Άνοιξε η πόρτα απότομα καί κάποιος με λευκά ρούχα, ήρθε και μου την πήρε.
Η ανάσα κόπηκε,ένα βέλος τρύπησε την καρδιά.....
Έμεινα ακίνητη στην μέση, τού δωματίου, ανίκανη να βοηθήσω.Μπρος στα μάτια μου,το χαμόγελο και τα μάτια σου, που μου υπόσχονταν , ότι θα τα ξαναδώ.
Ημουν καρφωμένη στο πάτωμα,με άδειο μυαλό, χωρίς σκέψεις, μάτια ξερά και καρδιά παγωμένη.Ενα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου,σαν ο αέρας,να χάραξε δικό του δρόμο πάνω μου.
Μηχανικα χωρίς ψυχή, πήγα προς το παράθυρο . Αδιάφορο το βλέμμα κοίταζε έξω, αλλά,το μόνο που έβλεπε ήταν το χαμόγελο της....Και η υπόσχεση.....Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε...Η πόρτα άνοιξε και ο κύριος,με τα άσπρα έφερε πίσω το χαμόγελο μου.Κοιμοτανε και έμοιαζε ότι ταξίδευε,ποιος ξέρει,σε ποια μέρη.Ο αέρας στο δωμάτιο, άλλαξε,η καρδιά ξανάρχισε να χτυπά ήρεμα έτσι όπως πρέπει και το βλέμμα, επιτέλους είδε, αυτά πού έπρεπε να δεί.
Τετοιες ώρες πού πονάει η καρδιά,το μόνο πού σε σώζει,είναι η προσευχή και η ψυχραιμία.Ενοιωσα την ανθρώπινη αδυναμία μου,να πολεμήσω με όλη την δύναμη μου και ας ήμουν γνώστης της καταστάσεως.χιλιες σκέψεις χόρευαν στο μυαλό μου.Δεν ήμουν ήσυχη ακόμη.... Περίμενα να ακούσω την φωνή σου... Μαμά διψάω..... Πήρα μία βαθειά ανάσα,σε φίλησα,και έβρεξα τα χείλη σου.
Τωρα,είμαι καλά.Ολα εξελίχθηκαν ομαλά.Απο δω και πέρα,ήταν θέμα ημερών,η ανάρρωση . Όσα και αν γνωρίζεις,ο φόβος σε παραλύει,ο νους, σταματά είσαι σε σύγχυση.Δεν καταφέρνεις να σκεφτείς, αισιόδοξα.
Οι σκοτεινές σκέψεις, κατακλύζουν,το μυαλό κατεβαίνουν στην καρδιά και την παγώνουν.Σκεφτομουν,το πόσο άλλαξε το μέσα μου.Εγινα ευσυγκινητη, δειλή λιγοψυχη.
Οταν γυρίσαμε σπίτι,σκεφτόμουν πόσο δύσκολο και επίπονο είναι ,να βρίσκεσαι στο νοσοκομείο.Και όμως, εγώ άντεξα σε αυτόν τον χώρο εικοσιπέντε χρόνια.Μαζεψα τόσο πονο, πού τώρα,η καρδιά δεν τον αντέχει.....
Όλγα Κουτμηριδου Μεταξά