Γράφει ο
Αναστάσιος Βασιάδης
Με αφορμή τις ανακοινώσεις των επίσημων αποτελεσμάτων των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών από τα κατά τόπους πρωτοδικεία, επανέρχεται μια κριτική προσέγγιση στο φαινόμενο της αποχής που καταγράφηκε, η οποία βάσει ποσοστών και απόλυτων αριθμών υπήρξε ο πραγματικός «νικητής» της εκλογικής διαδικασίας. Ο δείκτης συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία ανάδειξης των νέων περιφερειακών και δημοτικών αρχών, που ήταν πολύ χαμηλός ήδη από τον πρώτο γύρο, έπεσε ακόμη περισσότερο σε πρωτοφανή μικρά επίπεδα κατά τον δεύτερο γύρο.
Πράγματι το ποσοστό των πολιτών, που δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, ανήλθε σε επίπεδα ασυνήθιστα για αυτοδιοικητικές εκλογές, όπως καταγράφηκε τόσο σε τοπικό όσο και πανελλαδικό επίπεδο.
Όσο και αν το γενικότερο ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα γεγονότα της τρέχουσας επικαιρότητας, η οποία χρονικά έχει ξεπεράσει τις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, παραμένει ως αντικείμενο ειδικής εκτίμησης και ανάλυσης, η περιορισμένη προσέλευση στην κάλπη και τα αίτια της.
Η γενικότερη αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κοινά του τόπου ως σημείο των καιρών, αποτελεί σίγουρα μία από τις πρόχειρες εξηγήσεις της αποχής. Η γενικότερη απογοήτευση σε ότι αφορά την πλημμελή αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας, αποτελεί μια άλλη εξήγηση. Ιδιαίτερα εξειδικευμένη εξήγηση αποδίδει στην αποχή «τιμωρητικό» χαρακτήρα, με χαρακτηριστικά πολιτικής επιλογής.
Η απαξίωση τέλος των προσώπων που ήταν στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, δίνει μια άλλη πιο προσωποποιημένη εξήγηση στο φαινόμενο.
Αυτό το οποίο ωστόσο δεν προβλήθηκε επαρκώς είναι ότι πέραν από τα μηνύματα της μη προσέλευσης στην κάλπη, η αποχή έπληξε καίρια την ίδια την θεσμική υπόσταση της Αυτοδιοίκησης, με ιδιαίτερη σφοδρότητα.
Στην ουσία με την αποχή απαξιώθηκαν οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί, την στιγμή που έπρεπε να στηριχθούν μαζικά από τις τοπικές κοινωνίες, προκειμένου να ισχυροποιηθούν με την ευρύτερη δυνατή λαϊκή στήριξη, ώστε να διαδραματίσουν αποτελεσματικά τον καταλυτικό τους ρόλο στην υπόθεση της αποκέντρωσης και της περιφερικής ανάπτυξης.
Σε κάθε περίπτωση όσο μεγάλη και αν ήταν η αποχή, τελικά ούτως η άλλως, από τις εκλογές αναδείχθηκαν οι νέες αυτοδιοικητικές αρχές που θα έχουν την νομική εξουσιοδότηση να διαχειριστούν τα ζητήματα του τόπου. Απλώς οι πολίτες που επέλεξαν την αποχή από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, απεμπόλησαν το δικαίωμά τους να αναδείξουν τις Αυτοδιοικητικές Αρχές και τα πρόσωπα της δικής τους επιλογής. Επί πλέον περιόρισαν την πολιτική ισχύ των νέων Αυτοδιοικητικών Αρχών, απέναντι στην κεντρική εξουσία. Κατ ουσίαν δηλαδή ισχυροποιήθηκαν περαιτέρω οι κεντρικοί φορείς εξουσίας, έναντι των οποίων επιχειρήθηκε δια της αποχής, να εκφρασθεί η δυσαρέσκεια των πολιτών.
Εν κατακλείδι η αποχή από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, είχε αυτοχειριαστικά χαρακτηριστικά για τις τοπικές κοινωνίες, χωρίς να επιφέρει ανάλογες επιπτώσεις και στις κεντρικά εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Τα όποια μηνύματα επιχειρήθηκε να σταλούν δια της αποχής, εστάλησαν. Το αν θα ληφθούν υπόψη από τους αρμόδιους, θα εξαρτηθεί από την εγρήγορση των πολιτών στα πλαίσια της κοινωνικής τους ενεργοποίησης, με σκοπό την πολιτική ισχυροποίηση των νέων αυτοδιοικητικών αρχών. Το μήνυμα που προκύπτει από την αποχή είναι ότι, η ενεργοποίηση και συσπείρωση των παραγόντων του τόπου, των φορέων και των ενεργών πολιτών, παράλληλα με τις νεοεκλεγείσες αυτοδιοικητικές αρχές, είναι προς το συμφέρον των τοπικών κοινωνιών, προς το συμφέρον του πολίτη.