Του Ιωάννη Ιασ. Βελέντζα Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού
Φίλοι μου, καλή σας ημέρα,
και καλή χρονιά με περισσότερη ακρίβεια και αύξηση των κορόιδων που πιστεύουν στους δείκτες της οικονομίας.
Έτσι πάντως όπως εξελίσσονται τα γεγονότα, προτείνω από τώρα την αλλαγή του ονόματος της πατρίδας μας, από Ελλάδα σε ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΕΙΑ!
Και για να καταλάβεις καημένε ελληνάκο την κοροιδία, βγήκε ο αρμόδιος υπουργός και είπε ότι καταφέρανε σε αρκετά προιόντα μείωση τιμών 5%, και σταθεροποίηση.
Οι ανεκδιήγητοι θέλουν να τους πούμε και μπράβο, που οι τιμές αυξηθήκανε 85%, τις μειώσανε 5%, και σταθεροποιήσανε την αύξηση στο 80% και δοξάστε τους.
Προσπερνώ και τον «Παρθενώνα» της Μακεδονίας, κάποια στιγμή θα «πληκτρολογήσουμε», για τις διατηρητέες λινάτσες της αρχαιολογίας, στην οδό Κεντρικής, κάτι ψήνεται εκεί!
Φίλοι μου, παραμονές Χριστουγέννων και ενώ οδηγώ, ο μικρός Μητσάρας, μπαμπά πέθανε ο Καρράς.
Στην αρχή δεν κατάλαβα, αλλά στη συνέχεια τα δάκρυα αρχίσανε να τρέχουν!
Με τον Βασίλη σπουδάσαμε μαζί, χωρίς εκείνος να το ξέρει.
Βράδυ Σαββάτου, περιμένει ο χοντρούλης στην Καμάρα, στην Θεσσαλονίκη, μάλλον τον έχει στήσει το «αμόρε», κινητά δεν υπήρχαν τότε, οπότε το ένα μάτι στους δείκτες του ρολογιού και το άλλο στην Καμάρα!
Τα δευτερόλεπτα να φεύγουνε, τα λεπτά επίσης, οπότε κάποια στιγμή, αποφασίζει ο αφρατούλης και φεύγει.
Τσιμπάει μία μαλαματίνα και χωρίς να καταλάβει, είχε ξεμείνει.
Τώρα ψιθύρισε, πρέπει να συνεχίσουμε και με μία Γεωργιάδη, οπότε ξεκινά για τον φίλο του, το Γιωρίκα.
Μαζεμένοι όλοι, ο Γιωρίκας, ο Κωστίκας και ο Θανάσης, με τις κοπέλες τους και το μπακούρι!
Τι έπαθες ρε Βελέντζα, πως είσαι έτσι, … πιάσε μία Γεωργιάδη να πνίξουμε τον καημό μας στο ποτό και ξαφνικά ο Κωστίκας, γνωστό γατόνι, αμέσως κατάλαβε, απευθύνεται στο έτερο ήμισυ και σε αυστηρό τόνο:
«πές του τώρα τι ακριβώς συμβαίνει με την κολλητή σου, πες του την αλήθεια, τώρα, αρκετά πια με την κοροιδία».
Να ξέρεις η Συμέλα είναι με τον Περικλή, αυτόν γούσταρε πάντα, και κατά κάποιο τρόπο σε χρησιμοποίησε.
Όχι κατά κάποιο τρόπο πετάχτηκε ο Κωστίκας, αλλά ξεκάθαρα, συνέχεια έπαιζε μαζί του!
Εκείνη τη στιγμή τα χρειαστήκανε όλοι, γιατί ο Βελεντζάκος, άρχισε να αφρίζει, όπως ο αξέχαστος Λάμπρος Κωνσταντάρας, στην ταινία που δεν χούφτωσε τη μικρούλα , όταν έμαθε ότι η μικρούλα τον κορόιδευε!
Πες μας Βελέντζα, πόσο κάνει τρία επί εφτά, ογδόντα ένα τους απάντησα.
Ωχ, είπε ο Κωστίκας!
Βελέντζα, Θεσσαλονίκη βρίσκεται ο Βασίλης, ο Καρράς.
Μόλις είχε ακουστεί η μαγική λέξη!
Για πότε βρέθηκα στην είσοδο της πολυκατοικίας και να χτυπώ το θυροτηλέφωνο:
«άντε μακάκες θα κατεβείτε, σας περιμένω»!
Και έτσι βρεθήκαμε στον Βασίλη μας!
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά και μπαίνοντας στο μαγαζί, να παίζει το άσμα «άστην να λέει, δεν έμαθε ποτέ της να αγαπά και είναι μόνη»!
Δεν είναι δυνατόν λέω στα κολλητάρια, είστε συνεννοημένοι και η συνέχεια ακόμη πιο «τρομακτική».
«Άλλοθι, δεν έχεις άλλοθι είσαι στο ψέμα σου αιχμάλωτη» και «απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις» και … η καψούρα τρώει μία κλωτσιά και το μαγαζί πήρε φωτιά, με τον Καρρά!
Η καψούρα φίλοι μου, δεν είναι κάτι κακό, είναι συναίσθημα, πόνος, δάκρυα και χαρές, όλα μαζί σε ένα!
Και βέβαια, όπως ο Μητσάρας, είπε, μπαμπά τι έγινε παρακάτω, συνεχίζω.
Μετά το μαγαζί, ξημερώματα για κουλουράκι σουσαμένιο στη Ροτόντα και κατευθείαν στο περίπτερο για τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Τις λατρεύαμε τότε.
Τώρα με το διαδίκτυο, όλα ξεφτίσανε, όλα χάσανε την αξία τους!
Και ο αδελφός ο Κωστίκας, εσείς φεύγετε, εγώ θα πάω μαζί του.
Βρεθήκαμε σπίτι, ρωτά ο Κωστίκας:
Λέγε Βελέντζα, πόσο κάνει τρία επί εφτά, πενήντα ένα απάντησα.
Ο Βασίλης σε έκανε καλύτερα, όλο και πλησιάζουμε, είπε ο «αδελφός».
Αφού τα είπαμε για λίγο, την άλλη μέρα, όρθιος και ο Κωστίκας πλέον σκληρός.
Σα δε ντρέπεσαι λίγο, όταν ρίχνεις άκυρο εσύ, είναι καλύτερα.
Ήθελες να μεγαλοπιαστείς, άντε πες μου τώρα που κοιμήθηκες πόσο κάνει τρία επί εφτά, είκοσι ένα απάντησα.
Άντε Ανάσταση, βαδίζουμε στο σωστό δρόμο.
Κωστίκα του είπα, δεν τηλεφωνείς τη δικιά σου, να κάνει ένα ταψί χυλοπίτες, από τις μεγάλες, με κόκκινη σάλτσα και μπόλικο τυράκι και να πάρει και ολίγη σάμαλι και να πάμε να φάμε και το βράδυ να πάμε στον Βασίλη;
Έτσι και έγινε, αλλά όπως καταλαβαίνετε, τζάμπα δεν πηγαίναμε, πολύ σύντομα άδεια η τσέπη και τηλέφωνο στο γέρο.
Πολυαγαπημένε μου πατέρα, …άσε ξέρω δεν έχεις μία, έλα πίσω μία μερίδα φαί περισσεύει.
Έτσι βρέθηκα στα πάτρια εδάφη, μήνα Δεκέμβριο και κάθε πρωί η κασέτα έπαιζε Βασίλαρο και η κυρά Φωφώ, Ιάσονα το παιδί μας δεν είναι καλά.
Κάθε πρωί ξυπνά και ακούει κάποιον Καρρά και «δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω». Λες να μείνει Καρδίτσα και να αφήσει το πανεπιστήμιο;
Φίλοι μου, ο Βασίλης λατρεύτηκε, γιατί ήταν ένας από εμάς, ήταν σαν και εμάς.
Σε τελική ανάλυση, σε όποιον αρέσουμε, επιλογή μας!
ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ!