Γράφει ο
Θωμάς
Γαβριηλίδης
Α΄ ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΧΩΜΑ
1. Είμαι ζώων μέλος που
το χώμα τ’ αγαπάει
2. αν μ’ αφαιρέσεις ένα
μόνο γράμμα, γίνομαι
3. μέλος άλλο του
κεφαλιού. Κι άλλο γράμμα
4. αν αφαιρέσεις,
θα ξαναγίνω ζώο.
Κι αν και τρίτο,
5. δεν θα με βρεις να είμαι πια μόνο
ένα μέλος αλλά διακόσια.
(ποιο μέλος είμαι;) – ΠΟΥΣ – ΟΥΣ – ΥΣ – Σ.
Α΄ ΧΑΜΑΙΖΗΛΟΝ ΖΩΩΝ ΜΕΛΟΣ (Ε.Α. XIV, 105)
1. Ειμί χαμαίζηλον ζώων μέλος, ην δ’ αφέλης μου
2. γράμμα μόνον, κεφαλής γίνομαι άλλο μέρος.
3. Ην δ’ έτερον, ζώον πάλιν έσσομαι, ην δε και άλλο,
4. ου μόνον ευρήσεις, αλλά διηκόσια.
Β΄ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΕΡΠΑΤΩ
1. Έχοντας τέσσερα γράμματα, φτάνω στο τέλος του δρόμου.
2. Αν αφαιρέσεις το πρώτο μου γράμμα, ακούω.
3. Αν και το δεύτερο μετά από αυτό επίσης, θα με βρεις
4. να είμαι ο μεγαλύτερος φίλος του βούρκου.
5. Αν όμως το τελευταίο μου γράμμα αφαιρέσεις,
6. θα βρεις τοπικό επίρρημα (ΠΟΥΣ-ΟΥΣ-ΥΣ-ΠΟΥ).
B΄ ΑΝΥΩ ΤΡΙΒΟΝ (E.A. ΧΙV, 106)
1. Τέσσερα γράμματ’ έχων, ανύω τρίβον, ην δε το πρώτον
2. γράμμ’ αφέλης, αΐ ω, και το μετ’ αυτό πάλιν
3. βορβόρω ευρήσεις εμέ φίλτατον. Ην δε τολοίσθιον
4. αίρης, ευρήσεις εισέτι ρήμα τόπου.
Τι είμαι; (ΠΟΥΣ=πόδι, ΟΥΣ=αυτί, ΥΣ=γουρούνι, ΠΟΥ)
ΣΧΟΛΙΑ
Για να λύσει κάποιος τα δύο πρώτα αινίγματα θα πρέπει να ξέρει πως έλεγαν τα διάφορα μέλη του σώματος των ζώων οι αρχαίοι Έλληνες (και οι οπαδοί της καθαρεύουσας) και πώς χρησιμοποιούσαν τα 24 γράμματα της αλφαβήτας για να παραστήσουν τους αριθμούς.
Είναι επομένως απαραίτητο στους σύγχρονους Έλληνες ένα λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης και μια Γραμματική της.
Γ΄ ΟΠΟΙΟΣ ΒΛΕΠΕΙ ΔΕ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙ
Ούτε ένας, που βλέπει, δε με βλέπει,
Αν όμως δε βλέπει, με βλέπει.
Ο άλαλος λαλεί κι αυτός που δεν τρέχει, τρέχει.
Είμαι ψεύτικος που λέει όλες τις αλήθειες.
Ποιος είμαι; - ο Όνειρος = το όνειρο.
Γ΄ Ο ΒΛΕΠΩΝ ΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΜΕ (Ε.Α. ΧIV, 110)
1. Ουδείς βλέπων βλέπει με, μη βλέπων δ’ ορά.
2. Ο μη λαλών λαλεί, ο μη τρέχων τρέχει.
3. Ψευδής δ’ υπάρχω, πάντα τ’ αληθή λέγων.
Δ΄ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ, ΣΕ ΚΟΙΤΑΖΩ
1. Αν με κοιτάξεις κι εγώ σε κοιτάζω.
2. Εσύ βέβαια με βλέπεις με τα βλέφαρά σου
3. αλλά εγώ με βλέφαρα όχι, επειδή βλέφαρα δεν έχω.
4. Αν όμως θέλεις, μιλώ χωρίς φωνή,
5. επειδή εσύ έχεις φωνή, ενώ τα χείλη μου
6. άπραγα χωρίς ήχους ανοίγουν.
Δ΄ ΑΝ Μ’ ΕΣΙΔΗΣ, ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΕ (Ε.Α. XIV, 56)
1. Αν μ’ εσίδης, και εγώ σε. Συ μεν βλεφάροισι δέδορκας
2. αλλ’ εγώ ου βλεφάροις, ου γαρ έχω βλέφαρα.
3. Αν δ’ εθέλης, λαλέω φωνής δίχα, σοι γαρ υπάρχει
4. φωνή, εμοί δε μάτην χείλε’ ανοιγόμενα.
Τι είμαι; -είσοπτρον, έσοπτρον = καθρέφτης
Ε΄ ΤΙΠΟΤΕ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Τίποτε δικό μου δεν έχω μέσα μου
και όλα μπαίνουν μέσα μου
και σ’ όλους δίνω δωρεάν όσα έχει η χάρη μου.
Ε΄ ΟΥΔΕΝ ΕΣΩΘΕΝ ΕΧΩ (E.A. XIV, 108)
1. Ουδέν έσωθεν έχω, και πάντα μοι ένδοθέν εστι,
2. προίκα δ’ εμής αρετής πάσι δίδωμι χάριν.
-Τι είμαι;
ΣΤ΄ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΑΣ
1. Είναι ένα ζώο πάνω στη γη
2. που είναι δίποδο και τρίποδο αλλά και τετράποδο,
3. αλλά όμως έχει μόνο μια φωνή.
4. Είναι το μόνο απ’ όσα έρποντας κινούνται
5. πάνω στη γη, ψηλά στον αιθέρα και κάτω στη θάλασσα,
6. που μεταβάλλει τη φύση του σώματός του.
7. Αλλά όταν περπατά στηριζόμενο πάνω
8. σε περισσότερα πόδια,
9. τότε η ταχύτητα των μελών του γίνεται πολύ λιγότερη.
(Ποιο είναι;)
ΣΤ΄ ΕΣΤΙ ΔΙΠΟΥΝ, ΤΕΤΡΑΠΟΝ ΚΑΙ ΤΡΙΠΟΝ (Ε.Α. XIV, 64)
1. Έστι δίπουν επί γης και τετράπον, ου μία φωνή,
2. και τρίπον, αλλάσσει δε φυήν μόνον, όσα επί γαίαν
3. ερπετά κινείται ανά τ’ αιθέρα και κατά πόντον.
4. Αλλ’ οπόταν πλείστοισιν ερειδόμενον ποσί βαίνη,
5. ένθα τάχος γυίοισιν αφαυρότατον πέλει αυτού.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι τύποι «τετράπον» αντί τετράπουν και «τρίπον» αντί τρίπουν είναι ποιητικοί και εξυπηρετούν το μέτρο, που εδώ είναι δακτυλικό εξάμετρο.
ΣΦΙΓΓΑ
Η Σφίγγα (αρχ. η Σφιγξ, της Σφιγγός) ήταν ένα μυθολογικό τέρας της ελληνικής και της αιγυπτιακής μυθολογίας. Είχε ανθρώπινο κεφάλι και σώμα λεονταριού ή κριαριού.
Μεταφορικά ονομάζεται Σφίγγα και ένας άνθρωπος που δεν φανερώνει τις σκέψεις του, ο λεγόμενος και κρυψίνους.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία η Σφίγγα ήταν κόρη της Έχιδνας (οχιάς) και του Τυφώνα ή του Όρθρου και κατοικούσε στα βουνά της Βοιωτίας. Είχε πρόσωπο γυναίκας, αλλά στήθος κορμί και ουρά λεονταριού και φτερά πτηνού.
Η Σφίγγα καθόταν πάνω στο Φίκιον όρος, το οποίο χώριζε τις πεδιάδες των Θηβών και της Κοπαΐδας και ζητούσε από τους Θηβαίους που περνούσαν από μπροστά της να της λύσουν ένα αίνιγμα το οποίο της είχαν μάθει οι Μούσες και το οποίο έλεγε «Τι εστιν, ο μίαν έχων φωνήν, τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;». Όποιους δεν μπορούσαν να λύσουν το αίνιγμα αυτό (και κανένας δεν μπορούσε να το λύσει, ώσπου το έλυσε ο περίφημος Οιδίποδας) τους καταβρόχθιζε. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Θηβαίων.
Τη Σφίγγα λεγόταν ότι την είχε βάλει στο Φίκιον όρος ο θεός Άρης για να τιμωρήσει τους απογόνους εκείνου που είχε σκοτώσει τον δράκοντα της θηβαϊκής πηγής του Κάδμου.
Άλλη παράδοση έλεγε ότι τη Σφίγγα την είχε στείλει στη Θήβα από την Αιθιοπία η θεά Ήρα για να εκδικηθεί τους Θηβαίους που την περιφρονούσαν.
Όταν ο Οιδίποδας έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, αυτή από το κακό της έπεσε από το βράχο, πάνω στον οποίο καθόταν, και γκρεμοτσακίστηκε, ενώ ο βαριόμοιρος Οιδίποδας ως νικητής, που νόμιζε ότι ήταν γιος του βασιλιά της Κορίνθου, πήρε ως βραβείο για γυναίκα του τη βασίλισσα των Θηβών, την Ιοκάστη, την πραγματική μάνα του, που είχε μείνει χήρα πρόσφατα, επειδή ο βασιλιάς άνδρας της, ο Λάιος, είχε σκοτωθεί σε κάποιο σταυροδρόμι έξω από τη Θήβα από κάποιον άγνωστο, που δεν ήταν άλλος από τον Οιδίποδα, τον «χαμένο» γιο του.
Η ζωή και οι περιπέτειες του Οιδίποδα ενέπνευσαν στον κορυφαίο Αθηναίο δραματουργό Σοφοκλή, δύο από τα υπέροχα δράματά του: «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ».