Γράφει ο Θωμάς Γαβριηλίδης
Φιλόλογος-Συγγραφέας
Ψάχνοντας στα παλιά χαρτιά μου για να δω τι είχα φυλαγμένα, βρήκα μια φωτοτυπημένη σελίδα της μη εκδιδόμενης τώρα βεργιώτικης εβδομαδιαίας εφημερίδας «ΦΡΟΥΡΟΣ» των Σπανίδη-Ξανθόπουλου με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1974, της προπαραμονής δηλαδή των Χριστουγέννων του 1974, πριν από πενήντα χρόνια.
Στη σελίδα αυτή υπάρχουν τρία χριστουγεννιάτικα ποιήματα, του Στέλιου Σβαρνόπουλου, του Νίκου Αδαλόγλου και δικό μου, ένα από τα πρώτα ποιητικά φτερουγίσματά μου, τα οποία το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς (1974) αποτέλεσαν την πρώτη δημοσιευμένη ποιητική μου Συλλογή ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ.
Στην ίδια «χριστουγεννιάτικη» σελίδα του ΦΡΟΥΡΟΥ υπάρχει και το αφιέρωμα στα εκατό χρόνια από το θάνατο του Γεωργίου Τερτσέτη (1800-1874) γραμμένο σε πεζό λόγο από τον Ορέστη Σιδηρόπουλο, που το υπογράφει με τα αρχικά του: Ο.Σ.
Το σημερινό μου σημείωμα είναι αφιερωμένο στους τρεις αείμνηστους φίλους μου, Νίκο Αδαλόγλου, Στέλιο Σβαρνόπουλο και Ορέστη Σιδηρόπουλο, και περιλαμβάνει εκτός από τα χριστουγεννιάτικα ποιήματα, και αποσπάσματα από το αφιέρωμα στον Γεώργιο Τερτσέτη και ένα πρωτοχρονιάτικο ποίημα από την ποιητική μου Συλλογή ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, γραμμένο την 1 Ιανουαρίου του 1974, πριν από μισό αιώνα!
ΝΙΚΟΥ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»
Χριστούγεννα! Χτυπούν χαρούμενα οι καμπάνες πάλι
στις πολιτείες, στα χωριά.
Χριστούγεννα φωνάζουν μικροί μεγάλοι
για να δεχθούν μ’ αγάπη με χαρά μες στις καρδιές
το μικρούλη Χριστό
στην άγια τούτη μέρα της χαράς.
Ας ήτανε, Θεούλη μου, να γίνει σήμερα
μια φάτνη κάθε ανθρώπινη καρδιά,
για να δεχθεί ένα μικρό Χριστούλη.
Κι αντί για σμύρνα, λίβανο, χρυσό
να φέρουν οι τρανοί της γης
στην ανθρωπότητα
Ειρήνη, αγάπη, χαρά.
Σημείωση: Τα κείμενα των φίλων μου είναι προσαρμοσμένα στην ισχύουσα τώρα ορθογραφία.
ΣΤΕΛΙΟΥ ΣΒΑΡΝΟΠΟΥΛΟΥ «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ»
1. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ σημαίνουνε κι όλοι μας λαχταρούμε
2. τις παιδικές μας τις ψυχές πάλι να ξαναβρούμε
3. να ψάλλουμε χαρούμενα το «επί γης Ειρήνη»
4. την πίκρα να γλυκάνουμε με λίγη καλοσύνη.
5. Πάρε, Γιώργη, το τρίγωνο, Νίκο, το τουμπελέκι
6. κι εγώ με το ολοφώτιστο το σπήλαιο να μας φέγγει
7. τα χαρωπά μας βήματα σ’ όλη την πολιτεία
8. να πούμε αμέτρητες φορές «Αγγέλων η χορεία».
9. Χαράς κι ελπίδας μήνυμα να πάμε στον καθένα
10. πρίμο-σεκόντο ψάλλοντας τραγούδια ξεχασμένα
11. κι ίσως οι άδολες φωνές που θα βγουν απ’ τα χείλη
12. στις παγωμένες τις καρδιές φέρουν ζεστόν Απρίλη.
13. Χριστός γεννιέται, φίλοι μου, κι όλος ο κόσμος χαίρει
14. μα εκείνα τα αραπόπουλα που καρτερούν, ποιος ξέρει
15. πότε θα πάψει ο πόλεμος κι αυτά να λυτρωθούνε,
16. να παίξουν, να χορτάσουνε, τα κάλαντα να πούνε.
17. Τι κι αν θαρρούν πως ο Χριστός είχε θωριά δική τους
18. τον καρτερούνε πιο πολύ να βρουν τη λύτρωσή τους.
19. Τ’ αδύναμα χεράκια τους σε δέηση υψώνουν:
20. «Χριστέ, μας ελησμόνησες; Δε βλέπεις; Μας σταυρώνουν!».
21. Κάνε με θεία δύναμη τα όπλα να σιγάσουν
22. τα πάθη να ημερέψουνε, οι άνθρωποι να μονιάσουν
23. κι αντίς οβίδες και ναπάλμ το γέλιο να φωτίσει
24. σαν ήλιος αβασίλευτος σ’ ολάκερη τη ζήση.
ΟΡΕΣΤΗ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ»
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
«Οι καταγέλαστοι Έλληνες της αντιβασιλείας εσεμνύνονταν με στολές αργυρές, αεροπατούσαν με το κυμάτισμα των πτερών της κεφαλής, αλλά οι παράφρονες δεν εννοούσαν ότι εκείνα τα ασήμια ήταν πηγμένα με δάκρυα και αίμα ελληνικό. Έφεξε τέλος πάντων ημέρα ευτυχισμένη δια την Ελληνικήν φυλήν, ο λαός εκλέγει την Βουλή του, η Βουλή έχει την παντοδυναμίαν και από την φύσιν των πραγμάτων μια πολιτική ελληνική θέλει σχηματισθεί».
Το παραπάνω κείμενο δεν γράφτηκε τον Αύγουστο του 1974 από κάποιον όψιμο αντιστασιακό σαν και του λόγου μου, αλλά τον Αύγουστο του 1844 απ’ τον Γεώργιο Τερτσέτη… Αυτός και οι Πολυζωίδης υπήρξαν οι άνδρες που έσωσαν, όχι τον Κολοκοτρώνη (αυτός και πεθαμένος μένει ζωντανός) μα την τιμή του Έθνους…
Ο Τερτσέτης, γόνος Γαλλικής οικογένειας, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1800 και πέθανε στην Αθήνα το 1874. Συνομήλικος σχεδόν του Σολωμού πήρε κάτι από την τέχνη του. Μαζί κάναν αγώνα κατά του λογιοτατισμού και η προσφορά τους στη Δημοτική είναι ανεκτίμητη…
ΘΩΜΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
Α΄ «ΣΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ ΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ»
Η Παναγιά σαν σήμερα, πέρασαν τόσα χρόνια…,
σε μια σπηλιά, Μάνα φτωχή, το Λυτρωτή γεννά
και σαν νεογέννητο παιδί στη φάτνη τον ξαπλώνει,
τον φτωχοσπαργανώνει.
Ήταν χειμώνας, παγωνιά, κι ολόγυρα τα χιόνια,
μέσα στη φάτνη τ’ άχυρα, πορφύρες πουθενά,
κι η Παναγιά το βρέφος Της μονάνη το κοιμίζει,
το γλυκονανουρίζει…
Σαν πόσες μάνες σήμερα μετά από τόσα χρόνια,
αποδιωγμένες, έρημα παιδάκια, ορφανεμένα,
γέροι, που μες στη λησμονιά το τέλος τους σιμώνει
κι η μοναξιά τους ζώνει,
του κάκου λίγη ζεστασιά ζητούν απ’ τους ανθρώπους
κι απελπισμένοι σέρνονται… Ώσπου μια μέρα, κοίτα!
Βλέπουν ψηλά στον ουρανό το φεγγοβόλο αστέρι
που μοιάζει θείο χέρι
που δείχνει την Ανατολή και τους ανθρώπους κράζει
να ρθουν στη φάτνη τη φτωχή, ν’ ακούσουν τα «ωσαννά»
να βρουν αγάπη αληθινή, που και τους πάγους λιώνει
και τις ψυχές λυτρώνει…
Αδέρφια, που μας λύγισε τ’ άγριο το ξεροβόρι
κι η μοναξιά μας έγινε συντρόφισσα βουβή,
εμπρός, μη χάνουμε καιρό, στη Βηθλεέμ ας πάμε
κι ό,τι πολύ αγαπάμε
στης φάτνης το Νεογέννητο δώρο καρδιάς ας γίνει,
δώρο μικρό που τη χαρά της προσφοράς κερνά,
κι όταν στη φάτνη Του σιμά σαν φίλους του μας νιώσει,
αγάπη σαν Του δώσουμε, γαλήνη θα μας δώσει.
Β΄ Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
(1-1-1974)
Κι άλλος χρόνος μας φεύγει, τι μπόρες
φορτωμένος, τι πίκρες, καρδιά μου!
Αχ! Κι εκείνες οι απέραντες ώρες
πώς καρφώθηκαν στα σωθικά μου;
Πώς μας έχουν αλλάξει… Δεν είδες
τα σημάδια τους που κουβαλούμε;
Και χαρές ήρθαν βέβαια λίγες
μα γι’ αυτές τώρα πια δε μιλούμε…
Τις χαμένες, θυμάσαι, πατρίδες
που ποθούσαμε τόσο να δούμε
και κρυφές κανακεύαμε ελπίδες
πως κοντεύαμε να τις χαρούμε;
Τραπεζούντα, Αργυρούπολη, Κρώμη,
πρώτη ποια και στερνή ποια να πούμε
μικρασιάτικη πόλη, κι ακόμη
έτσι αδάκρυτοι να καρετρούμε;
Κι άλλος χρόνος μας φεύγει, μ’ ας πάει,
αφού πίσω να γείρει δεν σώνει,
όμως, κοίτα, καρδιά μου, γελάει
η καινούργια χρονιά που σιμώνει.