Κάθε πρωί η ευθυμία έπαιρνε το λεωφορείο τής γραμμής για την δουλειά της. Δούλευε στα γραφεία μίας ναυτιλιακής εταιρείας.Ενα τετράγωνο πριν το γραφείο, έβλεπε την ίδια εικόνα.Εναν ηλικιωμένο άνδρα, άστεγο να μοιράζεται το λιγοστό φαγητό του με τον σκύλο του.Ενα αδύνατο, αδέσποτο ένωσε την ζωή του,με έναν άνθρωπο,που όπως φαινόταν, τούς ένωναν πολλά.Πολλες, φορές όταν η ευθυμία πήγαινε προς την στάση,για να γυρίσει σπίτι της,εκεί γύρω στις τέσσερεις, τούς έβλεπε αγκαλιάσμενους, να κοιμούνται,πάνω, σέ ένα μεγάλο χαρτοκουτο.Μερικοι φιλάνθρωποι,άφηναν τρόφιμα, φρούτα, παπούτσια, καμμιά κουβέρτα... Μέχρι να έρθει το λεωφορείο,η ευθυμία, τούς παρατηρούσε από μακριά και σκεπτόταν.....
ώς να ήταν άραγε η ζωή αυτού τού ανθρώπου;Τι τον ανάγκασε να μείνει στον δρόμο;Οι σκέψεις την έκαναν συντροφιά σε όλη την διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι της.Μα μόλις έμπαινε μέσα,ο νους, εστίαζε στα δικά της, προβλήματα, που δεν ήταν και λίγα.Βεβαια κάθε φορά που ενοιωθε ότι απελπίζεται, έφερνε στο μυαλό της,τον άστεγο, άνδρα.Μια μέρα, μόλις κατέβηκε στην στάση, άκουσε,για πρώτη φορά,την φωνή του...Ανατριχιασε,από τον πόνο, πού είχε η φωνή του, καθώς φώναζε τον σκύλο του...Τζακ... Τζακ...με αγωνία,με πανικό... Γύριζε γύρω γύρω τ τετράγωνο, πήγε μέχρι το κοντινό πάρκο... Τίποτε... Ένοιωσε εγκατάλειψη,μοναξιά...Το έβλεπες από τον τρόπο ,που έπεσε στο χάρτινο στρώμα του.
Σέ μία εξόρμηση οι υπάλληλοι της υπηρεσίας για τα αδέσποτα πήραν τον Τζακ , κάποια στιγμή πού το αφεντικό του έλλειπε , προφανώς για ανεύρεση τροφής Ο Τζακ δεν βρέθηκε ποτέ.. .
.Ο ηλικιωμένος άνδρας, μετά από λίγο καιρό, εξαφανίστηκε από το στέκι του. Η ευθυμία δεν τον ξαναείδε,από τότε.Ομως, αυτά τα δύο πλάσματα, έγιναν η αιτία,να υιοθετήσει,ένα δικό τής σκύλο.Δεν ήταν ποια μόνη, είχε ένα φίλο να τη περιμένει με χαρά,όταν γυριζε από την δουλειά της.Ειχε τον Λουπο.Απο τότε κάθε φορά πού κοίταζε την γωνιά τού μοναχικού άνδρα σκεφτόταν....Τι τυχερή ήταν, πόσο όμορφη ήταν η ζωή με όλες τής δυσκολίες της.Ηταν ευγνώμων όταν κοιτούσε τα μάτια τού λουπο,όταν έκανε χαρές τρέχοντας στην αγκαλιά της, κάθε φορά πού γύριζε από το γραφείο.
Όλγα Κουτμηριδου -Μεταξα