Ως νέα καλλιέργεια στην Ελλάδα, η ροδακινιά δεν ευτύχησε να αποτελέσει το θέμα βιβλίων, όπως συμβαίνει, π.χ., με τα ελαιόδεντρα και τα αμπέλια που είναι ταυτισμένα, αιώνες τώρα, με την ιστορία της χώρας μας. Θεωρώ, όμως, ότι η Κεντρική Μακεδονία έπρεπε να έχει τιμήσει προ πολλού, με αυτόν τον τρόπο, το φρούτο που εξασφαλίζει τα προς το ζην σε χιλιάδες νοικοκυριά, ταξιδεύοντας μας στην ιστορία του.
Ενθαρρυμένη από τη δήλωση του Κώστα Βοργιαζίδη, υποψήφιου Δημάρχου για τον Δήμο Βέροιας, ότι είναι πολύ σημαντικό να χαρακτηριστεί το ροδάκινο Βέροιας ΠΟΠ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας τα λίγα που έμαθα για την γοητευτική ιστορία του δέντρου. Με εκκίνηση, βεβαίως, την Κίνα, τον τόπο καταγωγής του, όπου το ροδάκινο θεωρείτο, χιλιάδες χρόνια πριν, σύμβολο της μακροζωίας, ακόμη και της αθανασίας. Και με την ελπίδα ότι, αν γνωρίσουμε κάτι από την ιστορία του δέντρου δίνει ζωή σε πολλά χωριά μας, ίσως το τιμήσουμε λίγο παραπάνω με κάποια έκδοση και κυρίως, προωθώντας επιτέλους τον χαρακτηρισμό του ως ΠΟΠ.
Αυτοφυής στην Κίνα, η ροδακινιά ήρθε στη Μεσόγειο μέσω Περσίας, τον 4ο αιώνα π.Χ., με τις εκστρατείες, πιθανόν, του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό και ονομάστηκε Περσική Μηλέα. Έτσι την αναφέρει ο Θεόφραστος στο έργο του «Περί φυτών ιστορίας», ενώ malum persicum ήταν αντιστοίχως το όνομά της στα λατινικά. Και όταν το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε, το φρούτο έμεινε να λέγεται persicum, και persica στον πληθυντικό, απ’ όπου ονομάστηκε το ροδάκινο σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες: peach στα αγγλικά, pêche στα γαλλικά, pfirshisch στα γερμανικά, perzik στα ολλανδικά κ.ά.
Στα λατινικά, όμως, είχαμε και τα duracina από τα οποία, ως δάνειο, προέκυψαν τα δικά μας δωράκινα και κατόπιν ροδάκινα. Οι εκδοχές των ιστορικών για την προέλευση της λέξης ποικίλλουν. Ορισμένοι τη συνδέουν με το Δυρράχιο της Αδριατικής (ίσως επειδή καλλιεργούνταν εκεί), άλλοι με την πόλη Durâk της Περσίας, ενώ αρκετοί εκτιμούν ότι έλκει τη ρίζα της από το duracinus (που έχει σκληρό κουκούτσι) ή ότι περιέγραφε μια ποικιλία μεγάλων, όψιμων και σκληρόσαρκων ροδάκινων. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Πλίνιος (1ος αι. μ.Χ.) θεωρούσε τα duracina καλύτερα από τα persica. Το ίδιο πίστευε έξι αιώνες αργότερα, στους βυζαντινούς χρόνους, και ο ονομαστός ιατρός Παύλος Αιγινήτης, υποστηρίζοντας ότι τα δοράκινα είναι πιο γλυκά.
Να λοιπόν μία παλαιότατη γραπτή αναφορά στα δοράκινα, τα οποία σε άλλα ελληνικά κείμενα τα βρίσκουμε και ως δωράκινα, από τους Ελληνιστικούς ακόμη χρόνους. Επειδή όμως η λέξη δοράκινα δεν σήμαινε τίποτε στα ελληνικά, με μία αντιμετάθεση φθάσαμε στα ροδάκινα, πιθανόν με την παρετυμολογική επίδραση από τα ρόδα.
Μαγικό το ταξίδι των λέξεων. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι η πρώτη σκέψη μου μόλις πρωτοδιάβασα τη λέξη δωράκινα, ήταν ότι έλκει την καταγωγή της από τα δώρα. Εκεί με πήγαν, συνειρμικά, οι ανθισμένες ροδακινιές. Γιατί δώρο θεωρώ τη θέα του κάμπου της Βέροιας, όταν τα λεπτά άνθη της ροδακινιάς τον μεταμορφώνουν σε μια «θάλασσα» από ροζ όλων των τόνων. Όπως δώρο είναι και οι καρποί άριστης ποιότητας που δίνει το δέντρο στην περιοχή του Δήμου Βέροιας όπου, όπως όλοι γνωρίζουμε, η καλλιέργεια της ροδακινιάς αποτελεί αποκλειστικό μέσο βιοπορισμού για πολλά χωριά.
Πώς έτρωγαν οι παλαιοί μας τα ροδάκινα; Φρέσκα, αποξηραμένα, σε χυμό αλλά και μαγειρευτά. Μιλώντας για Βυζάντιο, ο ιατρός Αλέξανδρος Τραλλιανός (6ος αι.) στο έργο του «Περί Πυρετών» παραδίδει δύο τρόπους. Μαγειρευτά (περσικά εφθά) και κρεμασμένα πάνω από ατμό. Από τα περσικά, ελαφρώς όξινα, παρασκεύαζαν ξίδι. Σας μπήκαν ιδέες για συνταγές;