Γράφει ο Γιάννης Ντισέλιας
Πριν λίγες μέρες μια τρελοπαρέα από την Βέργια μας, με καταγωγή οι περισσότεροι από το Σέλι ή Τα Καλύβια του Μπατραλέξη, έκανε κρασοσυνέλευση, στην αυλή του Πέτρου και με κάλεσαν να συμπράξω στην τελετή με το φιλτισένιο μου τουμπερλέκι μαζί με τον αξάδερφό μου τον Ντώνα με την κιθάρα του και διάφορα τραγούδια μας. Η ώρα περνούσε ευχάριστα και γεμάτη κέφι, αλλά εγώ , βλέποντας τα πρόσωπα των αγαπητών φίλων , έφερα στη μνήμη μου τους πατεράδες μας, τους ήρωες αυτούς, οι οποίοι «αλώνιζαν» κυριολεκτικά τα δάση, κόβοντας και μεταφέροντας την ξυλεία, από το Βέρμιο στην Βέργια μας, για ζέστα ή για έπιπλα, μας έδωσαν το δώρο του να έχουμε ένα σπίτι, μικρό ή μεγάλο σαυτό το βλογημένο χωριό. Οι λεγόμενοι Κυρατζήδες, που όταν τους έβλεπες από κοντά δεν σου «γέμιζαν» το μάτι, όταν έβλεπες όμως να σηκώνουν τα βαριά κούτσουρα για να τα φορτώσουν στα ζωντανά τους έστριβες αλά γαλλικά, γιατί ήταν το κορμί τους όλο νεύρα και όχι λίπος!!!!
Συνάντησα έναν από τους τελευταίους κυρατζήδες στην περιοχή μας και τον παρακάλεσα να σταθεί για λίγο, για να φωτογραφήσω τον «στόλο» του ,ευτυχώς όμως που δεν κατάλαβε (πιστεύω) ότι δάκρυζα-όχι δάκρυσα- διαρκώς, γιατί μέφερε πολλά-πολλά χρόνια πίσω, τότε που δεν είχαμε εφεδρικά αθλητικά παπούτσια, δεν είχαμε χαρτομάντιλα, δεν είχαμε χαρτί υγείας, οι πληγές στα πόδια μας και ιδίως στα γόνατα αμέτρητες, το ψωμί τρώγονταν με όρεξη το Σάββατο που ζύμωναν οι μανάδες, άιντε και την Κυριακή, αλλά από την Δευτέρα και μετά έπρεπε να το βουτάς στο νερό ή στο γάλα, το οποίο το είχαμε ευτυχώς αρκετό. Τα ούλα μας όμως υπέφεραν. Δεν δίναμε σημασία σαυτά , αλλά στο ότι όταν γύριζαν οι κυρατζήδες το βράδυ στο χωριό, τους περιμέναμε για να πάρουμε τα ζωντανά να τα ποτίσουμε στις Μεγάλες Βρύσες (Λα μ ρλι Σιόπουτι) και μετά να τα πάμε στον τόπο βοσκής, στην Κουάρδα αλ Νταμπάρη, πίσω και λίγο μακρύτερα από τις τωρινές κεραίες τηλεφωνίας, χωρίς τον φόβο που έχουν τώρα οι νέοι, γιατί η ώρα ήταν περασμένη. Χαίρομαι γιατί δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι τους, γιατί τα παιδιά τους πρόκοψαν και γιατί αγαπάνε το Σέλι (Χουάρ μουσιάτ = όμορφο χωριό). Χαίρομαι γιατί και τα πολύ γνωστά σε σας Βεργιωτάκια-φίλοι τους, κάποιας ηλικίας τώρα, χαίρονται και εκτιμούν το χωριό. Αγαπητοί μου τελειώνοντας σας λέω ότι ΔΕΝ χαίρομαι καθόλου γιατί ένας αλήτης, ένας λωποδύτης , ένα ρεμάλι……πήγε και έκλεψε από τη πηγή που είχα γράψει σε προηγούμενο άρθρο το υπέροχο τραπέζι με τους καταπληκτικούς πάγκους για να καθόμαστε άνετα, που με τόσο κόπο και χρόνο κατασκεύασε ο Παγκράτης από την Θεσσααλονίκη. ΔΕΝ πιστεύω ότι είναι κυνηγός, γιατί αυτοί ασκούς άθλημα και όχι κλεψιές. Εξάλλου η θέση είναι τέτοια, που δεν φαίνεται εκτός και αν ξέρεις το μέρος. Αν κάποιος υποψιάζεται κάτι ας μας το πει γιατί το μέρος το ετοιμάσαμε για να πηγαίνουν ΟΣΟΙ θέλουν να περάσουν καλά και δεν είναι ιδιωτική υπόθεση.
Να σας έχει καλά ο Θεός.