Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Παντού και πάντοτε, φίλοι αναγνώστες, και για όλα τα θέματα που απασχολούν τα άτομα, τις κοινωνικές ομάδες, τους θεσμούς, ακόμη και τα κράτη, γίνεται διάλογος δηλαδή συζήτηση για την ανεύρεση της αλήθειας και την επιβολή της στην πράξη με τρόπο συναινετικό. Η πειθώ με τον λόγο που είχε θεοποιηθεί από τους προγόνους μας, επιδιώκεται με την παράθεση λογικών επιχειρημάτων, ενώ ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται ο διάλογος αποτελεί δείκτη πολιτισμού.
Το βασικό στοιχείο του διαλόγου είναι η λογική (η λέξη διάλογος προέρχεται από το διαλογίζομαι). Εντούτοις στη νεοελληνική πραγματικότητα το στοιχείο αυτό απουσιάζει εξαιτίας του υπερεγωισμού, της αμάθειας και προπαντός του συμφέροντος, που καταδυναστεύει τη ζωή μας. Η εκτροπή και η στρέβλωση του διαλόγου είναι απόλυτη, όταν διακυβεύονται συντεχνιακά συμφέροντα, κυρίως τα λεγόμενα «κεκτημένα» προνόμια, αποκτηθέντα σε άλλες εποχές και κάτω από άλλες συνθήκες. Τότε είναι που το μόνο που ακούγεται είναι το «όχι σε όλα», μέχρι την αποχώρηση. Αυτό το καταραμένο το υλικό συμφέρον είναι που κάνει το διάλογο από διαλεκτικό σε εριστικό και τον οδηγεί στη διαφωνία και την σύγκρουση.
Σε μια δημοκρατική Πολιτεία όλες οι απόπειρες για αναμόρφωση της κοινωνίας γίνονταν και γίνονται με μέσο το διάλογο για την επίτευξη της επιθυμητής κοινωνικής συναίνεσης. Η φύση, όμως, των ανθρώπων που πάντα κλείνει προς την υλική πλεονεξία, παρεμπόδισε μέχρι τώρα τουλάχιστον, αυτές τις μεγάλες και ριζικές αλλαγές. Μόνο που ο πολιτισμός μπορεί να μετριάσει αυτήν την τάση.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο του διαλόγου είναι το ήρεμο διαλλακτικό ύφος. Και αυτό εξασφαλίζεται με την ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη, το πνεύμα συνεργασίας, την κατανόηση και κυρίως με την παραδοχή της αντίθετης γνώμης (χαρακτηριστικό της δημοκρατίας). Δεν αρκεί η ελευθερία της γνώμης και η ανεμπόδιστη έκφρασή της, αλλά αυτή πρέπει να συνοδεύεται και από τον σεβασμό της γνώμης του άλλου, χωρίς να διαστρέφεται αυτή ή να γίνεται αντικείμενο ειρωνείας και χλευασμού.
Είναι καιρός να μάθουμε επιτέλους, να ακούμε όταν συνομιλούμε, ανεξάρτητα από τη σημασία και την σπουδαιότητα του θέματος. Η ακρόαση είναι ένδειξη τουλάχιστον σεβασμού του συνομιλητή μας. Είναι ένδειξη ότι αξιολογούμε στην πράξη αυτό που έχει να πει ο άλλος. Και αν δώσουμε προσοχή στον άλλον, είναι βέβαιο πως θα πράξει και αυτός το ίδιο, δηλαδή θα προσέξει και θα σεβαστεί τη γνώμη μας. Αυτός που γνωρίζει μόνο τη δική του πλευρά της υπόθεσης που συζητείται, γνωρίζει ελάχιστα γι’ αυτήν.
Διάλογος με προϋποθέσεις δεν νοείται. Αποτελεί παρωδία διαλόγου και απάτη αυτό που συχνά γίνεται στη χώρα μας και στις μέρες μας, το να φέρνει η κάθε πλευρά στο τραπέζι του διαλόγου κάποιες θέσεις εκ των προτέρων σταθερές και αμετακίνητες και εμμένουν και οι δύο πλευρές στις θέσεις τους.
Σε θέματα μεγάλης σημασίας για το παρόν και το μέλλον του τόπου (παιδεία, υγεία, ασφάλιση κ.λπ.), γίνεται εθνικός διάλογος, ο οποίος για να επιτύχει, πρέπει να είναι ειλικρινής, υπεύθυνος, απαλλαγμένος τόσο από συντεχνιακές και κομματικές σκοπιμότητες, όσο και από τα όποια «βαρίδια» του παρελθόντος. Και να είναι διαφανής και όχι να γίνεται μέσα σε κλειστά γραφεία, για να μπορεί ο λαός να πληροφορείται και να κρίνει.
Φυσικό είναι πως το καλό παράδειγμα , το πρότυπο, για ένα πολιτισμένο διάλογο, οφείλουν να το δίνουν αυτοί που παίζουν ένα σημαντικό και εξέχοντα ρόλο στην κοινωνία, ακόμα με πρώτους τους άρχοντές μας (τοπικούς και εθνικούς). Και τα πρότυπα εδώ, δεν είναι τα καλύτερα.
Κατά τους τηλεοπτικούς διαλόγους, αλλά και στη Βουλή, το παραταξιακό και κομματικό συμφέρον εκτρέπει ορισμένους σε συμπεριφορές τριτοκοσμικού χαρακτήρα. Θλίβεται και εξοργίζεται ο απλός πολίτης να βλέπει τους άρχοντές του να κραυγάζουν αντί να μιλούν, να διακόπτει ο ένας τον άλλον με σκοπό να μην ακουστεί, να φωνασκούν όλοι μαζί, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται κανείς, να ψεύδονται ασύστολα, ακόμη και να προσβάλει ο ένας την προσωπικότητα του άλλου, κ.λπ.
Τέλος, φίλοι αναγνώστες, φρονούμε πως αν δεν βελτιωθεί ο μέσος όρος της κατά κεφαλήν καλλιέργειας του λαού μας, δεν υπάρχει καμία ελπίδα να μπορέσουμε κάποτε να κάνουμε διάλογο, κατά τον οποίον δεν θα κυριαρχεί απόλυτα το συμφέρον (ατομικό, οικογενειακό, συντεχνιακό, κομματικό), αλλά η λογική, η ηθική και το δίκαιο, προς όφελος όλων.