Του Αναστάσιου Βασιάδη
Αδιαμφισβήτητα το κεφάλαιο «ΥΓΕΙΑ» αποτελεί πάγιο αντικείμενο διακηρύξεων και νομοθετικής ενασχόλησης των πολιτικών φορέων, με ιδιαίτερες αναφορές στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, ως μία διαρκώς υφιστάμενης εκκρεμότητας.
Ειδική αναφορά επιφυλάσσεται στον πρόσφατο νόμο 5057/6.10.2023 με τον ευρύ τίτλο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, την ενίσχυση της προστασίας της δημόσιας υγείας και των υπηρεσιών υγείας, το ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης της διακίνησης φαρμάκων, την Ενιαία Λίστα Χειρουργείων και άλλες επείγουσες διατάξεις» δια του οποίου επιχειρείται ακόμα μια επιδερμική προσέγγιση του κεφαλαιώδους ζητήματος της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αυτή η προσέγγιση έρχεται ως συμπλήρωμα στον προηγηθέντα νόμο 4931/2022 που είχε τον τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και άλλες επείγουσες διατάξεις», όπου μεταξύ άλλων νομοθετήθηκε η καθιέρωση του όρου «Προσωπικός Ιατρός» σε αντικατάσταση του μέχρι τότε ισχύοντος «Οικογενειακού Ιατρού».
Μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος αποτελεί γενικότερη διαπίστωση ότι ο νομοθετημένος «Προσωπικός Ιατρός» απέχει εμφανώς από τον κεντρικό ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει στην παροχή εξατομικευμένης, ολιστικής και συνεχούς φροντίδας υγείας των πολιτών, όπως προβλέπονταν άλλωστε και για τον «Οικογενειακό Ιατρό», κατά παράδοση και βάσει προηγηθέντων νομοθετημάτων.
Αυτή άλλωστε είναι η κυρίαρχη αποστολή του θεσμού ως πρωταρχικού παράγοντα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας το 1978 στη διακήρυξη της Άλμα Άτα, στην οποία αποφασίστηκε ότι «η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας είναι βασική φροντίδα εδραιωμένη σε επιστημονικά ορθή πράξη και κοινά αποδεκτές μεθόδους και τεχνολογίες που παρέχονται στα άτομα και στις οικογένειές στην κοινότητα, με πόρους που εξασφαλίζει η κοινωνία και η εκάστοτε χώρα».
Ιδιαίτερα επίκαιρο ενδιαφέρον αναδεικνύεται από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, σε σχέση με την ασαφή ατμόσφαιρα περί οργάνωσης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του θεσμού του Οικογενειακού Ιατρού, όπως απασχολεί την νομοθετική επικαιρότητα με την μετεξέλιξη του όρου ως «Προσωπικού Ιατρού» και όπως επανέρχεται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού .
Περισσότερο λοιπόν από ποτέ στην γενικότερη ατμόσφαιρα της υγειονομικής αβεβαιότητας, αναδεικνύεται η μοναδική αξία της ποιοτικής σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς που αποτελεί και την θεμελιώδη βάση υπόστασης του Οικογενειακού Ιατρού ή του «Προσωπικού Ιατρού» όπως νομοθετήθηκε και ισχύει ο όρος.
Αυτή η αξία ενισχύεται με την γνωστή απόφαση της UNESCO, σύμφωνα με την οποία «η ποιοτική σχέση ιατρού-ασθενούς αποτελεί θεμελιώδη ανθρώπινη συνιστώσα για την υγειονομική περίθαλψη του πολίτη, καθώς παρέχει πολλαπλή στήριξη στην κατάσταση της αβεβαιότητας και ταλαιπωρίας που προκαλεί η ασθένεια και η θεραπευτική αγωγή, ενώ συμβάλλει στη βελτίωση των διαδικασιών διαγνωστικού προσανατολισμού και θεραπείας, που με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να φτάσει σε υψηλό επίπεδο εξατομίκευσης και σεβασμού».
Εκ των ως άνω καθίσταται αυταπόδεικτος ο ιδιαίτερος ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο Οικογενειακός Γιατρός και εν προκειμένω ο Προσωπικός Ιατρός, ως στυλοβάτης της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και του οποίου η υπόσταση εξαρτάται άμεσα από την αρχή της σχέσης Ιατρού-Ασθενούς.
Με την διαπίστωση ότι η σχέση Ιατρού-Ασθενούς και κατά συνέπεια η υπόσταση του Οικογενειακού η Προσωπικού Ιατρού, υπόκεινται διαρκώς στις διάφορες επιδράσεις πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού, τεχνολογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα, καθίσταται απαραίτητη η προστασία και η ενίσχυση τους. Αυτή η αναγκαιότητα επαναβεβαιώνεται συνεχώς μέσω της αναντικατάστατης σχέσης εμπιστοσύνης, φιλίας, ικανοποίησης και ευγνωμοσύνης, που διαμορφώνεται μεταξύ ιατρού και ασθενούς με την πάροδο ετών και κάτω από δυσχερείς συνθήκες αγωνίας, πόνου, ανασφάλειας και λύτρωσης, όπως αυτές που βίωσαν και βιώνουν οι κοινωνίες κατά την διάρκεια της επιδημικής κρίσης. Αυτές οι συνθήκες από τα παλαιότερα χρόνια είναι που καθιέρωσαν στην κοινωνική συνείδηση την έννοια του «Οικογενειακού Ιατρού», πολύ πριν αποφασίσει η πολιτεία, με τις διάφορες κυβερνητικές εκφάνσεις της, να ασχοληθεί με την θεσμοθέτησή του και τελευταία με την μετονομασία του. Όλες οι πολιτικές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν διαχρονικά τα ζητήματα υγείας, συμπεριέλαβαν στις νομοθετικές τους πρωτοβουλίες και την έννοια του Οικογενειακού Ιατρού.
Τα νομοθετήματα όμως με τα οποία διαχρονικά επιχειρήθηκε να καθιερωθεί και να λειτουργήσει αυτός ο θεσμός, δεν εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά ποτέ. Και αυτό διότι οι συντάκτες των νομοθετημάτων θεσμοθετούσαν την έννοια του Οικογενειακού Ιατρού με κυρίαρχα τα λογιστικά κριτήρια, χωρίς να λαβαίνουν υπόψη τους την αναντικατάστατη σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς.
Η σχετικά πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση του όρου «Οικογενειακός Ιατρός» με αυτόν του «Προσωπικού Ιατρού», δεν προσδίδει κάποιο διαφορετικό περιεχόμενο στον θεσμό, ώστε να χαρακτηρίζεται πρωτότυπος και να διαφέρει από τον ορισμό που δόθηκε σε όλα τα σχετικά νομοθετήματα που προηγήθηκαν διαχρονικά.
Οι πρακτικές που είχαν νομοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια από την πολιτεία, για τον πολίτη της οικονομικής κρίσης και της φτωχοποιημένης κοινωνίας, που βρέθηκε ανυπεράσπιστος μπροστά στον επιδημικό κίνδυνο, με το δίλημμα να «επιλέξει σε ορισμένο χρόνο οικογενειακό ιατρό, εκ του περιορισμένου αριθμού των υποδεικνυομένων που δεν γνώριζε», ήταν αναμενόμενο εκ των πραγμάτων να αποτύχουν.
Ο πολίτης που βιώνει μια νέα οικονομική κρίση με την εκτίναξη του τιμαρίθμου σε βασικά προϊόντα διαβίωσης, εκφράζει δικαιολογημένα την ανασφάλεια που τον διακατέχει μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νόσησης του, στις δαπάνες της οποίας δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει εξ ιδίων, ενώ η κάλυψη από το Δημόσιο Σύστημα Υγείας παραμένει επισφαλής. Η ουσιαστική υπόδειξη εκ μέρους της πολιτείας προς τον πολίτη, να παραμερίσει τον ιατρό που εμπιστεύονταν και με τον οποίον επί χρόνια είχε οικοδομήσει τις μοναδικής αξίας σχέσεις ιατρού-ασθενούς, δεν αποτελεί παρά συνέχεια μιας σειράς ανεφάρμοστων επιλογών, που ατυχώς δεν έχουν αποφέρει την αναγκαία γνώση και κρίση.
Ο νομοθέτης με τις διατάξεις περί «Προσωπικού Ιατρού» που εξακολουθούν να υφίστανται, φαίνεται να αγνοεί το γεγονός ότι ο σημερινός πολίτης είναι επαρκώς εκπαιδευμένος να αναγνωρίζει τα πρώιμα συμπτώματα μιας βαριάς νόσου που τον απειλεί και καταφεύγει έγκαιρα στον κατά περίπτωση αρμόδιο ειδικό ιατρό. Με αυτό τον τρόπο σώζονται ζωές, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος και αποτρέπονται βαριές νοσήσεις και αναπηρίες που πλην άλλων επιφέρουν και βαρύτατο οικονομικό κόστος στις οικογένειες και στο Δημόσιο Ασφαλιστικό Σύστημα.
Η νομοθετική πρόβλεψη ωστόσο εμμένει στην αντίληψη ότι ο ασθενής πρέπει πρώτα να επισκέπτεται τον θεσμοθετημένο «Προσωπικό» πλέον Ιατρό του συστήματος, του οποίου ο ρόλος ουσιαστικά υποβαθμίζεται σε αυτόν του «θυρωρού» (gate keeper), που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να τον παραπέμπει στον κατά περίπτωση ειδικό ιατρό, ο οποίος και θα μεθοδεύει τις απαιτούμενες εξειδικευμένες εξετάσεις, τις θεραπείες, τις νοσηλείες και τα απαιτούμενα κατά περίπτωση χειρουργεία.
Αυτή η νομοθετική αντίληψη για τον «Προσωπικό Ιατρό» τον οδηγεί νομοτελειακά να συντροφεύσει τους Οικογενειακούς Ιατρούς των προηγουμένων νομοθετημάτων, στα αραχνιασμένα συρτάρια των ανεφάρμοστων διατάξεων. Οι συνέπειες αυτής της αντίληψης είναι αυτονόητες και έχουν επαρκώς και κατ’ επανάληψη διατυπωθεί από τους Φορείς της Ιατρικής Κοινότητας, με αποφάσεις συλλογικών οργάνων, εισηγήσεις και παρεμβάσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αποτελεί γενικότερη αντίληψη ότι η νομοθετική κινητικότητα για την Υγεία δεν σταματά ποτέ και αυτό επιβεβαιώνεται από τα κατά καιρούς δημοσιοποιούμενα νομοθετήματα.
Αυτή η πραγματικότητα θέτει επιτακτικά την ανάγκη γενικής και διαρκούς επαγρύπνησης για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, κατά τρόπο ώστε ο νομοθέτης να θωρακίσει θεσμικά τον Οικογενειακό Ιατρό ή εν προκειμένω τον «Προσωπικό Ιατρό» σύμφωνα με τις πραγματικά απαιτούμενες αναγκαιότητες και προδιαγραφές, να παραμερίσει τους λογιστικούς πειραματισμούς στον χώρο της Υγείας και να αποδώσει στους πολίτες αυτό που πραγματικά τους ανήκει και για το οποίο έχουν πληρώσει αδρά και εξακολουθούν να πληρώνουν εκ του υστερήματος τους, δια των ασφαλιστικών τους εισφορών και της φορολογίας.