Του Γιάννη Μαγκριώτη
Ο Πρωθυπουργός και οι ηγεσίες των κομμάτων βλέπουν στα αποτελέσματα των εκλογών, τις εικόνες που τους αρέσουν. Η πραγματικότητα όμως, είναι διαφορετική, έχει πολλές ασυμβατότητες με τις αναγνώσεις των κομμάτων. Η κομματική αισιοδοξία είναι κατανοητή, όμως, όταν δεν ακουμπά στην πραγματικότητα δημιουργεί αυταπάτες. Όλοι ξέρουμε που οδηγούν οι αυταπάτες.
Η Μεταπολίτευση, είναι μακράν η καλύτερη περίοδος της χώρας, από κάθε πλευρά, από ιδρύσεως του Ελληνικού κράτους.
Ταυτόχρονα όμως, ενσωμάτωσε και μεγάλες παθογένειες του παρελθόντος, τόσο στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, όσο και στην δομή και λειτουργία του κράτους και των κομμάτων.
Οι παθογένειες αυτές οδήγησαν στην πολύπλευρη κρίση του 2008-2009 και στα τρία μνημόνια, ένα για κάθε κυβέρνηση, από το 2010-2018.
Βασικός στόχος των μνημονίων, ήταν η δημοσιονομική εξυγίανση μέσα από την σκληρή και παρατεταμένη λιτότητα, στόχος που σχετικά έχει επιτευχθεί, χωρίς να λυθεί ταυτόχρονα και το πρόβλημα της στρεβλής παραγωγικής βάσης. Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, που θα υποστήριζε την ισότιμη ένταξη της ελληνικής οικονομίας στο νέο ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας, δεν έγινε ποτέ.
Το αντιπαραγωγικό και κοστοβόρο κράτος, πρόθυμο στον κυβερνητικό καταναγκασμό, όχι μόνο δεν απέκτησε νέες δεξιότητες για να υποστηρίξει την οικονομία και τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, αντιθέτως, λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων, ουσιαστικά καταργήθηκε.
Ζωτικές λειτουργίες του, είτε ακρωτηριάστηκαν είτε υπολειτουργούν είτε ανατέθηκαν σε ιδιωτικές εταιρείες-τεχνικούς συμβούλους.
Οι κυβερνήσεις, είτε προσπαθώντας να επιβραδύνουν αυτήν την εξέλιξη είτε να την επιταχύνουν, έχουν χάσει τον ουσιαστικό έλεγχο και προσποιούνται ότι, αυτές αποφασίζουν.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η επιταχυνόμενη ανάπτυξη των τεχνολογιών, επιδρά καταλυτικά σε όλα τα πεδία της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, χωρίς οι πολιτικές δυνάμεις, οι παραγωγικές και κοινωνικές ομάδες να μπορούν να αξιοποιήσουν τις θετικές πλευρές τους.
Οι διαρκείς κρίσεις, των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, όξυναν το πρόβλημα της αξιοπιστίας των φορέων της πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης. Η αποδιάρθρωση του κράτους και του δημοσίου ευρύτερα, η δραματική συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού, με την συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος σε μικρές ομάδες εγχώριων ή ξένων επιχειρήσεων, σε παραδοσιακές ή νέες αγορές, που δημιούργησαν οι νέες τεχνολογίες, απομείωσαν την παραδοσιακή μεσαία τάξη, δεν επέτρεψαν την δημιουργία νέας και υποβάθμισαν οικονομικά και κοινωνικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Οι εξελίξεις αυτές ακύρωσαν και όλα τα μέτωπα, κομματικά, πολιτικά και κοινωνικά, που άλλοτε πετυχημένα και άλλοτε όχι, καθόριζαν τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Στις τελευταίες εθνικές εκλογές ο βασικός λόγος της επικράτησης της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη, ήταν η εκτίμηση της πλειοψηφίας αυτών που ψήφισαν, ότι μπορούν να κυβερνήσουν καλύτερα από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, την υποτιθέμενη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, χωρίς να αξιολογείται το περιεχόμενο της πολιτικής.
Οι διαρκείς οικονομικές κρίσεις, ο φόβος του θανάτου της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, ανέδειξε ως βασικό στοιχείο της ψήφου την ύπαρξη κυβέρνησης.
Στους λίγους μήνες, από τις εκλογές, τα ακραία καιρικά φαινόμενα αποκάλυψαν ότι, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, που εκλέχτηκε ως η λιγότερο κακή, δεν επαρκεί και, η μεγάλη αποχή από τις Αυτοδιοικητικές εκλογές, οι μεγάλες ανατροπές του δεύτερου γύρου, με το ουσιαστικό και συμβολικό τους μήνυμα και την ακρίβεια καθημερινή απειλή, έστειλαν τα πρώτα ισχυρά μηνύματα αμφισβήτησης της κυβέρνησης και των επιλογών της.
Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από:
1. Την μεγάλη γεωπολιτική αστάθεια, η χώρα μας είναι στο μέσον δύο πολέμων, στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή, και στην πρώτη γραμμή των νέων ψυχροπολεμικών μετώπων.
2. Την οικονομία να κατακτά πύρριες επιτυχίες, με την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας από τους «Οίκους αξιολόγησης», που στηρίζεται όμως, σε μια δημοσιονομική βελτίωση που δημιούργησε η υπερφορολόγηση των καταναλωτών, λόγω της ακρίβειας, στην ρύθμιση του δημόσιου χρέους το 2018, στην αύξηση του δανεισμού, λόγω αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων, στην πλημμυρίδα κοινοτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, για την αντιμετώπιση της ύφεσης από την πανδημία και στην εισαγωγή κεφαλαίων για την αγορά ακινήτων και δημόσιων οργανισμών και υποδομών.
Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί, ειδικά, αν γενικευτεί ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή, ότι το 2024 και πολύ περισσότερο τα επόμενα χρόνια, η ελληνική οικονομία, θα διατηρήσει, έστω τα σημερινά δεδομένα.
Η κυβέρνηση, φαίνεται να χάνει το κύμα των ευνοϊκών συμπτώσεων γιαυτην, αφού οι κρίσεις που ξεκίνησαν το 2020, δημιούργησαν πολιτικές ευκαιρίες γ αυτήν, οι οποίες σε συνδυασμό με τις ανεπάρκειες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, την έχουν καταστήσει κυρίαρχη, χωρίς όμως να διαθέτει εφεδρείες.
Το ερώτημα τώρα είναι, αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίως ο Σύριζα-Προοδευτική Συμμαχία και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, μπορούν να συγκροτήσουν εναλλακτικές αξιόπιστες προτάσεις ή θα επιτρέψουν να γιγαντωθούν και πάλι τα πολιτικά αδιέξοδα.
Θα μπορέσουν τα κόμματα αυτά να κατανοήσουν τα πραγματικά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα σήμερα και να διατυπώσουν τις πειστικές απαντήσεις τους ή θα παραμείνουν στον γενικόλογο και αναποτελεσματικό καταγγελτικό τους λόγο. Θα κατανοήσουν ότι, δεν συγκροτείται αξιόπιστη πολιτική, επικαλούμενα την προσφορά τους στο παρελθόν ή τα λάθη του άλλου;
Θα μπορέσουν να συζητήσουν με τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, τους επαγγελματίες, τους εργαζόμενους με τους νέους/ες, ειδικότερα όλους και όλες που κινούνται στο φάσμα της καινοτομίας, με οραματικές και ριζοσπαστικές προτάσεις, και όχι με τον κοινότυπο κομματικό λόγο;
Εκεί, μέσα στην κοινωνία, στα πεδία της δημιουργίας και των αντιφάσεων, στις αγωνίες και τις αναζητήσεις των πολιτών και όχι των συνθημάτων και των κομματικών παρασκηνίων, θα συγκροτηθεί η κοινωνική, προγραμματική και εκλογική πλειοψηφία, όπως έγινε στον δεύτερο γύρο των Αυτοδιοικητικών εκλογών.