Ερώτηση προς τους υπουργούς Επικρατείας κ. Μ. Βορίδη και ΨηφιακήςΔιακυβέρνησης κ. Δ. Παπαστεργίου κατέθεσαν βουλευτές του ΠΑΣΟΚ με θέμα: «Ανάγκη μονιμοποίησης του καθεστώτος των υποχρεωτικών δημοσιεύσεων δημοσίου, στον έντυπο Περιφερειακό Τύπο». Στην Ερώτηση αναφέρουν τα εξής:
«Κύριοι υπουργοί,
Είναι γνωστό πως κομβικό συστατικό της Δημοκρατίας είναι ο «Τύπος», ο οποίος στη μία ή την άλλη μορφή του συμβάλλει καθοριστικά στην ενημέρωση της κοινής γνώμης, στη διασφάλιση της ελευθεροτυπίας, της πολυφωνίας και του πλουραλισμού, στη μετάδοση γνώσεων, απόψεων και επιχειρημάτων.
Αλλά και ο βραχίονάς του στις τοπικές κοινωνίες, ο Περιφερειακός Τύπος, αποτελεί με τη σειρά του σημαντικό πυλώνα δημοκρατίας και κοινωνικής συνοχής, έχοντας δημιουργήσει διαχρονικούς δεσμούς εμπιστοσύνης με το τοπικό αναγνωστικό κοινό και διατηρώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή των πολιτών.
Την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, ο ιστορικός αυτός κλάδος δοκιμάζεται σκληρά, εξαιτίας της οικονομικής αστάθειας, αλλά και της οικονομικής δυσπραγίας που έχουν προκαλέσει οι αλλεπάλληλες κρίσεις που πλήττουν τη χώρα μας.
Δυστυχώς, με διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων, που μετρούν τουλάχιστον από το 2016, ο Περιφερειακός Τύπος έχει αφεθεί στο έλεος αυτών των κρίσεων, χωρίς ουσιαστική στήριξη και χωρίς καμία πρόνοια για την αναβάθμιση και αξιοποίηση του σημαντικού ρόλου που αυτός επιτελεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, με πρόσφατη επιστολή του ο Σύνδεσμος Ημερήσιων Περιφερειακών Εφημερίδων (ΣΗΠΕ) απευθύνει «κραυγή αγωνίας», σε σχέση με την ανάγκη μονιμοποίησης του καθεστώτος των υποχρεωτικών κρατικών δημοσιεύσεων που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις (όπως π.χ. προκηρύξεις διαγωνισμών, δημοπρασίες κλπ) στον έντυπο περιφερειακό Τύπο, αφού και η τελευταία από τις πολλές παρατάσεις που έχουν δοθεί έως τώρα, λήγει σε περίπου ενάμιση μήνα (1/1/2024).
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση εκπέμπει αυτή τη στιγμή αμφίσημα μηνύματα, προφανώς, προσδοκώντας από την ανωτέρω περικοπή κάποιο δημοσιονομικό όφελος, το οποίο ωστόσο θα είναι μηδαμινό, αφού το κόστος αυτής της κατηγορίας δημοσιεύσεων είναι αντικειμενικά μικρό.
Πέραν τούτου, η μεγαλύτερη απώλεια μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι η μη εξυπηρέτηση του αγαθού της διαφάνειας, της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης, αλλά και της ασφάλειας των συναλλαγών του δημοσίου, εξαιτίας των αδιαφανών πρακτικών που, εύλογα, αναμένεται πως θα επικρατήσουν, σε σχέση με έργα, προμήθειες και υπηρεσίες του δημοσίου, δηλαδή τη διαχείριση και κατανομή του δημοσίου χρήματος.
Επιπροσθέτως, όπως επισημαίνει ο ΣΗΠΕ «δε μπορεί να αγνοηθεί και το ευρωπαϊκό υπόδειγμα, αφού σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης οι δημοσιεύσεις αυτές ιδίως όσον αφορούν έργα, προμήθειες, υπηρεσίες και γενικώς διάθεση δημοσίου χρήματος, πραγματοποιούνται στον έντυπο Tύπο, χωρίς να τεθεί ζήτημα υποκατάστασής τους από άλλες μορφές ηλεκτρονικής κλπ δημοσίευσης».
Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι η κυβέρνηση είχε κατ’ επανάληψη «δεσμευτεί» για την διατήρηση και μονιμοποίηση των ως άνω δημοσιεύσεων στον έντυπο Περιφερειακό Τύπο.
Αλλά και δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες δημοσιεύσεις αποτελούν στο σημερινό καθεστώς δυσπραγίας, έναν κομβικό οικονομικό πόρο για όλες –αλλά κυρίως τις μικρότερες- επιχειρήσεις Tύπου της ελληνικής περιφέρειας, ενώ η τυχόν κατάργησή τους αναπόφευκτα θα συνεπάγεται και την απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας στην ελληνική περιφέρεια.
Ερωτώνται οι κ.κ. υπουργοί:
Αν η κυβέρνηση σκοπεύει να τιμήσει τις δεσμεύσεις της έναντι του ΣΗΠΕ και να προβεί σε νομοθετική ρύθμιση, η οποία θα διατηρήσει και θα μονιμοποιήσει τις κρατικές δημοσιεύσεις στον έντυπο Περιφερειακό Τύπο άμεσα και πάντως πριν την 1η Ιανουαρίου του 2024;»