Του Απόστολου Ιωσηφίδη
1.- Εισαγωγή.
Το πλέον επώδυνο δεινό της βιβλικής πυρκαϊάς, που, τον Αύγουστο του 1917, καταβρόχθισε την μεσαιωνική Θεσσαλονίκη, ήταν η πυρπόληση του Ιερού Ναού του Πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Τρεις δεκαετίες επίμοχθων προσπαθειών απαιτήθηκαν, για να επουλωθεί αυτή η «μεγίστη εθνική απώλεια», όπως είχε χαρακτηρίσει την καταστροφή του Ναού ο, εκ των θεμελιωτών της βυζαντινής αρχαιολογίας στην Ελλάδα, Καθηγητής Γεώργιος Α. Σωτηρίου. Η υποδειγματική αναστήλωση του Ναού χάρισε στην Θεσσαλονίκη, στην Μακεδονία, στον οικουμενικό ελληνισμό και σ’ όλον τον Χριστιανικό Κόσμο ένα εμβληματικό μνημείο, τα εγκαίνια του οποίου τελέσθηκαν στις 26 Οκτωβρίου 1948, ανήμερα της εορτής του Μυροβλήτη Αγίου.
Ακριβώς αυτή την ημέρα των εγκαινίων (26-10-1948), η αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός» δημοσίευε στην μεν πρώτη σελίδα της μια εντυπωσιακή φωτογραφία του εσωτερικού του νέου Ιερού Ναού, σε δε τρίτη σελίδα το, υπό τον τίτλο «Ο επικός άγιος», αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο άρθρο (γραπτή «ομιλία») του Αρχιμανδρίτη π. Κυρίλλου Σοφτά, του μετέπειτα κοσμαγάπητου ιερέα του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος.
Καθώς σήμερα συμπληρώνονται 75 χρόνια από τα εγκαίνια του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου, και καθώς η φρίκη του, από άρκτου και εώας, πολέμου ρημάζει την γειτονιά μας, αντιγράφοντας στο πολλαπλάσιο όσα τραγικά, αμέσως ή υπό τον μανδύα του ρητορικού ταλάντου του συντάκτη του, αναφέρει ή υπαινίσσεται το άρθρο αυτό, η αναδημοσίευσή του δεν αποτελεί παρά μια ταπεινή απόπειρα να τιμηθεί αφενός η 75η επέτειος των εγκαινίων και αφετέρου η μνήμη του π. Κυρίλλου, που η μορφή του συνδέεται άρρηκτα με μια ολόκληρη εποχή της τοπικής μας εκκλησίας και κοινωνίας.
2.- «Ὁ ἐπικὸς ἅγιος».
«Τῆς σημερινῆς ἑορτῆς
Ὁ ἐπικὸς ἅγιος
Τοῦ Ἀρχιμ. Κυρίλλου Σοφτᾶ
Ἡ πανέορτος μνήμη τοῦ Μακεδόνος ἁγίου, εὑρίσκει σήμερον τὴν Ὀρθοδοξίαν νὰ ἔχῃ ἐστραμμένα τὰ βλέμματά της πρὸς βορρᾶν. Ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ λευκόπεπλος νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ θὰ ἀφυπνισθῇ ἀπὸ τῶν ὀρθρινῶν κωδωνοκρουσιῶν τὸν γλυκὺν ἀντίλαλον, θὰ τανύσῃ τὰ πληγωμένα μέλη της καὶ δὲν θὰ χαμογελάσῃ ὅπως ἄλλοτε εἰς τὰς παιγνιδιζούσας ὁλοχρύσους ἀκτίνας τοῦ φθινοπωρινοῦ ἡλίου.
Τὰς χλοερὰς κοιλάδας τῆς μακεδονικῆς γῆς, ὅπου ἄλλοτε ὤργωνε τοῦ εἰρηνικοῦ ζευγολάτου τὸ εὐλογημένον ἄροτρον, τώρα αὐλακώνει τοῦ πολεμικοῦ ἅρματος ὁ εἰδεχθὴς ὀδοντωτὸς τροχός.
Τὰ σμαράγδινα πλαγιὰ τῶν βουνῶν, τὰ ποικιλλόμενα ἐπιχαρίτως ἀπὸ τῶν λευκαζόντων ποιμνίων τὰς κινουμένας στιγμάς, γυμνὰ τώρα ἀπὸ τὴν δῄωσιν καὶ τὴν καταστροφήν, μαρτυροῦν ἀφώνως τοῦ ἐκτυλισσομένου πολεμικοῦ δράματος τὸ μέγεθος.
Ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε ἀντήχει τῆς ποιμενικῆς φλογέρας τὸ ἑσπερινὸν χαρούμενον μινύρισμα, τώρα ἐκκωφαίνει τὰ ὦτα τῶν ῥιπῶν τοῦ μυδραλλίου ὁ διακεκομμένος κροταλισμός.
Εἰς τὰς ὄχθας τῶν κρυσταλλίνων ποταμῶν ὅπου ἄλλοτε ὁ ζέφυρος ἐθώπευε τὰς βεργολίνους κορυφὰς τῶν καλαμώνων, τώρα φοβερὸς καὶ ὕπουλος ἐνεδρεύει ὁ θάνατος.
Τὸν μακεδονικὸν αἰθέρα, τοῦ μελιφθόγγου κορυδαλλοῦ τὸ γλαυκὸν ἐνδιαίτημα, τώρα δονεῖ τοῦ χαλυβδίνου πολεμικοῦ ὀρνέου ὁ παρατεταμένος κρωγμός.
Ἰδοὺ διατὶ ἡ ἁβρὰ νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ δὲν θὰ ἐνδυθῇ σήμερον τὴν ἑορτάσιμον ἀμφίεσίν της, δὲν θὰ καθρεπτισθῇ μὲ φιλαρέσκειαν εἰς τοῦ κόλπου τὰ σαπφείρινα νάματα καὶ εἰς τὰ χλωμά μάγουλά της δὲν θὰ ἀνθήσουν τῆς παρθενικότητος τὰ ῥόδα.
Ὁ περικαλλὴς βυζαντινὸς τοῦ Θεσσαλονικέως μάρτυρος ναός, θὰ δεχθῇ καὶ σήμερον ὑπὸ τὰς χαριέσσας ἁψίδας του τὴν πληθὺν τῶν προσκυνητῶν. Καὶ πάλιν οἱ γλυκύτατοι ψαλμοὶ θὰ ὑψωθοῦν ἐναρμόνιοι πρὸς τὸν θόλον του, ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην χωρὶς φαιδρότητα καὶ χαράν, ἀλλὰ ὡς παραπόνου περιπαθὴς ψιθυρισμός. Καὶ θὰ πληρωθῇ ὁ εὐμεγέθης χῶρος τοῦ ναοῦ ἀπὸ ποικίλον ἐκκλησίασμα.
Θὰ σύρῃ ὡς ἐκεῖ στηριζόμενον εἰς τὰ δεκανίκια τὸ διάτρητον ἀπὸ τὰς σφαῖρας κορμί του ὁ τραυματίας τοῦ Γράμμου καὶ τοῦ Καϊμακτσαλάν, θὰ σμίξῃ μὲ τὸν λιβανωτὸν τὴν ὀσμὴν τῆς θαλασσίας ἁλμύρας τοῦ ναυλοχοῦντος πολεμικοῦ ὁ ναύτης, καὶ ἡ γυνακοῦλα τῆς ὑπαίθρου, ξερριζωμένη ἀσπλάχνως τὶς οἶδεν ἀπὸ ποίαν ὀρεινὴν ἀετοφωλεάν, κρατοῦσα ἐκ τῆς χειρὸς τὸ ῥιγοῦν καὶ ῥακένδυτον Μακεδονόπουλον, θὰ πλησιάσῃ δειλὴ τὸ πρόπυλον, θὰ ἀφήσῃ τὰ χιλιομπαλωμένα τσαρούχια της εἰς τὴν εἴσοδον καὶ γυμνόπους θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναόν, νὰ δεηθῇ μὲ ψυχικὸν σπαραγμὸν ὑπὲρ τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ της.
Σήμερον εἰς τὸν ναὸν καὶ τοὺς δρόμους τῆς μακεδονικῆς πρωτευούσης αἱ παρελάσεις, οἱ παιᾶνες, τὰ θούρια, τῶν ἐπισήμων αἱ θεαματικαὶ ἐπισκέψεις καὶ παρουσιάσεις, τῆς ἐθιμοτυπίας φυλάττουσαι αὐστηρῶς τοὺς κανόνας, θὰ ἐκτυλιχθοῦν εἰς ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειάν των, φόρος ἁρμόζων πρὸς τὴν πάνδημον πανήγυριν τοῦ ἑορτάζοντος ἀθληφόρου.
Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος δὲν θὰ εὑρίσκεται ἐκεῖ!
Μίαν βροχερὰν καὶ συννεφιασμένην αὐγήν, ἐσέλλωσε μετὰ σπουδῆς τὸ κόκκινο ἄτι του,
τοὔβαλε πέταλα χρυσᾶ, καρφιὰ μαλαματένια
καθὼς λέγει καὶ τὸ δημοτικὸν ᾇσμα, ἐζώσθη τὴν χαλκίνην ἀπαστράπτουσαν πανοπλίαν του, ἐκρέμασε εἰς τὸ πλευρόν του τὸ δαμασκὶ σπαθί του, ἥρπασε εἰς τὰς στιβαρὰς χεῖρας τὸ δολιχόσκιον κοντάρι του, ταχὺς ἐπήδησε ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, τὸ ἐσπηρούνισε μὲ τοὺς πτερνιστῆρας του δυνατὰ καὶ ἐκάλπασεν ἀκράτητος ὡς ἀστραπὴ πρὸς τὴν μακεδονικὴν ὕπαιθρον, ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐκάλει τοῦ κινδυνεύοντος λαοῦ του ἡ πρόσκλησις. Ἀκρίτας τῆς παραδόσεως λεβέντης, τοῦ ἀπελάτου καταδρομεύς, τῆς ἐλευθερίας φυλάκτορας, “ἀθλοφόρος τὰ ἔθνη τροπούμενος”.
Ἔκτοτε περιτρέχει ἀκούραστος τὴν μακεδονικὴν γῆν. Πολλοὶ λέγουν ὅτι τὸν βλέπουν κατὰ τὴν ὥραν τῆς μάχης νὰ πολεμᾶ ἀκάθεκτος εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, Ἀρχάγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως βροτολοιγὸς τὸ δέος, τὸν πανικὸν καὶ τὸν ὄλεθρον ἐνσπείρων εἰς τοὺς ὑπεναντίους.
Καὶ ὅταν κοπάσῃ τῶν συμπλοκῶν τὸ ἀλαλητόν, ὅταν τὰ νῶτα τῶν ὑπολειφθέντων ἐχθρῶν χαθοῦν εἰς τὸ διάσελον, ἀποσύρεται παράμερα, ἀφήνει τὸ ἄλογόν του νὰ βόσκῃ ἥσυχον εἰς τὴν χλόην, ἐνῶ αὐτὸς ἀκουμπᾶ εἰς τὸ ῥῥιζιμιὸ λιθάρι καὶ συλλογίζεται.
Τὸ πανεύμορφον πρόσωπόν του τὸ πλαισιώνουν κοντὰ γένεια γεμᾶτα ἱδρῶτα καὶ κονιορτόν, ἐνῶ τὸ βλέμμα του γλαρὸν καὶ ἀπαστράπτον, ἀντικατοπτρίζει τὴν πεποίθησίν του διὰ τὴν νίκην. Εἶναι ὁ μαχητής! Τὸ ἀκούρευτον κεφάλι του, τὰ ξεσχισμένα ἀπὸ τοὺς βάτους καὶ τὰ παλιούρια τῶν φαράγγων ἐνδύματα προσδίδουν εἰς αὐτὸν τοῦ ἥρωος τὸ σεμνοπρεπὲς μεγαλεῖον.
Δὲν εἶναι λοιπὸν ὁ Μυροβλήτης ἅγιος ἐκεῖ, καὶ ἀδίκως θὰ τὸν ζητήσουν οἱ προσκυνηταί του. Καὶ εἰς μὲν τοὺς γέροντας, τὰ νήπια, τὰς γυναῖκας, τὰ ὀρφανά, τοὺς ἀναπήρους, ὁ εὐωδιάζων τάφος του θὰ χύσῃ τὸ μύρον τῆς παραμυθίας, θὰ ἐπιστάξη γλυκερῶς τὸ ἰαματικὸν βάλσαμον εἰς τὰς πληγάς των.
Οἱ ἄλλοι ὅμως; Ὅσοι ἠμποροῦν καὶ βουνὰ νὰ ἀναβοῦν καὶ δάση νὰ διασχίσουν καὶ ἐν τούτοις ναρκωμένοι ἀπὸ τῆς μικροζωῆς τὴν ῥαστώνην ἐφησυχάζουν μὲ ἐγκληματικὴν ἀκηδίαν, ἂς ἀφήσουν τὰς ὑποκριτικὰς εἰς τὸν ναὸν καὶ τὸν τάφον του ἐπισκέψεις.
Τοὺς περιμένει εἰς τὸ πεδίον τῆς τιμῆς νὰ τὸν συνδροφεύσουν τοὐλάχιστον καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἐπιδαψιλεύσῃ ἀφθονοπαρόχως τὴν χάριν του.
Ἀρχιμ. Κύριλλος Σοφτᾶς»
«Ἐμπρός», 26-10-1948.
3.- Πενιχρά στιγμιότυπα.
Ο διαδικτυακός μίτος συναντά τον π. Κύριλλο Σοφτά: Διάκονο, το 1927, στον τότε νεοανεγειρόμενο Ιερό Καθεδρικό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Νέας Φιλαδέλφειας (Αθηνών) [http://www.panagiafiladelfeias.gr/pages/istoria]•
και Αρχιμανδρίτη, είκοσι χρόνια αργότερα, το 1947, να μεταδίδει την Θεία Κοινωνία σε μελλοθανάτους στις Φυλακές Σερρών [https://emeiserron.gr/wpcontent/uploads/2019/12/biblio-%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%9C%CE%A0%CE%91%CE%A4%CE%96%CE%97%CE%A3.pdf].
Ενώ η κατάδυση σε δημοτικά αρχεία, τον εντοπίζει, το 1956, ως εκπαιδευτικό (Καθηγητή Θεολόγο), για την ανάκληση της μετάθεσης του οποίου από την Βέροια σύσσωμο το Δημοτικό Συμβούλιο αποστέλλει τηλεγράφημα στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων (: Πέτρος Λεβαντής, ο και εκδότης του Ελληνικού Βορρά, Υπουργός Παιδείας, από 29-02-1956 έως 08-05-1957, στην Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή).
«Συνεδρίασις Δημοτικοῦ Συμβουλίου τῆς 1 Ὀκτωβρίου 1956
Ἀπόφασις 306
Τὸ Δημοτικὸν Συμβούλιον Βερροίας συνῆλθε σήμερον τὴν 1ην Ὀκτωβρίου 1956 ἔτους ἡμέραν Δευτέραν καὶ ὥραν 8.45 μ.μ. ἐν τῷ Δημαρχείῳ Βερροίας καὶ ἐν τῇ αἰθούσῃ τῶν συνεδριάσεων, κατόπιν τῆς ὑπ᾿ ἀριθμ. 28 καὶ ἀπὸ 27 Σ/βρίου 1956 προσκλήσεως τοῦ Προέδρου αὐτοῦ κ. Ἀλεξ. Χατζηκοκόλη, ἐν νομίμῳ ἀπαρτίᾳ, ὡς παρόντων ἐκ τῶν μελῶν αὐτοῦ τῶν κ.κ. 1). Ἀλεξ. Χατζηκοκόλη, 2). Εὐαγγ. Γαλανοπούλου, 3). Θεμελῆ Θεμελῆ, 4). Ἀντων. Χατζηνικολάου, 5). Θωμᾶ Κωστάκη, 6). Βασιλ. Σταυρίδου, 7). Δημ. Οὐζούνη, 8). Εὐστ. Κοτρίδου, 9). Ἀποστ. Ἀποστόλογλου, 10). Εὐθ. Τζελέπογλου, 11). Ἀναστ. Κοτζαδάμη, παρόντος καὶ τοῦ Δημάρχου Βερροίας κ. Ἀντωνίου Κεμιντζέ, ἐπίσης δὲ καὶ τοῦ ἐκτελοῦντος χρέη Γραμματέως Δημοτ. Συμβούλου κ. Θεμελῆ Θεμελῆ εἰς ἀναπλήρωσιν τοῦ ἀπουσιάζοντος Γραμματέως τοῦ Δημοτικού Συμβουλίου Δημοτικοῦ Συμβούλου κ. Νικολ. Κανδύλα, ἵνα κατὰ Νόμον συζητήσῃ καὶ ἀποφανθῇ ἐπὶ τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει τεθέντων θεμάτων. […]
Εἰσηγήσει τοῦ Δημοτικοῦ Συμβούλου κ. Θεμελῆ Θεμελῆ τὸ Δημοτικὸν Συμβούλιον ἀποφασίζει ὅπως ἀπευθύνῃ τηλεγράφημα εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ὑπὲρ παραμονῆς ἐν Βερροίᾳ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Κυρίλλου Σοφτᾶ, Καθηγητοῦ Γυμνασίου Βερροίας.»
«Τηλεγράφημα
Ὑπουργὸν Ἐθνικῆς Παιδείας-Θρησκευμάτων
Ἀθήνας
Ὑποβάλλω ὁμόθυμον παράκλησιν Δημοτικοῦ Συμβουλίου ὅπως εὐαρεστηθῆτε ἀνακαλέσητε μετάθεσιν Ἀρχιμανδρίτου Κυρίλλου Σοφτᾶ, Καθηγητοῦ Γυμνασίου Βερροίας διατηρουμένου ἐν τῇ θέσει του, μὴ γενομένης ἀποδεκτῆς παραιτήσεώς του, ἀπολαμβάνοντος ἄκρας ἐκτιμήσεως κοινωνίας ὡς προάγοντος Ἐθνικὸν θρησκευτικὸν φρόνημα.
Δημαρχῶν Βερροίας
Θ. Θεμελῆς
Ἐν Βερροίᾳ τῇ 13/10/1956»
4.- Με την πένα του Γ. Χ. Χιονίδη.
Την προσωπικότητα του π. Κυρίλλου σκιαγράφησε, με αφορμή την κοίμησή του (+ 7 Ιανουαρίου 1969), η ακριβοδίκαιη πένα του Γιώργου Χ. Χιονίδη:
«Αὐτοὶ ποὺ φεύγουν
Ἀρχιμ. Κύριλλος Σοφτᾶς
Τοῦ κ. Γ. Χ. Χιονίδη
Ὁ “Πάτερ Κύριλλος” Σοφτᾶς, ὁ, ἐπὶ 15 χρόνια, ἀνεπανάληπτος ἀρχιμανδρίτης τῆς ἐνορίας τοῦ Ἅη-Γιάννη τῆς πόλης μας, ἔσβησε, σιγὰ-σιγὰ σὰν τὸ κερί, αὐτὸς ποὺ ἦταν ὅλο νεῦρο, ζωὴ καὶ δραστηριότητα, ταλαιπωρωμένος χρόνια ἀπ᾿ τὶς οἰκογενειακὲς καὶ ἀτομικές του περιπέτειες καὶ ἀρρώστιες. Μαζύ του θὰ πάψουν καὶ οἱ εὐνοϊκὲς κρίσεις ἢ οἱ ἐπικρίσεις γιὰ τὸν ἰδιόρρυθμο χαρακτῆρα του. Δὲν γνωρίζω ὅμως, στὰ χρόνια μας, ἄλλον παπᾶ, ποὺ νὰ ἀπέκτησε τόσο πιστοὺς ἐνορίτες, ἰδιαίτερα στὴν τάξη τῶν γυναικῶν, ποὺ στὸν ἀποχαιρετισμὸ τοῦ νεκροῦ ἔδειξαν τὴν ἐκτίμηση, ποὺ τοῦ εἶχαν.
Ἦταν σύγχρονος, μορφωμένος, μὲ εὑρύτατη ἀντίληψη καὶ δραστήριος. Τὸ κήρυγμά του ἦταν ὅλο φλόγα, ἡ κάθε λειτουργία του δὲν ἦταν μιὰ ἁπλῆ, ὁποιαδήποτε, ἐπανάληψη, ποὺ προκαλεῖ φυσιολογικὰ κάποια κόπωση, ἀλλὰ εἶχε πάντοτε κάτι τὸ ξεχωριστό, τὸ ἐνδιαφέρον, τὴν ἐπιτυχημένη ἀνάλυση τῆς σχετικῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου μὲ παραδείγματα, μὲ τὶς παραβολὲς καὶ τὶς παρεμβολές του, καὶ τὶς (στὴν ἀνάγκη) ἐπιπλήξεις του, γιὰ ὅσους (ὅσες) ἔκαμαν ἀδικαιολόγητο θόρυβο ἢ ντύνονταν ἄσεβα.
Οἱ κοντινὲς καὶ μακρυνὲς ἐκδρομές, ποὺ διωργάνωνε μὲ ἑκατοντάδες χριστιανούς, σ᾿ ἐκκλησιαστικὰ κέντρα τῆς χώρας, προβάλλοντας ὕστερα σλάϊτς, κτλ, ἄφησαν ἐποχή.
Εἶχε ἀκόμη ἐπίδοση καὶ στὴν ἁγιογραφία[*]. Ἀξιοσημείωτο ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ζωή, τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες τῶν Βεροιωτῶν, μετέχοντας ἄμεσα σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις, ἀκόμα καὶ σὲ ἀθλητικὲς (κάμνοντας π.χ. τὸν ἁγιασμὸ γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς ποδοσφαιρικῆς περιόδου καὶ προτρέποντας τοὺς ἀθλητές).
Στὴν τέλεση γάμων, στὶς κηδείες, κτλ, πάντοτε εὕρισκε νὰ πῇ τὸν κατάλληλο λόγο, χαρᾶς (εὐφυολογήματα) ἢ λύπης. Δὲν ἦταν παραδόπιστος καὶ φαίνεται ὅτι πέθανε φτωχός.
Διέθετε ὡραία, κάπως βραχνὴ βέβαια φωνὴ (σὲ ἦχο, ἔνταση, χρωματισμὸ καὶ ἄρθρωση) καὶ ἡ λειτουργία του ἀκουγόταν ὁλοκάθαρη, λέξη πρὸς λέξη. Πολλοὶ πήγαιναν ἀπ᾿ ἄλλες ἐνορίες, γιὰ νὰ ἀκούσουν μιὰ σωστὴ λειτουργία.
Μὲ δυὸ λόγια ὁ “Πάτερ Κύριλλος” ἦταν ἕνας ζωντανός, ἔξυπνος ἱερέας ποὺ κατανόησε τὸ πνεῦμα, τὸ ρεῦμα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας, ἄσχετα ἂν μερικοί, πολλοὶ ἢ λίγοι, σωστὰ ἢ ἐσφαλμένα, δὲν συμφωνοῦσαν γιὰ ὡρισμένες ὑπερβολές του κτλ, ὅπως ἔλεγαν, καὶ τοῦτο γιατὶ δὲν ἔχει γίνει ἀκόμα κατανοητὸ πὼς ἕνας ἡγέτης , ποὺ ἀνοίγει νέους δρόμους ἢ ἐφαρμόζει ριζοσπαστικὰ μέτρα, εἶναι χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος, σὰν ὁδηγός, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχῃ ἐλαττώματα καὶ ἀδυναμίες (ποὺ μακάρι νὰ μὴ ἔχῃ καὶ ποὺ ὅλοι, ὅμως, λίγο ἢ πολύ, ἔχομε, ἄσχετα ἂν τὸ κρύβουμε).
Οἱ ἡγέτες (καὶ τὸν ρόλο αὐτὸ τὸν ἤξερε ἄριστα ὁ “Πάτερ Κύριλλος”, γιατὶ ἦταν θρησκευτικὸς τέτοιος) πρέπει νὰ κρίνωνται, ὄχι μονάχα ἀπ᾿ τὸ χαρακτῆρα τους, ἀλλὰ καὶ ἀπ᾿ τὸ ἔργο τους, τὴν συμβολὴ καὶ τὴν ἐπιρροή τους στὴν πρόοδο τοῦ λαοῦ. Χρειάζονται ἰδιαίτερα καλούπια καὶ κριτήρια γι᾿ αὐτούς, ἀλλοιῶς ἡ κρίση ἢ ἡ ἐπίκριση δὲν εἶναι δίκαιη, οὔτε σωστὴ καὶ ἀληθινή.
Συνεπῶς, ἡ ἐνορία τοῦ Ἅη-Γιάννη (ποὺ στὴν γιορτή του πέθανε!!!), τοῦ ὁποίου τὴν ἐκκλησία καὶ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα ἀνακαίνισε, ἡ Βέροια καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχασαν ἕνα χρήσιμο ἱερωμένο…»
«Ὁ Φρουρὸς τῆς Ἠμαθίας», 13-01-1969.
[*] Οι μεγάλες εικόνες που κοσμούν τον νάρθηκα και το επί της οδού Βενιζέλου προσκυνητάρι του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος αποτελούν έργα (αγιογραφίες) του π. Κυρίλλου.