Στους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε να διατηρηθούν αμετάβλητα τα επιτόκια, αναφέρθηκε η Κριστίν Λαγκάρντ στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στην Αθήνα, στο ιστορικό κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, τονίζοντας ωστόσο πως «το γεγονός ότι κρατάμε τα επιτόκια σταθερά δεν σημαίνει ότι δεν θα τα αυξήσουμε ποτέ κι αυτό θα εξαρτηθεί από τα τα οικονομικά δεδομένα της στιγμή. Να διασφαλίσει ότι αυτή η απόφαση δεν θα θεωρηθεί από τις αγορές ως ένα σημάδι χαλάρωσης στη μάχη κατά του πληθωρισμού».
Σε αυτό το πλαίσιο η κα Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι «ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει ακόμη πολύ υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οι δε εγχώριες πιέσεις στις τιμές εξακολουθούν να είναι ισχυρές» και επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα όλων των μελών του Δ.Σ. να «διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής μας θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο».
Ταυτόχρονα επανέλαβε την πρόταση που χρησιμοποίησε και τον Σεπτέμβριο για να ανοίξει τον δρόμο στη χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ να κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, ότι δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί πως «τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή σε αυτόν τον στόχο».
Οσον αφορά στην ελληνική οικονομία και πιο συγκεκριμένα στα ελληνικά ομόλογα η Κριστίν Λαγκάρντ επεσήμανε ότι πλέον αυτά είναι επιλέξιμα για να συμμετάσχουν στα προγράμματα επαναγοράς της ΕΚΤ, τα οποία όμως πλέον έχουν «παγώσει». Εξαίρεση αποτελεί μόνο το πρόγραμμα επαναγοράς ΡΕΡ (πρόκειται για αυτό της πανδημίας) στο οποίο, όμως, ούτως ή αλλιώς τα ελληνικά ομόλογα συμμετείχαν. Το σημερινό διοικητικό συμβούλιο δεν συζήτησε όπως είπε ή ίδια τι μέλλει γενέσθαι με το πρόγραμμα αυτό, όποτε συνεχίζεται η επανεπένδυση μέρους των ομολόγων που βρίσκονται ήδη στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ, μετά τη λήξη τους.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ απέδωσε κατά κύριο λόγο την απόφαση για προσωρινό πάγωμα των επιτοκίων στους αυξανόμενους κινδύνους, αφού αναγνώρισε ότι οικονομική δραστηριότητα στη ζώνη του ευρώ παραμένει αδύναμη.
Μάλιστα όπως εξήγησε «η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη εάν τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής αποδειχθούν ισχυρότερα από τα αναμενόμενα. Μια πιο αδύναμη παγκόσμια οικονομία θα επιβάρυνε επίσης την ανάπτυξη. Ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση που προκλήθηκε από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ισραήλ αποτελούν βασικές πηγές γεωπολιτικού κινδύνου.
Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αβεβαιότητα το μέλλον, γεγονός που ενδέχεται να επιβραδύνει περαιτέρω την ανάπτυξη. .
Για το ζήτημα των επιτοκίων η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι εξαιτίας της υφιστάμενης νομισματικής πολιτικής τα μακροπρόθεσμα επιτόκια έχουν αυξηθεί σημαντικά η χρηματοδότηση έγινε πιο ακριβή για τις τράπεζες και τα επιτόκια για επιχειρηματικά δάνεια και στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν ξανά τον Αύγουστο, σε 5,0% και 3,9% αντίστοιχα.
Ωστόσο, η ίδια απέφυγε να πάρει θέση για το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων - δανείων αναφέροντας ότι τούτο δεν είναι αρμοδιότητα της ΕΚΤ παραπέμποντας το ζήτημα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού για να επιληφθεί.
Σε κάθε περίπτωση όμως υποστήριξε ότι τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, οδήγησαν σε περαιτέρω απότομη πτώση της ζήτησης πιστώσεων το τρίτο τρίμηνο. Επιπλέον, τα πιστωτικά πρότυπα για τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά ενισχύθηκαν περαιτέρω. Οι τράπεζες ανησυχούν περισσότερο για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι πελάτες τους και είναι λιγότερο πρόθυμες να αναλάβουν κινδύνους οι ίδιες.