Σε μία από τις πλέον σημαντικές Ομάδες Εργασίας, στην κομβικής σημασίας Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη για τον Έλεγχο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας που διεξήχθη στις 3 Απριλίου και 4 Απριλίου στο Καβούρι, είχε την τιμή να Προεδρεύσει ο Αναπληρωτής Γραμματέας ΚΟ της ΝΔ και Βουλευτής Ημαθίας κ. Λάζαρος Τσαβδαρίδης, με την ιδιότητα του ως Προέδρου της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής των Ελλήνων.
Στη συγκεκριμένη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε μέσα στα πλαίσια της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έλαβαν μέρος ως ομιλητές, η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Βαρόνη Catherine Ashton, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Elmar Brok, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος, ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Ευάγγελος Μεϊμαράκης, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, καθώς και πλήθος άλλων Αξιωματούχων και πολιτικών και στρατιωτικών αναλυτών από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο κ. Τσαβδαρίδης, προήδρευσε στην Τρίτη Ομάδα Εργασίας της Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης με θέμα «η ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων στα πλαίσια της ΚΠΑΑ: διαδικασία λήψης αποφάσεων και κοινοβουλευτικές πρακτικές», με εισηγητή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Seimas, κ. Audronius Azurbalis από τη Λιθουανία και ομιλητές την Πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Ολλανδικής Βουλής των Αντιπροσώπων κα Angelien Eijsink, το μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Ioan Mircea Pascu και το μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερμανικής Bundestag, κ. Roderich Kiesewetter.
Στον χαιρετισμό του ο κ. Τσαβδαρίδης ανέφερε αναλυτικά τα εξής:
«Αποτελεί για μένα ιδιαίτερο προνόμιο η ευκαιρία να βρίσκομαι εδώ μαζί σας και να απευθυνθώ σε ένα τόσο εκλεκτό και διακεκριμένο ακροατήριο. Προσδοκώ σήμερα εδώ να λάβουμε τη συλλογική πείρα όλων των συμμετεχόντων και θα ήταν ευτυχία να καταφέρουμε να τη μετατρέψουμε σε συγκεκριμένη πράξη.
Αισθάνομαι ιδιαίτερη ευχαρίστηση αλλά και ευθύνη, συμμετέχοντας σε μια προσπάθεια προώθησης ενός γόνιμου διαλόγου για την Ευρωπαϊκή Αμυντική συνεργασία, για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Κοινής Πολιτικής Αμυνας και Ασφάλειας, προς την κατεύθυνση της προαγωγής της αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της Άμυνας και Ασφάλειας.
Και ξέρετε έχει πολύ μεγάλη σημασία σήμερα η εδραίωση ενός κλίματος συνεργασίας, εμπιστοσύνης και ασφάλειας, με τις γνωστές δημοσιονομικές, γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αναταράξεις εντός και πλησίον της Ευρώπης.. Σοβαρά ζητήματα που απαιτούν σκέψη, μακρόπνοο όραμα και πραγματική συστράτευση όλων μας, για την αντιμετώπισή τους.
Θα προσθέσω ότι αυτό το μακροπρόθεσμο ευρωπαϊκό όραμα πρέπει κυρίως να βασίζεται στην ενίσχυση και την εφαρμογή μιας αξιόπιστης, συνεκτικής, βιώσιμης και αυτόφωτης Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, που να μη γίνεται αντιληπτή ως πλεονάζουσα πολυτέλεια, αλλά ως κρίσιμη αναγκαιότητα, η οποία επιβάλλεται από την αστάθμητη ρευστότητα των παγκόσμιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Αυτό σημαίνει ότι στη διαμόρφωση της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, θα πρέπει να προβλέπουμε όλες τις αναγκαίες δράσεις όχι μόνο για την εξασφάλιση της πολιτικής στήριξης, αλλά και για την εγκαθίδρυση της θεσμικής και νομικής βάσης, η οποία θα διευκολύνει:
► τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και δη της βελτίωσης των μηχανισμών λήψης των αποφάσεων
► την ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων σε χρόνους παραδεκτούς με την κατάλληλη νομιμοποιητική βάση (διεθνές δίκαιο)
► την παράλληλη ανάπτυξη του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, ο οποίος θα παρέχει τα εργαλεία για τη διαδραστική συνέργεια πολιτικής και υποστηρικτικών μέσων.
Θα ήθελα να ξεκινήσω υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η Διακοινοβουλευτική διάσκεψη έπεται, μόλις λίγους μήνες, των Συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 2013. Θεωρώ ότι τα επιτεύγματα του Συμβουλίου θέτουν το γενικό πλαίσιο για την εφαρμογή των πρωτοβουλιών της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Σαφώς δεν έγιναν οι αναμενόμενες τολμηρές τομές τόσο στην κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, ως παρόχου ασφαλείας, όσο και στις πτυχές της ανάπτυξης δυνατοτήτων της αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζήτησε, για πρώτη φορά μετά το 2008, θέματα ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ και έδωσε συγκεκριμένες κατευθύνσεις σε συγκεκριμένα πεδία δράσεων όπου ομολογουμένως υπάρχουν αδυναμίες:
• Η περαιτέρω βελτίωση της αποτελεσματικότητας της «συνεκτικής προσέγγισης» (‘comprehensive approach’) της ΕΕ για την αντιμετώπιση κρίσεων.
• Η ανάγκη βελτίωσης των δυνατοτήτων ταχείας αντίδρασης της ΕΕ για την αντιμετώπιση κρίσεων (rapid response) με στρατιωτικά μέσα κυρίως μέσω των Τακτικών Σχηματισμών Μάχης-Battlegroups.
• Η αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων ασφαλείας συμπεριλαμβανομένου και του θέματος της επεξεργασίας μίας Στρατηγικής της ΕΕ για τη θαλάσσια ασφάλεια, που αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας.
• Η εκτίμηση των αλλαγών στο παγκόσμιο περιβάλλον ασφαλείας, αλλά και των συναφών προκλήσεων και δυνατοτήτων της ΕΕ.
• Η συστηματική αντιμετώπιση του θέματος της ανάπτυξης των (στρατιωτικών και μη) δυνατοτήτων της ΕΕ.
• Η ανάπτυξη κινήτρων και καινοτόμων προσεγγίσεων για την προώθηση της συνεργασίας στον τομέα της ανάπτυξης των στρατιωτικών δυνατοτήτων, μέσω και των συναφών προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (ΕΟΑ).
• Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στον τομέα της άμυνας, για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας και ασφάλειας εφοδιασμού, χωρίς αποκλεισμούς, με ευκαιρίες για την αμυντική βιομηχανία, κατά τρόπο ισόρροπο και με πλήρη σεβασμό της νομοθεσίας της ΕΕ.
• Η προώθηση της έρευνας και τεχνολογίας σε θέματα άμυνας.
• Η ανάπτυξη αμυντικών βιομηχανικών προτύπων.
• Η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τομέα της άμυνας.
Είναι καιρός να αντιληφθούμε τις αναδυόμενες μεταβολές και να ξεπεράσουμε τις όποιες διαπιστωμένες θεσμικές ανησυχίες, να προγραμματίσουμε τις περαιτέρω δράσεις μας, να ξεπεράσουμε την κόπωση της ΚΠΑΑ και να εγκαινιάσουμε μια νέα στρατηγική εποχή για την Ευρώπη. Να αξιοποιήσουμε τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λισσαβώνας περί «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας», να δώσουμε έμφαση στην ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ ΕΕ-ΝΑΤΟ αξιοποιώντας τις πρωτοβουλίες Smart Defence & Pooling and Sharing, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την ανάγκη σεβασμού στην αρχή της αυτονομίας λήψεως αποφάσεων, εκατέρωθεν, κ.α.
Έχω την εντύπωση ότι, πλέον, έχουμε κουραστεί να παρατηρούμε πρωτοβουλίες ασυντόνιστες και συχνά αντιφατικές, όπου το εθνικό στοιχείο προεξάρχει του συλλογικού με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται δραστηριότητες ενίοτε βεβιασμένες, συχνά διστακτικές και σε τελευταία ανάλυση, ουσιαστικά αναποτελεσματικές. Και που όλα τούτα; Σε ένα τομέα τόσο σημαντικό για τη σταθερότητα, την ευημερία, την πρόοδο των πολιτών της ΕΕ, τον τομέα της Άμυνας και Ασφάλειας.
Επιβάλλεται, συνεπώς, όλοι μας, ξεκινώντας από εμάς τους Βουλευτές και τα Κοινοβούλια μας, οι φορείς των οργανωμένων και σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών μας, να εργαστούμε από κοινού.
Να παρουσιάσουμε με ειλικρίνεια και καθαρά τις απόψεις μας και μέσα από δημιουργικό διάλογο να βρούμε τη χρυσή εκείνη τομή ώστε οι συνιστώσες της κοινής δράσης, μαζί με τις σχετικές προτεραιότητες που θα καθοριστούν, να μας οδηγήσουν στα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Πρέπει να επανεκτιμήσουμε τις στρατηγικές μας, και αν χρειασθεί, που νομίζω ότι χρειάζεται, να προσαρμόσουμε περαιτέρω τους θεσμούς μας. Πως λειτούργησε η οικονομική ενοποίηση; Από το γεγονός ότι στα οικονομικά θέματα η ίδια η ΕΕ προίκισε τον εαυτό της με τους αναγκαίους θεσμούς. Οι θεσμοί αυτοί λοιπόν που της επέτρεψαν να εκφράζεται ενιαία και να προωθεί τα οικονομικά συμφέροντά της, και εν προκειμένω, όχι πάντα και με τρόπο αποτελεσματικό, η χώρα μου και οι Έλληνες πολίτες έχουν πληγεί έντονα από αυτή τη διεθνή δημοσιονομική καταιγίδα και τη μη συλλογική αντιμετώπιση από την εκκίνησή της. Σκεφτείτε τι γίνεται στον πολιτικό και αμυντικό τομέα, όπου τα πολιτικά και θεσμικά κενά είναι υπαρκτά και είναι αναγκαίο να καλυφθούν όσο πιο αποτελεσματικά και άμεσα γίνεται.
Αντιλαμβάνομαι ότι η συζήτηση για τον τρόπο λήψης αποφάσεων, σε τέτοια ζητήματα, και η συζήτηση για την ανάπτυξη και λειτουργία συγκεκριμένων θεσμών, στο πολιτικό και αμυντικό πεδίο, έχει αναπόσπαστη διαδραστική σχέση με πέντε θεμελιώδη ζητήματα:
1. Η διασφάλιση κατά τρόπο σαφή και απόλυτο της ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας και του απαραβίαστου των συνόρων των κρατών - μελών της Ένωσης.
2. Το πρότυπο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
3. Την έκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, μέσω της εμβάθυνσης.
4. Τον βαθμό συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη νομοθετική διαδικασία και την επιζητούμενη ποιότητα δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνονται στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Την αναζήτηση των νέων ορίων μεταξύ μίας συνεπούς εφαρμογής, όσων ρητά προβλέπονται, ως προς τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και μίας αυξημένης αποτελεσματικότητας της δράσης της ΕΕ και από την άλλη της ρεαλιστικής ανάγκης ουσιαστικής εσωτερικής νομιμοποίησης στα κράτη των πολιτικών επιλογών που λαμβάνει η Ένωση και που εθνικές Κυβερνήσεις και εθνικά Κοινοβούλια καλούνται να υιοθετήσουν και εφαρμόσουν.
Επιβάλλεται, λοιπόν, να συνεργασθούμε στενά, ειδικά στα θέματα ασφάλειας και προστασίας των πολιτών, με παράλληλο σεβασμό των αρχών και των κανόνων του διεθνούς δικαίου και της εθνικής κυριαρχίας.
Και γνωρίζετε πολύ καλά, και με τις εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο και τη Βόρειο Αφρική, ότι τα θέματα αυτά δεν αφορούν πλέον μόνο στους «ειδικούς» ή ένα πολύ περιορισμένο ακροατήριο. Αντίθετα, αφορούν και επηρεάζουν όλους μας, ακόμη και την καθημερινότητά μας.
Σαφώς και δεν αμφισβητώ βέβαια το γεγονός ότι ο δρόμος για την πλήρη συνεργασία, τη διαμόρφωση κοινών στρατηγικών και δογμάτων, είναι ακόμη μακρύς και ιδιαίτερα δύσκολος. Όπως δεν αμφισβητώ και τα πολλά προβλήματα που εμφανίζονται στις προσπάθειες των μεταρρυθμίσεων και της αναγκαίας προσαρμογής σε νέες και πολλές φορές ρευστές καταστάσεις.
Αλλά ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος μας: να προχωρήσουμε μπροστά, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας∙ και η πρωταρχική μας ευθύνη είναι η ασφάλεια και η ευημερία των πολιτών μας. Αυτός ας είναι ο οδηγός μας και στις σημερινές εργασίες της Ομάδος μας».