Του Ιωάννη Ιασ. Βελέντζα Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού
Μετά από 27 χρόνια γάμου, 16 χρόνια συνδικαλιστικής περιήγησης, και 28 χρόνια ως ελεύθερος επαγγελματίας κατέληξα: να ντύνομαι στη «μπουτίκ μπαμπάς & μαμά», να τρώω από το «μάρκετ πεθερός & πεθερά» και να σας «πολεμώ» με το πληκτρολόγιο μου».
Φίλοι μου, καλή σας ημέρα,
τη στιγμή που πληκτρολογούνται οι παρακάτω γραμμούλες, το ημερολόγιο «γράφει» 13 Οκτωβρίου, ημέρα θανάτου του Παύλου μας, «ημέρα έναρξης του Μακεδονικού Αγώνα», τον οποίο Αγώνα θα εορτάσουμε με παρέλαση, ξηρά καρπά, και επισήμους με κουστουμάκια, ταγεράκια, και περισσό θράσος, που θα μας αντικρύζουν από ψηλά, από την εξέδρα.
Αναφέρομαι σε θράσος, διότι αυτοί που πιστέψανε σε μία ελεύθερη πατρίδα, δώσανε την ψυχή τους, το αίμα τους, τη ζωή τους, βρίσκονται στο χώμα και αυτοί που τους «τιμάνε» από την εξέδρα, φτιάξανε:
μία πατρίδα που κυριαρχεί η σιχαμάρα, η κονόμα, η διαφθορά, το έγκλημα, το ψέμα, η ανικανότητα,
μία πατρίδα που παντού «παρελαύνουν» ντενεκέδες χωρίς κανένα ένσημο,
μία πατρίδα που έχουν εξαφανιστεί οι αξίες, οι πολιτικές αρχές, οι ηθικές, τα ιδανικά,
μία πατρίδα χωρίς δεσμούς, γλωσσικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς, ιστορικούς,
μία πατρίδα φτωχή και χρεωμένη και δυστυχώς σε λίγο και χωρίς Έλληνες,
Ναι φίλοι μου, ο καπετάνιος μας, ονειρευότανε μία ελεύθερη πατρίδα, μία μεγάλη πατρίδα και εμείς κατασκευάσαμε, μία πατρίδα που οι νέοι της δεν χαμογελάνε, αλλά κλαίνε γιατί δεν τους «κάθεται» το μοντέλο της οθόνης του υπολογιστή, μία πατρίδα που η μάνα φωνάζει γιατί έπεσε κόκκινο κρασί στο φόρεμά της, μάρκας «φούφουτος» και ο ηλίθιος, της λέει μην ανησυχείς, θα σου πάρω άλλο!
Τότε είχαμε τον Παύλο μας, που έψαχνε να βρει χρήματα για τον αγώνα και τώρα έχουμε ΜΚΟ που μοιράζονται λεφτά για τον αφελληνισμό της πατρίδος.
Φίλοι μου, τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Ο πατέρας ήθελε ο γιος του να γίνει καλός πατριώτης και του εμφύσησε τα μεγαλειώδη ελληνικά ιδεώδη, εμείς που επιθυμούμε πλούτο, γκλαμουριά, εξοχικά Μύκονο και Σαντορίνη και …, δημιουργούμε αργόσχολους νέους, που σκοπό ζωής τους έχουν την απόκτηση καγιέν!
Εκείνα τα χρόνια η πατρίδα δεν είχε πλούτο, αλλά φτώχεια, πείνα, αλλά είχε αρχές, πίστη σε αξίες, πίστη σε ιδανικά, οι νέοι καβαλούσανε τα γαιδούρια και γελώντας πηγαίνανε σε πόλεμο!
Τότε, ο νέος έκλαιγε γιατί ήταν ξυπόλητος, τώρα κλαίει γιατί δεν του παίρνει ο μπαμπάς γόβα στιλέτο!
Τότε, ο νέος έκλαιγε γιατί δεν είχε βιβλία, τώρα γελάει που τα καταστρέφει!
«Ας καταργήσουμε το υπουργείο εξωτερικών, δεν έχει να χάσει κανείς άλλος τίποτα, εκτός από μερικούς υπαλλήλους που θα χάσουν τη θέση τους…
Δεν δουλεύω για την Κυβέρνηση, δουλεύω για τον Ελληνισμό.
Δεν αγαπώ την Κυβέρνηση, αγαπώ τον Ελληνισμό.
Σιχαίνομαι την Κυβέρνηση, δεν σιχαίνομαι τον Ελληνισμό.
Άμα συλλογίζομαι την Κυβέρνηση, πέφτω. Σηκώνομαι, όταν νιώθω τον Ελληνισμό. Πονώ για τον Ελληνισμό.
Για την Κυβέρνηση, μου έρχεται καταφρόνια.»
Φίλοι μου, με τα παραπάνω λόγια ο Ίων Δραγούμης περιέγραφε την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα, και ξαφνικά ήλθε ο θάνατος του νέου, του ωραίου, του γαλλοτραφούς αριστοκράτη αξιωματικού, να ανοίξει τους ασκούς τους Αιόλου για την ελληνική εξωτερική πολιτική, ήλθε ο τραγικός χαμός για να ανάψει τη σπίθα του αγώνα εναντίον των επιβουλέων της Μακεδονίας.
Φίλοι μου σας παρακαλώ να μην τον ξεχνάμε.
Ήταν όμορφος. Ξεχώριζε μέσα στην μπλε στολή του.
Ένας νέος της εποχής, τέκνο δύο μεγαλοαστικών οικογενειών.
Αριστοκράτες και πλούσιοι.
Ένας νέος πλούσιος, μορφωμένος, με στρατιωτικές διακρίσεις που θα πίστευε κανείς ότι διψούσε για τη ζωή και αντί να επιλέξει τον εύκολο δρόμο τον στρωμένο με κόκκινα χαλιά (σημερινή εξέδρα), αποφάσισε να «κυνηγήσει» τον θάνατο!
Άραγε πως είναι δυνατόν ένας νέος να αγαπά τόσο λίγο τη ζωή του;
Και τόσο πολύ την πατρίδα του.
Εμείς, οι μέτριοι, είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα.
Μας είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν και οι άλλοι, που με το θάνατό τους ισοπεδώνουνε τη μετριότητα.
Αυτός ήταν ο Παύλος μας.
Ο δικός μας Παύλος. Αυτός που πίστευε ότι με το θάνατό του θα έδινε ζωή στο έθνος.
Και καλά πίστευε.
Με το θάνατό του ξύπνησαν οι κοιμισμένοι, δυνάμωσαν οι αδύναμοι (όχι εγώ!), ήπιαν νερό οι διψασμένοι, ...
Φίλοι μου, όταν «γκρεμιστούν» οι εξέδρες και «οι ανίκανοι χωρίς αξία που κρατάνε θέσεις και πρωτεία», γίνουν ένα με το λαό, τότε θα μπορούμε και εμείς οι χοντρούληδες να ελπίζουμε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΠΑΤΡΙΔΑ!