Γράφει ο Θωμάς Γαβριηλίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
ΟΤΑΝ Ο ΗΣΙΟΔΟΣ ΡΩΤΗΣΕ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ
-Πόσοι ήταν οι Έλληνες που εκστράτευσαν στην Τροία;
-Ο Όμηρος απάντησε:
Ήταν εφτά, οι πυροστιές της δυνατής φωτιάς. Στην καθεμιά πενήντα σούβλες με πενήντα σφάγια. Γύρω από κάθε σφάγιο τρεις φορές τριακόσιοι Αχαιοί υπήρχαν και περίμεναν να ψηθεί.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ (E.A. XIV, 147)
Όμηρος Ησιόδω ερωτήσαντι «πόσον το των Ελλήνων πλήθος το κατά της Ιλίου στρατεύσαν;».
1. Επτά έσαν μαλερού πυρός εσχάραι, εν δε εκάστη
2. πεντήκοντ’ οβελοί, περί δε κρέα πεντήκοντα,
3. τρις τριηκόσιοι περί εν κρέας ήσαν Αχαιοί.
ΣΧΟΛΙΑ
Ο άγνωστος ποιητής του παραπάνω αριθμητικού προβλήματος του 14 βιβλίου της Ε.Α. θεωρώντας σύγχρονους τον Όμηρο και τον Ησίοδο, παρουσιάζει τον δεύτερο να ρωτά τον πρώτο πόσοι ήταν οι Έλληνες που εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας, της γνωστής και ως
«η Ίλιος και το Ίλιον» και τον πρώτο, τον Όμηρο, να του απαντάει με ένα αριθμητικό πρόβλημα, υπονοώντας ότι ως σύγχρονοι και ομότεχνοι μπορεί να ήταν φίλοι αλλά, διόλου απίθανο, και ανταγωνιστές, που ο ένας δοκιμάζει τον άλλο.
ΗΣΙΟΔΟΣ ΑΣΚΡΑΙΟΣ
Οι πληροφορίες για τη ζωή του Ησίοδου αντλούνται, οι περισσότερες, από το σύγγραμμά του «Έργα και Ημέραι», που ευτυχώς διασώθηκε.
Γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, στην Άσκρα, μια κωμόπολη της Βοιωτίας που βρισκόταν στους πρόποδες του Ελικώνα, όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του και ασχολούνταν με τη γεωργία, όντας μετανάστης από την Κύμη της Αιολίας της Μικράς Ασίας, όπου ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία.
Πιο χαμηλά από την Άσκρα υπήρχαν οι Θεσπιές, η σπουδαιότερη μετά από τον Ορχομενό πόλη της περιοχής στην οποία, ως αστικό κέντρο που είχαν την έδρα τους οι άρχοντες του τόπου, πήγαιναν για τις διάφορες υποθέσεις οι κάτοικοι των γύρω οικισμών.
Ο Ησίοδος, που έγινε γεωργός, ακολουθώντας το επάγγελμα του πατέρα του, του οποίου δεν αναφέρει το όνομα, υπέφερε πολλά από τους αγροίκους τυράννους των Θεσπιών και βρήκε καταφύγιο στο θείο δώρο που του χάρισαν οι Μούσες του Ελικώνα, στο ποιητικό τάλαντο.
Άποικοι από την Πιερία είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Ελικώνα και είχαν ιδρύσει την Άσκρα αρκετά χρόνια πριν γεννηθεί ο Ησίοδος. Οι Πιέριοι εκείνοι άποικοι προκάλεσαν την ανάπτυξη κάποιας νέας ποίησης και οι Πιερίδες Μούσες, που είχαν μετοικήσει μαζί με τους Πιέριους στον Ελικώνα, δεν άργησαν να μεταμορφωθούν σε Ελικωνίδες Μούσες, στις οποίες οι γηγενείς κάτοικοι πρόσφεραν θυσίες και οργάνωναν διάφορες λατρευτικές τελετές, χορούς και πανηγύρια.
Ζώντας μέσα σε ένα περιβάλλον λατρείας των Μουσών ο Ησίοδος δεν άργησε να γίνει ένθερμος οπαδός τους.
ΠΟΤΕ ΕΖΗΣΕ Ο ΗΣΙΟΔΟΣ
Ο Ησίοδος πρέπει να έζησε στα μέσα και προς το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα (750-70 π.Χ.).
Είχε έναν αδερφό που ονομαζόταν Πέρσης και ήταν οκνηρός και άρπαγας, ο οποίος κατάφερε δωροδοκώντας δικαστές να αδικήσει τον Ησίοδο αλλά και άλλους συμπατριώτες του. Σ’ αυτόν τον αδερφό του απηύθυνε ο Ησίοδος το ποίημά του «Έργα και Ημέραι» προτρέποντάς τον να αγαπά τη δικαιοσύνη και την εργασία, επειδή, όπως πίστευε «η εργασία δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι η αποφυγή της εργασίας».
Έργα του Ησίοδου, εκτός από το «Έργα και Ημέραι», θεωρούνται και τα τιτλοφορούμενα «Θεογονία» και «Ηοίαι», το οποίο είναι Κατάλογος Γυναικών οι οποίες από θεούς γέννησαν ήρωες.
Στον Ησίοδο αποδίδονταν από αρχαίους συγγραφείς και άλλα έργα, τα οποία ως μη γνήσια δεν τα αναφέρω, ενώ σημειώνω ότι ο περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει ότι οι Βοιωτοί της περιοχής του Ελικώνα, στην εποχή του, αναγνώριζαν ως γνήσιο έργο του Ησίοδου μόνο το «Έργα και Ημέραι».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΗΣΙΟΔΟΥ
Υπήρχε μια παράδοση που έλεγε ότι είχε δοθεί χρησμός στον Ησίοδο, που τον πληροφορούσε ότι έπρεπε να φυλαχθεί από το άλσος του Νεμείου Διός, διότι εκεί του ήταν γραφτό να πεθάνει.
Αποφεύγοντας λοιπόν ο Ησίοδος τη Νεμέα της Πελοποννήσου πήγε στην Οινόη της Λοκρίδας χωρίς να ξέρει ότι αυτή αποκαλούνταν και «Διός Νεμείου ιερόν».
Εκεί λοιπόν, όπως ήταν το πεπρωμένο του, σκοτώθηκε από κάποιους, που νόμιζαν ότι είχε αποπλανήσει την αδερφή τους, και το πτώμα του πετάχτηκε στη θάλασσα, από την οποία όμως, έπειτα από τρεις ημέρες, μια αγέλη δελφινιών το έβγαλε στη στεριά. Εκεί το βρήκαν οι ντόπιοι, που έτυχε εκείνη την ημέρα να κάνουν μια γιορτή στην ακρογιαλιά, τον αναγνώρισαν και τον έθαψαν με μεγάλες τιμές στο ιερό του Νεμείου Διός της Οινόης. Οι φονιάδες του, άλλοι λένε ότι φεύγοντας πνίχτηκαν και άλλοι ότι σφάχτηκαν.
Στα αρχαία χρόνια δείχνονταν δύο τάφοι του Ησίοδου, ο ένας στη Λοκρίδα, στο Ιερό του Νεμείου Διός, και ο άλλος στον βοιωτικό Ορχομενό, όπου άλλοι πίστευαν ότι είχαν μεταφερθεί τα οστά του από τη Λοκρίδα και άλλοι από την Άσκρα, τη γενέτειρα του Ησίοδου, όπου πίστευαν ότι είχε πεθάνει.
Σύμφωνα, τέλος, με τον Πλούταρχο, ένας μόνο τάφος του Ησίοδου υπήρχε, που βρισκόταν στη Λοκρίδα, αλλά που ήταν άγνωστος στους πολλούς, επειδή οι Λοκροί τον έκρυβαν για να μην πάρουν τα λείψανα του ποιητή οι Ορχομενοί…
Σύμφωνα με τις περισσότερες πληροφορίες πάνω στον τάφο του Ορχομενού ήταν γραμμένο το εξής επιτάφιο επίγραμμα:
1. Άσκρη μεν πατρίς πολυλήιος, αλλά θανόντος
2. οστέα πληξίππων γη Μινυών κατέχει
3. Ησιόδου, του πλείστον εν Ελλάδι κύδος ορείται
4. ανδρών κρινομένων εν βασάνω σοφίης.
Η ΑΠΟΔΟΣΗ
1. Η Άσκρα η πολύσπαρτη πατρίδα του είναι, αλλά του Ησίοδου,
2. από τότε που πέθανε, τα οστά του τα έχει
3. η γη των αλογατάρηδων των Μινυών.
4. Αυτού η δόξα η μεγάλη είναι ορατή στην Ελλάδα,
5. επειδή οι άνδρες κρίνονται με τη Λυδία Λίθο της σοφίας.
Αλλά και, επειδή, θα πρόσθετα, αν μου επιτρεπόταν, έναν λόγο του πάτα επίκαιρο, ο οποίος απλώνεται στους στίχους 96-97 της Θεογονίας του και λέει «Ο δ’ όλβιος, ον τινά Μούσαι φίλωνται» (=Ευλογημένος είναι εκείνος του οποίου οι Μούσες αγαπούν).
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με την αγγλική έκδοση της Ε.Α. οι Αχαιοί ήταν 315.000.
Η φωτογραφία: Ο Δούρειος ίππος όπως τον φαντάστηκε κάποιος στη σύγχρονη Τουρκία