Του Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου,
mosio@otenet.gr
Στις 26.3.1906 μπήκε στη Μακεδονία το σώμα του Μανιάτη (Καλύβες Καρδαμύλης) επιλοχία πυροβολικού Παναγιώτη Παπατζανετέα που έδρασε με το προσωνύμιο καπετάν «Παναγιώτης». Απλοϊκός, άκαμπτος, ασκητικός τύπος με σπάνια σωματική αντοχή, βαθειά τίμιος μέχρι σχολαστικότητας, δεν χάνονταν σε πλάγιους υπολογισμούς ή υπεκφυγές. Η υπηρεσία που του ανέθεταν γίνονταν σκοπός του και σκοπός της ζωής του ήταν πάντοτε να υπηρετεί την πατρίδα.
Το σώμα του Παπατζανετέα μαζί με το σώμα του λοχία πεζικού Ιωάννη Σακελλαρόπουλο («Ζήρια») αλλά και το σώμα του Κρητικού υπολοχαγού Εμμ. Μπενή με 33 άντρες, ακολούθησαν το δρομολόγιο μέσω Ολύμπου – Πιερίων. Όλοι μαζί το πρωΐ της 6.4.1906 πέρασαν τον Αλιάκμονα με το «Κοκοβίτικο Καράβι» (πορθμείο-σάλι), αλλά ο Μπενής κατευθύνθηκε προς τη Νάουσα, ενώ τα άλλα δύο σώματα έμειναν μία μέρα στη Μέτση. Το βράδυ έφυγαν και έφθασαν στο Βάλτο, συγκεκριμένα μπήκαν στην καλύβα της «Τούμπας» Τριχοβίστας (βόρεια από το σημερινό Καμποχώρι Ημαθίας). Εκεί ο Παπατζανετέας συνάντησε τον Αναγνωστάκο («Ματαπά») και παρέλαβε το ταμείο. Όταν τον ενημέρωσε ότι είχε δώσει στον οδηγό Γιώργη Αμμιώτη τρία μετζίτια και ο «Ζήριας» μια λίρα στον άλλο οδηγό Τζόλα Θεοχαρόπουλο, ο Ματαπάς κάλεσε τους οδηγούς και τους μάλωσε λέγοντας ότι πρέπει να εργάζονται χωρίς μισθούς.
Ο Παπατζανετέας τάχθηκε υπό τις διαταγές του Αναγνωστάκου και έμεινε μαζί του λίγες μέρες, για να συνηθίσει τη ζωή μέσα στη λίμνη και τότε έμαθε την τέχνη των επιχειρήσεων στο Βάλτο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας το σώμα ενεργούσε περιπολίες για να επιτηρεί τις βουλγάρικες καλύβες ή για να εντοπίζει άλλες άγνωστες ή καινούργιες. Τη νύχτα μαζί με τον οπλαρχηγό Δράκο (ανεψιό του αρχηγού της λίμνης Ρήγα), συνήθως φορώντας χωριάτικα ρούχα (βλ. φωτογραφία) έβγαιναν στα χωριά που προστάτευαν, κατηχούσαν τους χωρικούς και τους ενθάρρυναν γιατί ως τότε δεν είχαν δει ελληνικό σώμα, είτε αναλάμβαναν επιχειρήσεις στην κοντινή περιοχή.
Το καλοκαίρι του 1906 ο Παπατζανετέας συνέχισε να κάνει εκτεταμένες έρευνες για εχθρικές καλύβες και κρησφύγετα. Μια μέρα σκαρφαλωμένος σε ένα ψηλό δένδρο επισήμανε τη βουλγαρική καλύβα του Ζερβοχωρίου, το αρχηγείο των κομιτατζήδων της λίμνης. Ήταν καλά κρυμμένη και για να την πλησιάσει άνοιξε νέο δρόμο ανάμεσα στις καλαμιές μέχρι τα δύο χιλιόμετρα πριν από αυτήν. Τότε θέλησε να φτιάξει μια καινούργια καλύβα κοντά στη βουλγαρική, αλλά δεν τον άφησε ο αρχηγός καπετάν Κλάπας. Οι σχέσεις τους είχαν επιδεινωθεί.
Η αιφνίδια προσβολή του καπετάν Παναγιώτη από ελονοσία, τον υποχρέωσε ζητήσει ν’ αποσυρθεί προσωρινά στη Θεσσαλονίκη για νοσηλεία. Τότε ο Κλάπας έστειλε τον λοχία Δημ. Παντή να αναλάβει την καλύβα της Τριχοβίστας. Ο Παπατζανετέας συναντήθηκε με τον Κλάπα στην καλύβα Κρυφή, μετά στην καλύβα Τσέκρι. Μετά, σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του: «Με μια πλάβα βγήκα στη σκάλα του χωριού Σχοινά και συγχρόνως πίσω μου βγήκαν και οι τέσσερις άντρες μου. Από το χωριό Σχοινά όπου πήγα, πήρα έναν οδηγό και τράβηξα στα Καλύβια [Κλειδίου ;]. Εκεί, ύστερα από μισή ώρα έφτασε από το Γιδά ο γιατρός Κωνσταντινίδης για να με δεί. Συγχρόνως έφτασε και ο αγγελιοφόρος από το κέντρο με μια σημείωση του Ζώη». Αγγελιοφόρος ήταν ο Καραχάλιος (ή Κραχάλας) από το Τσινάφορο με μήνυμα του Ζώη (Δ. Κάκκαβου) υπεύθυνου του Κέντρου για τη λίμνη, που τον καλούσε να μεταβεί άμεσα στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές Αυγούστου 1906 ο καπετάν Παναγιώτης, αφού έσκισε όλη την 7μηνη αλληλογραφία του, έφυγε με οδηγό τον Καραχάλιο για την Κουλακιά και από εκεί ντυμένος με ρούχα χωρικού ανέβηκε σ’ ένα κάρο, στο οποίο συνταξίδευε κι ένας Τούρκος χωροφύλακας, με αγωνία μήπως αναγνωρισθεί και συλληφθεί έφτασε στη Θεσσαλονίκη.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του είχε την ευκαιρία να ενημερώσει τους αξιωματικούς του Κέντρου Θεσσαλονίκης για την κατάσταση της λίμνης. Πρότεινε λοιπόν να κατασκευασθούν ελληνικές καλύβες κοντά στις βουλγαρικές, ώστε να επιτηρούνται συνεχώς και να παρεμποδίζονται οι κινήσεις των τσετών.
Όσο έλειπε ο Παπατζανετέας, στις 11.8.1906 (ή 18.8.1906) ολόκληρο το από 48 άνδρες σώμα του Κλάπα, στο οποίο συμμετείχε και ο Γκόνος, επιτέθηκε άσκοπα κι επικίνδυνα εναντίον της βουλγάρικης καλύβας «Καρυόφτσα», αλλά υπέστη πανωλεθρία από τους κομιτατζήδες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο και να τραυματισθούν τρείς από τους Έλληνες αντάρτες. Κατά την επιχείρηση σκοτώθηκε ο Γεώργιος Κατσιμίχας από τη Θήβα, του οποίου «μετά πολλού σεβασμού φέρεται το όνομα […] ανά το Ρουμλούκιον». Σκοτώθηκε κι ένας Τούρκος οδηγός του σώματος, που, όταν οι κομιτατζήδες τον έπιασαν ζωντανό, αυτός φώναζε κι εκλιπαρούσε τους άνδρες του Κλάπα να τον σκοτώσουν για να μην μείνει ζωντανός στα χέρια των Βουλγάρων, αλλά δυστυχώς το κεφάλι του το κρέμασαν οι Βούλγαροι στα σύρματα του τηλέγραφου.
Όμως ο Κλάπας έστειλε ως απεσταλμένο του τον Ντίνα με αναφορά στη Θεσσαλονίκη με την οποία υποστήριζε ότι (δήθεν) είχε κατασκευάσει καλύβες στην Πρίσνα και την Πλάσνα. Ο Παπατζανετέας εξήγησε στο «Ζώη» (Δ. Κάκκαβο) ότι η αναφορά του Κλάπα περιείχε πολλά ψέματα, καθώς ήταν αδύνατο να χτιστούν καλύβες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Έμεινε 16 μέρες στο Κέντρο για να ανακτήσει δυνάμεις από τους πυρετούς που τον είχαν εξαντλήσει. Το Προξενείο ενέκρινε τελικά τη μέθοδο δράσης του Παπατζανετέα και τον εξουσιοδότησε για την εφαρμογή του. Παράλληλα του ανέθεσε την αρχηγία της νοτιοδυτικής λίμνης και του σώματος Μπενή, ο οποίος επίσης είχε προσβληθεί από ελονοσία.-