Γράφει ο Θωμάς Γαβριηλίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Ο ΟΡΚΟΣ…
ΚΥΝΗΓΑΕΙ ΤΟΝ ΨΕΥΔΟΡΚΟ…
1. Γλαύκε, Επικυδείδη, το συμφερότερο τώρα για σένα αυτό είναι,
2. με ψεύτικον όρκο να νικήσεις και σαν λεία τα χρήματα ν’ αρπάξεις.
3. Ορκίσου, λοιπόν, αφού θάνατος και τον εύορκο περιμένει τον άνδρα
4. αλλά ο Όρκος, να ξέρεις, γιον έχει, που δεν έχει
5. ούτε όνομα, ούτε χέρια, ούτε πόδια, που όμως
6. κυνηγάει αδιάκοπα τον ψεύδορκο και δε σταματάει
7. μέχρι να πιάσει όλη μαζί και να αφανίσει τη γενιά του,
8. το σόι του και όλο του το σπιτομάζωμα,
9. ενώ του εύορκου άνδρα η γενιά με τα χρόνια γίνεται καλύτερη.
ΓΛΑΥΚ’ ΕΠΙΚΥΔΕΙΔΗ… (Ε.Α. XIV, (91)
1. Γλαυκ’ Επικυδείδη, το μεν αυτίκα κέρδιον ούτως,
2. όρκω νικήσει και χρήματα ληίσσασθαι.
3. Όμνυ’, επεί θάνατός γε και εύορκον μένει άνδρα,
4. αλλ’ Όρκου πάις εστίν ανώνυμος, ουδ’ έπι χείρες
5. ουδέ πόδες, κραιπνός δε μετέρχεται, εισόκε πάσαν
6. συμμάρψας ολέση γενεήν και οίκον άπαντα,
7. ανδρός δ’ ευόρκου γενεή μετόπισθεν αμείνων.
ΣΧΟΛΙΑ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο χρησμός αυτός δόθηκε από την Πυθία στον Σπαρτιάτη Γλαύκο Επικυδείδη, ο οποίος παρόλο που ήταν πασίγνωστος για την εντιμότητά του, μπήκε κάποτε στον πειρασμό να σφετεριστεί μια παρακαταθήκη που του είχε εμπιστευθεί ένας Μιλήσιος και να μην την επιστρέψει στα παιδιά του, τους νόμιμους δικαιούχους. Επειδή όμως δεν ήταν συνηθισμένος να κάνει αδικίες, πήγε στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει αν μπορούσε να οικειοποιηθεί τα χρήματα της παρακαταθήκης δίνοντας ψεύτικο όρκο, ότι δε θυμόταν τίποτε σχετικό με αυτήν.
Όταν άκουσε την απάντηση της Πυθίας, το χρησμό δηλαδή που μας απασχολεί σ’ αυτό το σημείωμα, ζήτησε συγγνώμη για το ερώτημα που έκανε στο Μαντείο και επέστρεψε τα χρήματα της παρακαταθήκης στους νόμιμους δικαιούχους, αλλά η Πυθία είπε ότι «το να ρωτήσει κανείς το θεό για τέτοιο πράγμα, είναι το ίδιο σαν να το έκανε».
2. ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤ΄ «ΕΡΑΤΩ» κεφ. 86
Την ιστορία του Σπαρτιάτη Γλαύκου Επικυδείδη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, την αφηγήθηκε στους Αθηναίους ο βασιλιάς της Σπάρτης Λευτυχίδης, όταν αρνήθηκαν να του επιστρέψουν κάποιους Αιγινήτες αιχμαλώτους, τους οποίους είχε παραδώσει στο παρελθόν σ’ αυτούς με τον όρο να τους επιστρέψουν, όταν τους το ζητήσει, και έχει ακριβώς ως εξής:
(ΛΕΥΤΥΧΙΔΗΣ): Αθηναίοι κάντε ό,τι θέλετε. Αν βέβαια τους επιστρέψετε, κάνετε όσιο έργο, αν όμως όχι, κάνετε το αντίθετο. Εγώ όμως θέλω να σας διηγηθώ τι συνέβη στη Σπάρτη με μια παρακαταθήκη. Εμείς οι Σπαρτιάτες πιστεύουμε ότι τρεις γενιές πριν από μένα ζούσε στη Λακεδαίμονα κάποιος Γλαύκος, γιος του Επικύδη. Αυτός ο άνθρωπος παραδεχόμαστε ότι και σ’ όλα τ’ άλλα του προτερήματα έφτασε στον ανώτερο βαθμό, κι ότι επίσης για τη δικαιοσύνη του είχε το καλύτερο όνομα απ’ όλους όσοι τον καιρό εκείνο κατοικούσαν στην Λακεδαίμονα. Σ’ αυτόν λοιπόν, λέγεται, ότι μια φορά συνέβη το εξής: Κάποιος Μιλήσιος ήρθε στη Σπάρτη και, αφού ζήτησε ακρόαση, του έκανε την εξής πρόταση: «Είμαι Μιλήσιος και ήρθα, Γλαύκε, για να απολαύσω τη δικαιοσύνη σου. Επειδή σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και στα μέρη της Ιωνίας (στη Μικρά Ασία) άκουσα πολλά για τη δικαιοσύνη σου, σκέφτηκα μέσα μου, επειδή η Ιωνία δεν είναι πάντα ασφαλής, ενώ η Πελοπόννησος βρίσκεται σε ασφάλεια, και επειδή βλέπω ότι εκεί ποτέ οι ίδιοι άνθρωποι δεν είναι κύριοι του πλούτου τους, παρατηρώντας όλα αυτά και σκεπτόμενος, αποφάσισα να μεταβάλω σε ρευστό χρήμα τη μισή περιουσία μου και να στη δώσω να μου τη φυλάξεις εσύ, γιατί είμαι βέβαιος ότι θα τη φυλάξεις στα σίγουρα. Σε παρακαλώ λοιπόν δέξου τα χρήματα, και αυτά σύμβολα να τα πάρεις και να τα φυλάξεις και όποιος έρθει με παρόμοια σύμβολα και σου ζητήσει τα χρήματα, σ’ αυτόν να τα δώσεις».
Αυτά είπε ο ξένος που ήρθε από τη Μίλητο, και ο Γλαύκος δέχτηκε τα χρήματα με τους όρους που είπαμε. Πέρασαν πολλά χρόνια και ήρθαν στη Σπάρτη τα παιδιά αυτού που έδωσε τα χρήματα για φύλαξη. Αντάμωσαν το Γλαύκο και δείχνοντας τα σύμβολα του ζητούσαν τα χρήματα. Τότε αυτός αρνήθηκε να δώσει τα χρήματα λέγοντας τα εξής: «Ούτε θυμάμαι το πράγμα ούτε κανένα απ’ όσα λέτε μπορώ να ξαναφέρω στο νου μου. Αν το θυμηθώ είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι πρέπει. Δηλαδή, αν πράγματι τα πήρα, να τα ξαναδώσω πολύ σωστά, αλλά, αν δεν τα πήρα, θα μεταχειριστώ εναντίον σας τους ελληνικούς νόμους. Μετά από τέσσερις μήνες λοιπόν από σήμερα θα σας δώσω απάντηση στο ζήτημά σας».
Οι Μιλήσιοι έφυγαν καταλυπημένοι θεωρώντας τα χρήματά τους χαμένα, ενώ ο Γλαύκος πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί το Μαντείο. Μόλις λοιπόν ρώτησε το Μαντείο αν μπορεί, παίρνοντας όρκο να καραχρασθεί τα χρήματα, η Πυθία του απάντησε με τα εξής λόγια: «Γλαύκε, γιε του Επικύδη, για την ώρα αυτό είναι επικερδέστερο, να νικήσεις με όρκο, κι έτσι να κρατήσεις τα χρήματα. Πάρε όρκο, αφού κι εκείνον που φυλάει τον όρκο του το ίδιο τον παίρνει ο θάνατος. Μα από τον όρκο γεννιέται ένα παιδί χωρίς όνομα και χωρίς χέρια και πόδια, αλλά μολαταύτα τούτο καταδιώκει πολύ γρήγορα τον ένοχο μέχρι που να τον φτάσει και να καταστρέψει όλη τη γενιά του και το σπίτι του. Η γενιά όμως του ανθρώπου που κρατάει τον όρκο του είναι ευτυχέστερη και στον υπόλοιπο χρόνο».
Σαν τ’ άκουσε αυτά ο Γλαύκος ζήτησε συγνώμη απ’ το θεό για όσα είπε. Η Πυθία όμως είπε ότι το να ρωτήσει κανείς το θεό για τέτοιο πράγμα είναι το ίδιο σαν να το έκανε.
Ο Γλαύκος τότε προσκάλεσε τους Μιλησίους ξένους και τους έδωσε πίσω τα χρήματα.
Ακούστε τώρα, Αθηναίοι, (είπε ο Λευτυχίδης) γιατί σας είπα τα παραπάνω. Σήμερα δεν έχει μείνει κανένας απόγονος του Γλαύκου ούτε κανένα τζάκι που να μπορεί να πει κάποιος ότι του ανήκει. Έχει ξεκληριστεί σύριζα από τη Σπάρτη η γενιά του.
Σημείωση α: Ο βασιλιάς της Σπάρτης Λευτυχίδης είχε παραδώσει στους Αθηναίους τους Αιγινήτες αιχμαλώτους όταν ζούσε ακόμη ο συμβασιλέας του Κλεομένης, όταν όμως τους ζήτησε πίσω, ο Κλεομένης δεν ζούσε πλέον και οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να επιστρέψουν τους Αιγινήτες αιχμαλώτους στο Λευτυχίδη λέγοντας ότι δεν μπορούσαν να τους παραδώσουν σε έναν βασιλιά, ενώ τους είχαν πάρει ότι υπήρχαν δύο βασιλιάδες…
Σημείωση β: Το σύμβολο ήταν ένα μεταλλικό συνήθως, αντικείμενο χωρισμένο σε δύο κομμάτια που κρατούσαν από ένα οι συμβαλλόμενοι.
Το σύστημα αυτό υπήρχε στην Ελλάδα και στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Κάποιες σφραγίδες ήταν χωρισμένες σε δύο κομμάτια, οπότε για να σφραγιστεί ένα έγγραφο έπρεπε να παραβρίσκονται και οι δύο δημογέροντες που κρατούσαν από ένα. Επειδή στις σφραγίδες υπήρχε χαραγμένο συνήθως κάποιο κεφάλι σπουδαίου ανδρός ή και του ίδιου του Σωτήρος Χριστού, εκείνος που κρατούσε τη μισή σφραγίδα (σύμβολο) αποκαλούνταν «Μισοκέφαλος».
Φωτογραφία: Η Θόλος των Δελφών