Γράφει ο
Θωμάς Γαβριηλίδης
ΕΙΜΙ ΜΕΛΑΣ, ΛΕΥΚΟΣ,
ΞΑΝΘΟΣ (Ε.Α. XIV, 45)
1. Ειμί μέλας, λευκός, ξανθός, ξηρός τε και υγρός,
2. εύτε δε δουρατέων πεδίων ύπερ εντανύσης με,
3. Άρεϊ και παλάμηι φθέγγομαι ου λαλέων.
ΕΙΜΑΙ ΜΑΥΡΟΣ, ΑΣΠΡΟΣ,
ΞΑΝΘΟΣ
1. Είμαι μαύρος, άσπρος, ξανθός, ξερός αλλά και υγρός,
2. και όταν με καλοαπλώσεις πάνω σε δούρειες πεδιάδες
3. με όπλο μολυβένιο και με την παλάμη κι όχι με φωνή μιλάω.
Τι είμαι;
ΣΧΟΛΙΑ
Αν λειτουργούσε το Μουσείο Εκπαίδευσης Βέροιας θα μπορούσαν να ξέρουν και οι νέοι της σήμερον ποια ήταν τα «όπλα» των μαθητών των νηπιαγωγείων στην Ελληνική Εκπαίδευση ως τη δεκαετία του 1940 και πώς ξεπροβοδούσαν οι μεγάλοι, συνήθως οι μανάδες ή οι γιαγιάδες, τους νεαρούς βλαστούς, που άρχιζαν να μπαίνουν στα δύσκολα της ζωής, που όχι σπάνια θυμίζουν πόλεμο.
Πώς ξεκινάς για τον πόλεμο, παλληκάρι μου; Πήρες όλα τα όπλα σου; Πήρες την πλάκα, πήρες το κοντύλι, πήρες το σπόγγο;
Η πλάκα ήταν μια μινιατούρα του μαυροπίνακα των σχολικών αιθουσών. Το κοντύλι έμοιαζε στο σχήμα με μολύβι, που λειτουργούσε όμως σαν κιμωλία, μόνο που δε σου άσπριζε τα χέρια, όπως η κιμωλία.
Το κοντύλι αντικατέστησε την αρχαία γραφίδα (η γραφίς, της γραφίδος) η οποία ήταν ένα εργαλείο κατάλληλο για γράψιμο ή για σκάλισμα ή για χάραγμα πάνω σε κηρωτές (αλειμμένες με κερί) ξύλινες (δούρειες) πινακίδες ή πλάκες.
Ο κομμένος κορμός δέντρου, ως γνωστόν, ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες δόρυ (το δόρι, του δούρατος-δουρός, εξ ου και δούρειος ίππος = ξύλινος ίππος).
Η γραφίδα λοιπόν και κατ’ επέκταση το μολύβι και το κοντύλι είναι το «πολεμικό όπλο» του μαθητή, όπως ήταν το δόρυ για τον πολεμιστή και με το σχήμα λόγου της μετωνυμίας μπορεί να αποκαλείται και Άρης, ο θεός του πολέμου.
Με τη συνεργασία λοιπόν του Άρη και του ανθρώπινου χεριού μια πλάκα ή μια ξύλινη (δούρεια) πινακίδα αλειμμένη με κερί μπορεί να αποκτήσει γραμμένες λέξεις που της δίνουν τη δυνατότητα να μιλάει χωρίς να έχει φωνή.
Οι μελισσάδες, αυτοί που ασχολούνται με τις μέλισσες και την παραγωγή του μελιού και του κεριού, που προέρχεται από τις κερήθρες των κυψελών, αλλά και οι συστηματικοί καταναλωτές (εραστές) του μελιού ξέρουν ότι το μέλι παίρνει διάφορα χρώματα από τα διάφορα άνθη των δένδρων, θάμνων ή λουλουδιών, των οποίων τη γύρη τρυγούν οι μέλισσες, γι’ αυτό και μπορεί να είναι μελανό (σκουρόχρωμο σαν μαύρο) (πευκόμελο), άσπρο (ελατίσιο), ξανθό (ανθόμελο). Τα χρώματα αυτά μπορεί να έχει και το κερί που προέρχεται από τις αντίστοιχες κερήθρες. Επιπλέον το κερί μπορεί να είναι ξερό (σε στερεά μορφή) αλλά και υγρό, λειωμένο.
-Αν χρειάζονται τόσα σχόλια για να βρει κάποιος τη λύση ενός αινίγματος, θα μπορούσε να μου πει κάποιος, τότε... χαιρέτα μας τον πλάτανο!-
Ζωή χωρίς δυσκολίες και αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα…
ΔΥΟ ΕΥΚΟΛΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
ΑΔΕΣΠΟΤΟ Ε.Α. XIV, 35
1. Ανθρώπου μέλος ειμί, ο και τέμνει με σίδηρος,
2. γράμματος αιρομένου δύεται ηέλιος.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
1. Ανθρώπου μέλος είμαι που ο σίδηρος το κόβει,
2. γράμμα ένα αν πετάξει, ο ήλιος βασιλεύει.
Τι είμαι;
Αν κάποιος ξέρει τα ονόματα των μελών του ανθρωπίνου σώματος στα αρχαία ελληνικά, η λύση του αινίγματος αυτού είναι εύκολη. Και πρέπει κάθε Έλληνας να ξέρει «βασικά στοιχεία» της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, γιατί πρέπει να ξέρει την ιστορία της εξέλιξης της γλώσσας που μιλάει και χάρη στην οποία δικαιούται να λέει ότι είναι Έλληνας, αν βέβαια είναι περήφανος για την καταγωγή του.
Η ελληνική γλώσσα, ως γνωστόν, δεν χάρισε μόνο πολλές λέξεις στις γλώσσες όλου του κόσμου αλλά και πήρε επίσης πολλές λέξεις απ’ όλο τον κόσμο. Οι πιο πολλές λέξεις της ελληνικής κουζίνας π.χ. (αρχής γενομένης από τη λέξη κουζίνα, που ως τη δεκαετία του 1940 πάλευε ακόμη με την ελληνική λέξη «μαγερειό» είναι λέξεις εισαγωγής από το εξωτερικό, αλλά οι λέξεις που αναφέρονται στα μέλη του ανθρώπινου σώματος, ω του θαύματος, είναι όλες ελληνικής καταγωγής (το κεφάλι, το κορμί, το χέρι, το πόδι, το μάτι, το αυτί, το δάχτυλο, το νύχι κ.λπ. είναι τα αρχαία ο όνυξ, το ους, το ομμάτιον, ο πους, το χέριον (η χειρ), το κορμίον (ο κορμός), (η κεφαλή) το κεφάλιον κ.λπ. Ανάμεσα στα ονόματα που προανέφερα υπάρχει και «το ζητούμενο».
ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ (Ε.Α. XIV, 41)
1. Μητέρ’ εμήν τίκτω και τίκτομαι, ειμί δε ταύτης
2. και άλλοτε μεν μείζων, άλλοτε μειοτέρη.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
1. Τη μάνα μου γεννάω και απ’ αυτήν γεννιέμαι
2. και είμαι απ’ αυτήν άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη.
Ποια είμαι;
Μα είναι δυνατόν μια κόρη (ένα παιδί κορίτσι ή αγόρι) να είναι μεγαλύτερη από τη μάνα της; Και όμως γίνεται!
Το παραπάνω αίνιγμα μου θύμισε έναν σπουδαστή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης από τη Θεσσαλία, συμπατριώτη ενός συγκατοίκου μου (καλή τους ώρα όπου και αν βρίσκονται τώρα). Τότε, δεκαετία του 1950 νοικιάζαμε ένα δωμάτιο τρεις φοιτητές που συχνά μάλιστα γνωριζόμασταν στο ψάξιμο δωματίου για νοίκιασμα.
Ο Θεσσαλός εκείνος σπουδαστής, όταν το έφερε η συζήτηση κάποτε, μας είχε αποδείξει με πράξεις αριθμητικής ότι είχε ζήσει ως τότε, θα ήταν εικοσιενός ή εικοσιδύο χρόνων, περισσότερα χρόνια από τη μάνα του, επειδή εκείνη κοιμόταν εννιά ώρες, το ελάχιστο, στο εικοσιτετράωρο, ενώ αυτός δεν ξεπερνούσε τις τέσσερις-πέντε… Τότε είχαμε ξεκαρδιστεί στα γέλια, τώρα όμως θα ήθελα να ξέρω πόσων χρόνων απεδήμησε η μάνα του…
Στη φωτογραφία «Δούριος Ίππος»
στην Τροία της Τουρκίας