή αδελφής ή και στο σπίτι του κουμπάρου, φίλου ή και γείτονα, για να περάσουν τα βράδια των δύο Κυριακών και να γλεντήσουν όλοι μαζί.
Τρεις ήταν οι επικρατέστερες συνήθειες των συνεστιάσεων στο χωριό μου (Βρονταμά-Λακωνίας).
1. Σύμφωνα με τη συνήθεια της πρώτης μορφής των συνεστιάσεων, ο καθένας έφερνε από το σπίτι του μαγειρεμένα φαγητά, καθώς και όλα τα άλλα φαγώσιμα (ψωμί, τυριά, αυγά, κρασιά, φρούτα, δηλαδή καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες, λιασμένα σύκα κ.λπ.) μαζί δε με αυτά και ό,τι άλλο είχε έτοιμο στο σπίτι του.
Κατά το είδος της συγκέντρωσης αυτής, έβαζαν απλώς στους σοφράδες τα φαγώσιμα και εκεί, δίπλα στη φωτιά, που έκαιγε λαμπρά με τα μεγάλα κούτσουρα από τις ελιές, συνέτρωγαν όλοι ευχόμενοι, κατά τον απλό χωριάτικο τρόπο, να περάσουν καλή σαρακοστή.
2. Κατά το δεύτερο είδος της συνεστίασης, το οποίον, όμως, γινότανε μεταξύ των οικογενειών, που είχαν κάποια οικονομική ευχέρεια και μπορούσαν να ανταποκριθούν στα έξοδα που απαιτούσε η εφαρμογή της, αγοράζοντας όλα τα φαγητά (κρέας, τυριά, μακαρόνια, φρούτα) από τον μεγαλύτερο της συντροφιάς και στο τέλος πληρωνόταν ο λογαριασμός από όλους τους, αναλόγως με τα μέλη της οικογένειας του καθενός. Έφερναν, όμως και πολλοί από αυτούς από τα σπίτια τους, γλυκά, φρούτα ή ό,τι άλλο φαγητό είχε ξέχωρα ετοιμασμένο στο σπίτι η κάθε οικογένεια.
3. Κατά μία άλλη μορφή συνεστιάσεων, οι συνδαιτημόνες έφερναν από τα σπίτια τους όλα τα φαγητά κρέας, τυριά, κρασιά, φρούτα) εκτός από τη μακαρονάδα, η οποία παρασκευαζόταν στο σπίτι της γιαγιάς και μάλιστα με έξοδά της.
Και κατά τα τρία, όμως, είδη συνεστιάσεως παρατίθενταν υποχρεωτικώς: α) γαλατόπιτα ή κολοκυθοτραχανόπιτα, β) μακαρονάδες της εποχής εκείνης, οι οποίες γίνονταν αποκλειστικώς με χειροποίητα μακαρόνια χωριάτικα, γιατί σαν τα σημερινά μακαρόνια σπάνια παρουσιάζονταν στα χωριά μας, γ) απαραίτητο, επίσης, συμπλήρωμα της όμορφης εκείνης συγκέντρωσης της πρώτης Κυριακής των Απόκρεω, ήταν η παράθεση καλοψημένου χωριάτικου λουκάνικου, που είχε μέσα και φλούδες πορτοκάλι (σ.σ. Μπορεί να μου πει κάποιος πού μπορώ να βρω;).
Επίσης, μετά τα μεσάνυχτα της Πρώτης Κυριακής των Απόκρεω σταματούσαν να σερβίρουν κρέας ή ψάρι ή βακαλάο, γιατί άρχιζε η εβδομάδα της Τυροφάγου και ετηρείτο αυστηρώς από όλους, μικρούς και μεγάλους, η υπό της Εκκλησίας επιβαλλόμενη νηστεία.
Τέλος, μετά το φαγητό, επακολουθούσαν επιτραπέζια της εποχής εκείνης τραγούδια, γλέντι, χορός, πειράγματα, επισκέψεις μασκαράδων από τα συγγενικά, ιδίως, σπίτια και μετά τα μεσάνυχτα αναχωρούσαν όλοι για τα σπίτια τους, φωτιζόμενοι από τα λαδοφάναρα και πήγαιναν να ησυχάσουν και να περάσουν με υγεία, εγκαρτέρηση και υπομονή το μεγάλο της νηστείας πέλαγος.
Και τελειώνω, φίλοι αναγνώστες, με ένα αποκριάτικο τραγούδι:
Μια γριά, τσαμπόγρια, λάχανα μαγέρευε,
λάχανα με τραχανά, πίτες και λαχανικά,
και που τα μαγέρευε,
κει της ήρθε μια βουλή,
και της ήρθε μια βουλή,
για να πάει να παντρευτεί.
Δίνει μια του τσουκαλιού
κι άλλη μια του τετζεριού:
-Φάτε, σκύλοι, τα ζουμιά
κότες, τα λαχανικά!
Στο δρόμο που επήγαινε,
ένα γέρο απάντησε:
-Γέρο, μεις θα παντρευτούμε
και να νοικοκυρευτούμε!
Κι ο γέρος απ’ το φόβο του,
μπήκε μέσ’ στην εκκλησιά,
πήγε κι η γριά κοντά, μ’ ένα βάσταμα κεριά:
-Ή το γέρο μου θα πάρω
ή την εκκλησιά θα κάψω!
Και ο γέρος απ’ το φόβο,
μπήκε μέσα σ’ ένα φούρνο.
Πάει κι η γριά κοντά, μ’ ένα βάσταμα κλαριά:
-Ή το γέρο θα τον πάρω
ή τον φούρνο θα ανάψω!
Κι ο γέρος απ’ το φόβο του
έπεσε στη θάλασσα,
πάει κι η γριά κοντά,
με ντενεκέ στην αγκαλιά:
-Ή τον γέρο θα τον πάρω
ή τη θάλασσα θ’ αδειάσω!…