Γράφει ο Χρήστος
Μπλατσιώτης
Οι πρώτες παρέες που έκανα στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν τέτοιες που κάποια στιγμή ένας από αυτούς, ο μεγαλύτερος όλων μας, μου πρότεινε να γραφτώ κι εγώ σε ένα γκρουπ που το έλεγαν ΠΑΜΚ και ήταν τμήμα μιας άλλης ομάδας που την έλεγαν νεολαία ΠΑΣΟΚ. Ούτε που ήξερα τότε τι σημαίνουν και τι εκπροσωπούν αυτά τα αρχικά. Ήταν όμως οι φίλοι μου εκεί και αυτό μου φαίνονταν καλό. Ούτως ή άλλως, μαζί ήμασταν στο σχολείο, μαζί στα φροντιστήρια, μαζί στον Φίλιππο, μαζί παντού. Ήθελα όμως πρώτα να ενημερώσω τους γονείς μου κι έτσι το είπα στη μητέρα μου. Ένιωσα αμέσως τον «ταμπλά» που της ήλθε όταν το άκουσε και μη σας πω, ακόμη το θυμάμαι.
«Δεν έχεις καμιά δουλειά με αυτά» μου το ξέκοψε αμέσως.
Τι να κάνω κι εγώ, την άκουσα, ούτε καν το ξανασυζήτησα και λίγες μέρες μετά, με πήρε από το χέρι (που λέει ο λόγος) και πήγαμε σε ένα γραφείο στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας με είσοδο από τη σημερινή Ζωγιoπούλου και γωνία με τη Μητροπόλεως. Την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας προσπάθησα να διαβάσω την πινακίδα που ήταν κολλημένη στο μέσο της, μήπως και καταλάβω που στο καλό με είχε πάει. Εκείνο που μου έκανε αμέσως εντύπωση και τράβηξε την προσοχή μου ήταν ένας αναμμένος πυρσός που ήταν σχηματισμένος στην πινακίδα, ανάμεσα από δύο κεφαλαία γράμματα, το Ν και το Δ.
Αναρωτήθηκα τι να ήταν αυτό το μέρος όμως δεν πρόλαβα να ρωτήσω διότι αμέσως άνοιξε η πόρτα κι ένας καλοντυμένος κύριος μιας κάποιας ηλικίας, μας καλωσόρισε ευγενέστατα. Μάλιστα απευθύνθηκε στη μητέρα μου λέγοντάς την «κυρία Μπλατσιώτη» και φάνηκε ότι ήμασταν σε ένα γνώριμο περιβάλλον της.
Μετά την ολιγόλεπτη συνομιλία που είχαν μεταξύ τους, την άκουσα να ζητά «που είναι ο Μανώλης» και τότε από το βάθος του γραφείου, μας πλησίασε ένας χαμογελαστός νεαρός που κι αυτός χαιρέτησε ονομαστικά την «κυρία Ζωή» και η μητέρα μου σχεδόν με παράδωσε στα χέρια του. «Ο γιός μου, ο Χρήστος» του είπε και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Το γραφείο όπου είχαμε πάει με τη μητέρα μου, εάν δεν το καταλάβατε ακόμη, ήταν το γραφείο της Νέας Δημοκρατίας στη Βέροια, ο ευγενέστατος κύριος που μας υποδέχθηκε ήταν ο κύριος Θεμελής Θεμελής, διευθυντής τότε του κόμματος στην Ημαθία και ο Μανώλης που με «ανέλαβε» ήταν ο Μανώλης Μπουτζόλας, Πρόεδρος τότε της ΟΝΝΕΔ στη Βέροια και στην Ημαθία.
Δεν ξέρω εάν έτυχε ή εάν πέτυχε, ξέρω όμως πολύ καλά ότι σε λίγο καιρό εκείνο το γραφείο έγινε το δεύτερο σπίτι μου. Ο Μανώλης έγινε ο μεγάλος μου αδελφός και ήταν αυτός που μπορούσε να μας κάνει όλους που είμασταν μαζί του (και ήμασταν πολλοί τότε…) μια μεγάλη παρέα, μια οικογένεια μπορώ να πω, που πέρα από τις εκδηλώσεις, τις αφισοκολλήσεις, τις εφημερίδες τοίχου, τα σεμινάρια και όλα τα κομματικά, διασκεδάζαμε όλοι μαζί, τρώγαμε και πίναμε όλοι μαζί, γιορτάζαμε όλοι μαζί, κάναμε εκδρομές όλοι μαζί, ζούσαμε και μολογούσαμε έρωτες με τα κορίτσια της οργάνωσής μας, της ΟΝΝΕΔ μας.
Κεντρικός συνδετικός κρίκος όλων αυτών ήταν ο Μανώλης μαζί και με άλλους όπως ο Μπίλης, ο Χρήστος, ο Σάκης αλλά και ο Γιώργος (ο προηγούμενος πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ) ο οποίος όποτε έρχονταν στη Βέροια, πάντα αφιέρωνε χρόνο μαζί μας. Ο Μανώλης όμως ήταν αυτός που ήταν συνεχώς δίπλα μας, να μας ακούσει, να μας καθοδηγήσει, να μας μαλώσει ή να χαρεί μαζί μας. Να μας μάθει ότι για να μας σέβονται οι άλλοι πρέπει πρώτα να τους σεβόμαστε εμείς.
Ο Μανώλης Μπουτζόλας λειτουργούσε έχοντας πλήρη επίγνωση της θέσης που κατείχε, των ευθυνών που είχε επωμισθεί και των καθηκόντων που είχε αναλάβει. Είχε διαδεχθεί τον εμβληματικό Γιώργο Παπαστάμκο στην προεδρία της ΟΝΝΕΔ Βέροιας – Ημαθίας και ήξερε ότι είχε πάρει τη σκυτάλη από έναν γνήσιο εκφραστή των φιλελεύθερων ιδεολογικών αρχών της Νέας Δημοκρατίας και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Κράτησε την Οργάνωση με την ίδια σοβαρότητα, με την ίδια ιδεολογική συνέπεια, στα ίδια πλαίσια και δεν παρέκκλινε ποτέ από αυτά όποιες κι αν ήταν οι προκλήσεις. Νεολαίοι και καθοδηγητές εκείνης της ΟΝΝΕΔ Βέροιας, όπως ο Ευριπίδης Ζαρκάδας, ο Γιώργος Παπαστάμκος, ο Μανώλης Μπουτζόλας, ο Χρήστος Γιαννακάκης, ο Σάκης Κεχαγιόγλου και άλλοι, μας κράτησαν συνειδητά στο φιλελεύθερο κέντρο, μας κράτησαν εξίσου συνειδητά μακριά από ακρότητες και μας μετέδωσαν μια ιδεολογική φλόγα στάσης και άποψης, η θέρμη της οποίας εξακολουθεί να σιγοκαίει μέσα μας.
Παιδιά του Λυκείου και του Γυμνασίου ακόμη εμείς, ακούγαμε τον Μανώλη Μπουτζόλα επειδή τον εμπιστευόμασταν, τον θαυμάζαμε και τον εκτιμούσαμε ολόψυχα διότι πέρα από χρυσή καρδιά και καλός άνθρωπος, ήταν ο δικός μας Μανώλης, ήταν ο αδελφός μας, ήταν ο Πρόεδρος της καρδιάς μας.
Τον Μανώλη τον χάσαμε προχθές και αυτό είναι το άσχημο νέο με το οποίο ξεκίνησε η χρονιά μας. Το καλό νέο είναι ότι ξαναθυμηθήκαμε τις στιγμές που περάσαμε μαζί του. Και ήταν πολύ ωραίες και αξέχαστε στιγμές, πιστέψτε με.
Συλλυπητήρια στους δικούς του.
Καλό παράδεισο να έχεις ΠΡΟΕΔΡΕ.
Για εμάς θα μείνεις αξέχαστος.