Του Πάρη Παπακανάκη
Για εμάς, τα παιδιά της γενιάς που μεγαλώσαμε χωρίς το “προνόμιο της οθόνης”, οι ημέρες του δωδεκαήμερου είχαν (και έχουν ως σήμερα) μια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία! Διακοπή των σχολικών μαθημάτων, ολοήμερο παιχνίδι στις αλάνες της γειτονιάς με γεύματα στο “πόδι” (συνήθως μια βρεγμένη φέτα ψωμιού πασπαλισμένη με ζάχαρη) και το βράδυ αραδιασμένα δίπλα-δίπλα αδέρφια, ξαδέρφια, γειτονόπουλα πάνω σε μια ιδιότυπη κατασκευή μεγάλου κρεβατιού (τη γνωστή στους μεγαλύτερους “στρωματσάδα”), με τον φωτισμό της ξυλόσομπας μονάχα, βιώναμε με την παιδική μας φαντασία το “ζωντάνεμα” πλήθους μυθικών πλασμάτων, μέσα από τη γλαφυρή αφήγηση κάποιου επιτήδειου “παραμυθά”.
Στη δική μας οικογένεια, όπως έχω αναφέρει στο παρελθόν, ο χαρισματικός λαϊκός αφηγητής ήταν η μαμούλα-Ντίγκα (γιαγιά-Αικατερίνη, από την πλευρά της μητέρας μας). Παρά την εξαντλητική κούραση της ημέρας, περιμέναμε με λαχτάρα να ακούσουμε την χαρακτηριστική φράση της: “Άντε, ώρα για μύθια”, για να πλημμυρίσει τις επόμενες ώρες η ατμόσφαιρα από κακομούτσουνους παγανούς, από πονηρά αερικά, από πλάσματα που βγαίνουν τα μεσάνυχτα ώσπου να λαλήσει ο τρίτος πετεινός, γιατί τότε αναγκάζονται να κρυφτούν…
[Μύθιον→ υποκοριστικό του μύθος = λόγια]
Αποκορύφωμα, οι αφηγήσεις της με κεντρικά πρόσωπα τις “Νεράιδες”, γυναίκες εξαιρετικής ομορφιάς, με μακριά μαλλιά, κατάλευκη σάρκα που φεγγοβολά στο σκοτάδι και ντυμένες με αραχνοΰφαντο πέπλο. Ζουν σε μέρη με πολλά νερά, δροσιά, δέντρα, λουλούδια και μετά το σούρουπο μπορεί να ακούσει κανείς τις φωνές και τα γέλια τους, γεγονός που κρύβει σοβαρούς κινδύνους. Ωστόσο, δεν είναι ορατές απ’ όλους τους ανθρώπους, παρά μόνον απ’ τους «σαββατογεννημένους». Λατρεύουν τη μουσική, το τραγούδι και τον χορό, με τον οποίο σαγηνεύουν τους ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό, ώστε σχεδόν χάνουν τη λογική τους. Γίνονται “νεραϊδοπαρμένοι”! Τα πανέμορφα αυτά πλάσματα, μιλούν τη δική τους γλώσσα, τα “νεραϊδίστικα”, μια αλλόκοτη σύνθεση συμφώνων και λιγοστών φωνηέντων, τα οποία σχεδόν σφυρίζουν. Όσο όμως τα ακούει κανείς, όλο και περισσότερο αισθάνεται ότι τα καταλαβαίνει. Ο μόνος τρόπος, σύμφωνα με τη λαϊκή μας παράδοση, να κάνει κανείς δική του μια νεράιδα είναι να της κλέψει το μαντίλι και τότε εκείνη θα του δοθεί ολοκληρωτικά, αλλά με το πέρασμα των χρόνων, όλο και πιο έντονα θα θέλει πίσω το μαντίλι της, πράξη που θα της δώσει πίσω την ελευθερία της.
Οι περίτεχνες δοξασίες του λαού μας σχετικά με τις νεράιδες έχουν τις ρίζες τους στους αρχαιοελληνικούς μύθους των “Νηριίδων” νυμφών, θυγατέρων του Νηρέα (θαλάσσια θεότητα προγενέστερη του θεού Ποσειδώνα). Όλα αυτά τα πρόσωπα της λαϊκής μυθοπλασίας, των οποίων η ονοματική ετυμολογία συνδέεται με το νερό, είναι προσωποποιήσεις διαφόρων επιδράσεων του υγρού στοιχείου στη ζωή του ανθρώπου.
Ας επιστρέψουμε όμως στα «μύθια» της μαμούλας Ντίγκας και τη θαλπωρή της “στρωματσάδας”, αγαπητοί φίλοι:
«Ζούσε κάποτε στη Βέργια, μια φορά κι έναν καιρό, ένα όμορφο, «σαββατογεννημένο» βοσκόπουλο. Ο κόσμος το απόφευγε (όπως όλους τους «σαββατογεννημένους», γιατί “πιάνουν” οι κατάρες τους, ως λένε) κι έτσι, παρηγοριά του ήταν να βόσκει τα προβατάκια του και να παίζει με τις ώρες τη φλογέρα του στην όχθη του ποταμού, λίγο μακρύτερα απ’ τα τελευταία σπίτια της πόλης. Με τον καιρό είχε αποκτήσει τέτοια τέχνη στο παίξιμό του, που τα πουλιά σταματούσαν το δικό τους τραγούδι και μαζεύονταν τριγύρω στα πόδια του να ακούνε τη μελωδία της φλογέρας του.
Ένα καλοκαιρινό σούρουπο, καθώς ακόμα τριγυρνούσε το κοπάδι του σε παραποτάμια βοσκοτόπια, άκουσε από μακριά χαρούμενες φωνές κι ανέμελα γέλια κοριτσιών. Έμεινε κρυμμένο πίσω από έναν βράχο και σε λίγο είδε να κατεβαίνει μέσα στο ποτάμι μια ομάδα από πανέμορφες, λαμπερές νέες, χορεύοντας και τραγουδώντας μελωδικά!
Γυρνώντας στο σπίτι του το πρωί, δεν μπορούσε να βγάλει στιγμή απ’ το μυαλό του μία από τις κοπέλες που παρατηρούσε όλο το βράδυ, μαγεμένος από την ομορφιά της! Αναστατωμένο, πήγε στη μητέρα του, της είπε τι ακριβώς γίνηκε και πως μετά από αυτό, λαχταρούσε, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, αυτή η μία να μείνει για πάντα κοντά του!
Η μητέρα του ταράχτηκε κι απόμεινε κάμποση ώρα συλλογισμένη. Μετά πήρε σταθερή απόφαση και τον ορμήνεψε: “Την επόμενη φορά που θα ακούσεις τα γέλια και τα τραγούδια των κοριτσιών, μην κρυφτείς, αλλά να παίξεις με τη φλογέρα σου τον πιο μελωδικό σκοπό σου. Σαν βρεις ευκαιρία, να πάρεις το μαντίλι που φοράει στα μαλλιά της αυτή η μία που λαχταράς να μείνει για πάντα κοντά σου. Πρόσεξε καλά όμως! Μη της το γυρίσεις πίσω ποτέ!”
Έτσι κι έκανε το βοσκόπουλο. Πήγε το ίδιο απόγευμα στην όχθη του ποταμού και έστησε καρτέρι. Μόλις άκουσε τα γέλια των κοριτσιών, δεν κρύφτηκε, αλλά κάθισε πάνω σ’ ένα βράχο κι άρχισε να παίζει γλυκά τη φλογέρα του. Οι κοπέλες τον πλησίασαν, ξάπλωσαν ημερωμένες ένα γύρο από τον βράχο και αμίλητες άκουγαν τις μελωδίες του. Κάποια στιγμή, το βοσκόπουλο άπλωσε το χέρι του, απαλά τράβηξε το πέπλο της κοπέλας που λαχταρούσε να μείνει για πάντα κοντά του και αφού ανασηκώθηκε ήρεμα, άρχισε να απομακρύνεται, δίχως στιγμή να σταματήσει να παίζει τη φλογέρα του. Η κοπέλα τον ακολουθούσε θαμπωμένη, όπου πήγαινε, όσο κι αν οι υπόλοιπες της συντροφιάς προσπαθούσαν να την αποτραβήξουν…
Πέρασε καιρός και μήνες, η κοπέλα έμενε αφοσιωμένη δίπλα του κι έγινε πολύ καλή σύζυγος. Μόλις όμως γέννησε το παιδί τους, ξύπνησαν οι “νεραϊδοεπιθυμιές” μέσα της, κι άρχισε να του ζητάει να της επιστρέψει το μαντίλι της. Μέρα με τη μέρα η επιμονή της γινόταν μεγαλύτερη. Χίλιους όρκους του έδινε ότι δεν θα απαρνηθεί ποτέ αυτόν και το παιδί τους, μα το βοσκόπουλο δεν της έδινε πίσω το μαντίλι της.
Κάθε άρνησή του μεγάλωνε τη θλίψη της κοπέλας, που έφτασε να περνάει τα βράδια της κλαίγοντας και θρηνολογώντας πάνω στον βράχο όπου είχε αποχωριστεί τη συντροφιά της. Ούτε η γη μπορούσε πια να κρατήσει τόσα πολλά δάκρυα, που άρχισαν να τρέχουν σαν νερό από μια χαραγματιά του βράχου. Τα έβλεπε όλα αυτά το βοσκόπουλο και μαύριζε η ψυχή του! Ένα βράδυ λοιπόν, η καρδιά του λύγισε μπροστά στον σπαραχτικό θρήνο και τους όρκους της αγαπημένης του. Παράκουσε της μάνας του τον λόγο και της επέστρεψε το μαντίλι της, μόνο και μόνο για να ξαναδεί ένα χαμόγελό της.
Δεν νικιέται όμως με όρκους ανθρώπινους το “νεραϊδοφούντωμα”, κι έτσι, αυτή η μία που το βοσκόπουλο λαχταρούσε να μείνει για πάντα κοντά του, λίγες μέρες μετά έφυγε για να ξανασμίξει με τις συντρόφισσές της. Γύριζε μοναχά τη χαραυγή να θηλάσει βιαστικά το παιδί τους κι αμέσως έφευγε πάλι. Όταν το βοσκόπουλο κατάλαβε ότι την είχε χάσει από γυναίκα του, άλλαξε η σειρά των πραγμάτων: ήταν αυτό που πέρναγε ώρες και ώρες θλίψης πάνω στον βράχο, ενώ η νεράιδα ήταν πια αυτή που παρακολουθούσε κρυφά και μαύριζε η ψυχή της με όσα έβλεπε κι άκουγε! Αλλά, όπως είπαμε, δεν νικιέται με όρκους ανθρώπινους το “νεραϊδοφούντωμα”…
Στο λιόγερμα μιας μέρας που την είχε περάσει κι αυτή παίζοντας μελαγχολικούς σκοπούς με τη φλογέρα του πάνω στον γνωστό βράχο, το βοσκόπουλο ανασηκώθηκε καταπικραμένο και ξεστόμισε βαριά κατάρα στην πηγή: “Εσύ που με ξεγέλασες, να ’σαι καταραμένη! Δροσιά οι διαβάτες να ζητούν, πόνο και αχ! να δίνεις!”.
Άκουσε την κατάρα η νεράιδα και συνταράχθηκε, γιατί ήξερε πως ήταν «σαββατογεννημένο» το βοσκόπουλο. Μόλις λοιπόν αυτό ξεμάκρυνε, στάθηκε με βουρκωμένα μάτια πάνω στον βράχο, λέγοντας διάφορα ξόρκια στα “νεραϊδίστικα”, και καθώς τα δάκρυά της έτρεχαν πια σαν ποτάμι αστείρευτο, “έδεσε” την κατάρα, καταλήγοντας με ανθρωπινά λόγια: “… αγάπης να ’ναι ο πόνος!”
Από τότε, όποτε ξενομερίτης πίνει με λαχτάρα το νερό αυτής της πηγής για να ξεδιψάσει, φλογίζονται τα σωθικά του από αγάπη, παντρεύεται και μνήσκει παντοτινά στη Βέργια …»