Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Όταν, φίλοι αναγνώστες, ρωτήθηκε ο Σωκράτης:
«Ποια η διαφορά μεταξύ μορφωμένου και αμόρφωτου ανθρώπου» αυτός απάντησε: «Ο μορφωμένος άνθρωπος διαφέρει από τον αμόρφωτο, όσο διαφέρει ο ζωντανός από τον νεκρό».
Μορφωμένος, βέβαια, δεν θεωρείται αποκλειστικά ο σπουδαγμένος, κάτοχος κάποιου πανεπιστημιακού διπλώματος, αλλά ο πνευματικά και ηθικά καλλιεργημένος, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που πιστεύει σε ανώτερα ιδανικά, σε αρχές και αξίες και ζει σύμφωνα με αυτές. Όποιος δεν διαθέτει την εσωτερική αυτή καλλιέργεια, ακόμη και αν είναι κάτοχος βραβείου Νόμπελ, δεν θεωρείται μορφωμένος. Ας μην ξεχνάμε πως αυτί που έκαιγαν ανθρώπους στα κρεματόρια και τους έκαναν σαπούνι, είχαν πάει πανεπιστήμιο. Άμεση σχέση ανάμεσα στη γνώση και στην ηθική δεν υπάρχει. Και η ηθική πρέπει να αποτελεί το πρώτιστο στοιχείο της συμπεριφοράς των μορφωμένων ανθρώπων, των πνευματικών ανθρώπων.
Όλοι οι λαοί στην μακραίωνη ιστορική πορεία τους, οφείλουν την προκοπή τους σ’ όλους τους τομείς, στου πνευματικούς ταγούς (ιερείς, φιλοσόφους, επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, δημοσιογράφους), στους οποίους έτρεφαν απεριόριστη εκτίμηση, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό και τους πρόβαλαν ως τα πλέον υγιή πρότυπα. Αυτή η ελάχιστη μειοψηφία των εκλεκτών αυτών ανθρώπων είναι τελείως απαραίτητη σε μια κοινωνία, για να μπορέσει αυτή να επιβιώσει και να προοδεύσει. Οι πολλοί (ο λαός) έχουν ερωτήματα, οι λίγοι (σκεπτόμενοι) έχουν απαντήσεις.
Η θετική συμβολή των διανοουμένων γενικά, έγινε με τη συνεχή, επίμονη και δραστήρια συμμετοχή τους στην αναζήτηση και τη διατήρηση της αλήθειας και στη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών για κοινωνική ευημερία. Είναι φυσικό, παρόμοιοι αγώνες να προκαλούν αντίδραση, που εκδηλώνεται με μίσος και εχθρότητα από εκείνους που έχουν τα συμφέροντά τους στο ψέμα και στην κοινωνική παρακμή.
Δεν είναι μάλιστα, λίγοι αυτοί που θυσιάστηκαν, προβάλλοντας δημόσια τις απόψεις τους και πράττοντας σύμφωνα με τις αρχές και αξίες που πρέσβευαν.
Σήμερα, στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της ύλης και του ευδαιμονισμού, στην εποχή της γενικής αδιαφορίας για τα σημαντικά της ζωής, οι άνθρωποι του πνεύματος, όχι έχουν μόνο λιγοστέψει, αλλά έχουν χάσει και ένα μεγάλο μέρος της αίγλης που είχαν άλλοτε. Το χειρότερο όμως, για όσους έχουν απομείνει, είναι το ότι σιωπούν. Κάνουν πως ούτε ακούνε, ούτε βλέπουν το κακό και την ασχήμια που μας έχουν περιζώσει από παντού και κοντεύουν να μας πνίξουν. Λουφάζουν (ας μου επιτραπεί η έκφραση) είτε γιατί φοβούνται είτε γιατί είναι βολεμένοι.
Αντί να μπουν μπροστά, όχι απλά φωνάζοντας, αλλά κραυγάζοντας εναντίον της κοινωνικής αδικίας, της ατιμίας και της απάτης, των άδικων νόμων της δικτατορίας των ισχυρών συντεχνιών, της ατιμωρησίας των κακών (όπου ισοδυναμεί με τιμωρία των καλών), του εκβαρβαρισμού της γλώσσας μας, της διάβρωσης της οικογένειας, του φανατισμού και της βίας, της παρακμής των θεσμών, έχουν περιοριστεί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στα στενά επαγγελματικά τους πλαίσια, υιοθετώντας το «ωχ αδερφέ», «δεν βαριέσαι», «άσε με ήσυχο», «καλά είμαστε, έχουμε τη δουλειά μας, καλά τα βολεύουμε» κ.λπ.
Κι όμως, με το κύρος και τις ψυχοπνευματικές ικανότητες που διαθέτουν, θα μπορούσαν να γίνουν πρότυπα «ενεργών πολιτών», παρασέρνοντας του απαθείς ανθρώπους του λαού στην κοινωνική συμμετοχή και στην πνευματική και ηθική τελείωση.
Η σιωπή είναι πράγματι χρυσός μόνο για τους ανόητους, επειδή συγκαλύπτει την απαξία τους, ενώ για τους μορφωμένους είναι μειονέκτημα γι’ αυτούς και συγχρόνως ζημιώνουν και την κοινωνία, η οποία στερείται από τις γνώσεις και το ήθος τους. Σήμερα ο κόσμος έχει αφεθεί αβοήθητος απ’ αυτούς οι οποίοι μπορούν να τον βοηθήσουν, δηλ. από τους ηγέτες του και ιδιαίτερα τους πνευματικούς. Έτσι, το μόνο που απομένει σ’ αυτό το λαό είναι το φαγητό, το αυτοκίνητο, η ταβέρνα και η χυδαία διασκέδαση σα σκυλάδικα, τα μπαρ κ.λπ. και προπαντός η τηλεόραση.
Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν, πνευματικοί άνθρωποι να ανέχονται αδιαμαρτύρητα τα όσα προβάλλει καθημερινά η πιο δύσοσμη χωματερή, που ακούει στο όνομα «τηλεόραση», το σχολείο αυτό της βίας, του εγκλήματος, της απομόνωσης, του ηθικού εκτραχηλισμού, της παραπληροφόρησης, της γενικής αποβλάκωσης;
Οφείλουν οι σκεπτόμενοι άνθρωποι να καταγγέλλουν μέρα-νύχτα τα «κακώς κείμενα», που και πολλά και μεγάλα είναι. Και προπαντός να τα βάλουν με το σύστημα εκείνο που έχει αναγάγει το χρήμα σε κυρίαρχη προϋπόθεση για την ευτυχία. Να διδάξουν με το παράδειγμά τους πως πρέπει να ψάχνουμε για άλλες αξίες για να νιώθουμε ευτυχισμένοι, για να μπορούμε να πάμε λίγο παραπέρα.
Η ευτυχία κρύβεται σε πράγματα πιο πνευματικά και πολύ λιγότερο υλικά. Το να κλείνουν τα μάτια και να γυρίζουν την πλάτη στην πραγματικότητα της κοινωνικής παρακμής και αθλιότητας, μέσα στα οποία ζούμε, δεν είναι ό,τι καλύτερο. Το καλύτερο είναι να μπουν μέσα στην αρένα και να παλεύουν, όσο επικίνδυνο και αν είναι αυτό. Να συμμετέχουν ενεργά στο παιχνίδι, αντί να παραμένουν απλοί θεατές. Να αγωνίζονται προβάλλοντας ιδανικά και αξίες όπως είναι η αγάπη, η νομιμότητα, η αλληλεγγύη, η αξιοκρατία, η εμπιστοσύνη, η ευσέβεια, η φιλοπατρία και άλλα.
Ο Χριστός, παρά το ότι έκανε την αγάπη και την ανεκτικότητα θεμέλιο της Ηθικής Του, ασκούσε βίαια κριτική για κάθε ηθικό εφησυχασμό, για κάθε υποκρισία, για κάθε κοινωνική αδικία. Αυτοί που έχουν τη δυνατότητα, ας ακολουθήσουν το παράδειγμά Του, σπάζοντας την ένοχη σιωπή τους. Και είναι, φίλοι αναγνώστες, πάντοτε ένοχη η σιωπή, όταν αυτή δεν φανερώνει την αλήθεια, ευνοώντας έτσι το ψέμα, το κακό.