Με δοξολογία στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό του Μανχάταν της Νέας Υόρκης ( 10,30 τοπική ώρα) και την καθιερωμένη παρέλαση στις 3 το μεσημέρι ( ώρα Νέας Υόρκης) κορυφώνονται σήμερα Κυριακή 30 Μαρτίου οι εκδηλώσεις της ομογένειας για τον εορτασμό της 25η Μαρτίου. Στις εκδηλώσεις ξεχωριστός επίσημος προσκεκλημένος των ομογενειακών ιδρυμάτων της Νέας Υόρκης είναι ο Στρατηγός ( ε.α), πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας, πρώην Αρχηγός ΓΕΣ, κ. Φράγκος Φραγκούλης, ο οποίος παρουσίασε σε κατάμεστη αίθουσα της Αστόρια, την Παρασκευή 28 Μαρτίου, το βιβλίο του "Ποια Τουρκία; Ποιοι Τούρκοι;" Την Δευτέρα 1η Απριλίου η ελληνική αποστολή θα επισκεφθεί τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής κ. Δημήτριο. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκλήθηκε στην ελληνική αποστολή, η θερμή υποδοχή της ομογένειας. Ο Στρατηγός Φράγκος, ως ο κατ΄εξοχήν επίσημος προσκεκλημένος, σε τελετή που περιελάμβανε την έπαρση της αμερικανικής και της ελληνικής σημαίας , το μεσημέρι της Παρασκευής 28 Μαρτίου, στο κέντρο του Μανχάταν απεύθυνε χαιρετισμό( στα αγγλικά και τα ελληνικά, ενώ πριν είχε διαβαστεί στα αγγλικά το βιογραφικό του σημείωμα) στους παρευρισκόμενους, τονίζοντας την αναγκαιότητα το ελληνικό λόμπυ των ΗΠΑ να ενεργοποιηθεί δυναμικότερα για την διάσωση της Ελλάδας και την επίλυση φλεγόντων ζητημάτων της πατρίδας μας, όπως το Κυπριακό, η ΑΟΖ, αλλά και την διεθνή απομόνωση της άκρατης επιθετικότητας της Τουρκίας. Ο Στρατηγός αναφέρθηκε ιδιαίτερα στους Έλληνες Ευζώνους της Προεδρικής Φρουράς, για τους οποίους είπε ότι αποτελούν την συνέχεια των αρχαίων Μυρμιδόνων του Αχιλλέα. Τα ομογενειακά σωματεία διάβασαν το μήνυμα του προέδρου των ΗΠΑ κ. Ομπάμα, ο οποίος κήρυξε την ημέρα της ελληνικής εθνικής παλιγγενεσίας, ως επίσημη εορτή των ΗΠΑ.
Η ομιλία του Στρατηγού Φράγκου στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ποια Τουρκία; Ποιοι Τούρκοι;" στην Νέα Υόρκη
Ο πρωταρχικός σκοπός της µελέτης ήταν να διερευνηθούν οι µεταλλαγές των πληθυσµών της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε αυτή της οθωµανικής και εν συνεχεία της σύγχρονης Τουρκίας. Παράλληλα τέθηκε ένας επιπλέον στόχος, ο οποίος ήταν να αντιµετωπιστεί ή να υπεραπλουστευτεί η ιδέα ότι η οθωµανική αυτοκρατορία ήκµασε, παρήκµασε και καταλύθηκε και συνεχίζει, ως τουρκικό κράτος, να πορεύεται προς την κατεύθυνση διαµόρφωσης αµιγώς εθνικού κράτους µε την απορρόφηση των µειονοτήτων ή τον εξοστρακισµό τους.
Ο λόγος λοιπόν της χρήσης και αξιοποίησης του ιστορικού υλικού δεν έχει ως επιστηµονική στόχευση την ανατροπή ή την επικύρωση της µέχρι σήµερα διενεργηθείσας ιστορικής έρευνας στον τοµέα της οθωµανικής περιόδου ή της περιόδου από το 1923 και εντεύθεν. Έχει σκοπό τη χρήση των µέχρι σήµερα ιστορικών συµπερασµάτων που χαρακτηρίζουν τις δύο αυτές περιόδους, µε στόχο την εξαγωγή γεωπολιτικών συµπερασµάτων αναφορικώς µε το γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας στο Σύµπλοκο της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και στις επιπτώσεις του ρόλου αυτού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο γεωπολιτικός παράγοντας που εξετάζεται στην παρούσα µελέτη είναι ο δηµογραφικοθρησκευτικός. ∆ιότι έτσι µπορούν να οριστούν οι εκτουρκισµοί και εξισλαµισµοί που συνέβησαν στα εδάφη του Ανατολικού Ρωµαϊκού Κράτους µετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Όπως η ίδια η ιστορία, έτσι και η ιστορική έρευνα δε µένει αµετάβλητη, και τα τελευταία δέκα µε είκοσι χρόνια έχουν δηµιουργηθεί νέες συναρπαστικές προοπτικές και ερµηνείες. Παρ’ όλα αυτά, οι τρέχουσες γενικές αντιλήψεις για την οθωµανική αυτοκρατορία και την τουρκική πραγµατικότητα οφείλουν ακόµα πολλά στις παρατηρήσεις και στις προκαταλήψεις που διασώθηκαν στις ευρωπαϊκές πηγές, οι οποίες καταγράφηκαν στη ζέση των διάφορων αντιπαραθέσεων µεταξύ των δυτικών κρατών και των Οθωµανών. Οι χαρακτηρισµοί της αυτοκρατορίας ως «ανατολίτικου δεσποτισµού» ή «µεγάλου ασθενούς της Ευρώπης», για παράδειγµα, προέρχονται από συγκεκριµένες χρονικές στιγµές, όταν τέτοιοι δηκτικοί όροι εξυπηρετούσαν συγκεκριµένους σκοπούς. ∆υστυχώς, επαναλαµβάνονται και ανακυκλώνονται διαρκώς, σαν να περικλείουν ολόκληρη την ιστορία της αυτοκρατορίας και σαν να είναι επαρκείς στο να συµπεριλάβουν την ιστορική γνώση που αποκτήθηκε από τότε που δηµιουργήθηκαν.
Πολλά από όσα θεωρούνται γενική ιστοριογραφία σχετικά µε την οθωµανική αυτοκρατορία, στις ποικίλες µορφές που τα συναντούµε, αγνοούν στην πραγµατικότητα την «ιστορία» και υποβιβάζουν τους Οθωµανούς και τον κόσµο τους σε ένα θέατρο του παραλόγου (µια παρέλαση ακόλαστων σουλτάνων, σατανικών πασάδων, δύσµοιρων γυναικών των χαρεµιών, σκοταδιστών κληρικών), σε στερεότυπους χαρακτήρες που παραµένουν αδρανείς σ’ ένα φθαρµένο σκηνικό από το οποίο λείπει και η ελάχιστη αναγνώριση των δυνάµεων της ιστορίας. Μιλούν για ένα, εκτός χρόνου, παραµύθι ενός ξένου και εξωτικού σύµπαντος και δεν πληροφορούν τον αναγνώστη για τις διαδικασίες που διαµόρφωσαν αυτό το σύµπαν.
Το γεγονός ότι αυτά τα βιβλία-µελέτες σηµειώνουν καλές πωλήσεις αποτελεί απόδειξη του γενικού ενδιαφέροντος για την οθωµανική αυτοκρατορία, όµως δε στηρίζονται ούτε στις πιο πρόσφατες ιστορικές αντιλήψεις ούτε στις πρωτογενείς πηγές. Ελπίζω αυτή η εργασία µου να λειτουργήσει διορθωτικά, να αποκαλύψει πώς αντιλαµβανόµαστε τους δεσµούς µεταξύ του παρόντος, του παρελθόντος, δηλαδή πώς φτάσαµε εδώ όπου βρισκόµαστε σήµερα, αλλά και τις προοπτικές που επιφυλάσσει το µέλλον.
Η προσέγγιση της οθωµανικής ιστορίας είναι αναγκαστικά επηρεασµένη από την παραµονή µου στη ∆ηµοκρατία της Τουρκίας, το τελικό διάδοχο κράτος της οθωµανικής αυτοκρατορίας, όπου έζησα 6 περίπου έτη (1991-1994 και 1998-2001). Το παρελθόν είναι, κυριολεκτικά, άλλος τόπος στην Τουρκία. Οι πολίτες της χώρας αυτής έχουν στερηθεί την εύκολη πρόσβαση σε λογοτεχνικά και ιστορικά έργα προηγούµενων εποχών. Αυτό συµβαίνει λόγω της αλλαγής του αλφαβήτου, που έλαβε χώρα το 1928, µε το πέρασµα δηλαδή από το αραβικό στο λατινικό αλφάβητο, που είναι οικείο στο µεγαλύτερο τµήµα του δυτικού κόσµου.
Ταυτόχρονα, ένα συνεχιζόµενο πρόγραµµα για να γίνει το λεξιλόγιο πιο «τουρκικό» οδηγεί στην εξάλειψη των λέξεων αραβικής και περσικής προέλευσης, που ανέρχονται στο 46% της τουρκικής γλώσσας. Αυτές οι λέξεις αποτελούσαν τα δύο άλλα συστατικά του πλούσιου αµαλγάµατος που κάποτε ήταν η οθωµανική γλώσσα. Αυτή η γλώσσα κινδυνεύει στις µέρες µας να καταστεί «νεκρή», όπως ακριβώς συνέβη και µε τα λατινικά. Από την άλλη πλευρά, έργα των οθωµανικών αιώνων εκδίδονται πια σε σύγχρονη γραφή και απλοποιηµένη γλώσσα, δίνοντας τη δυνατότητα στους σύγχρονους αναγνώστες να αποκτήσουν κάποιο βαθµό κατανόησης για το τι συνέβη παλιότερα. ∆ιαφορετικά, η κατάσταση θα ήταν πολύ άσχηµη και η άγνοια του λαού για το παρελθόν του θα ήταν µεγαλύτερη.
Κάποτε φάνηκε πιθανό, µε το πέρασµα εκείνων των γενεών που είχαν µάθει την οθωµανική γλώσσα πριν από την αλλαγή του αλφαβήτου, ότι θα απέµεναν ελάχιστοι ικανοί να διαβάσουν τον όγκο των εγγράφων και χειρογράφων που αποτελούν τη βασική πηγή ύλης της οθωµανικής ιστορίας. Ωστόσο, ερευνητές εξακολουθούν να εκπαιδεύονται ως ιστορικοί, να µαθαίνουν οθωµανικά, να αποκτούν πανεπιστηµιακές θέσεις στην Τουρκία και στο εξωτερικό, µαζί µε ειδικούς της οθωµανικής ιστορίας που δεν έχουν τουρκική καταγωγή. Και πάλι όµως, δεν ήταν εύκολο για τους Τούρκους να αποτινάξουν την «επίσηµη ιστορία» που διδάχτηκαν στο σχολείο, µια εκδοχή του παρελθόντος τους η οποία έλαβε την ώθησή της από την επανάσταση που ταυτίστηκε µε το όνοµα του Μουσταφά Κεµάλ Ατατούρκ, του «πατέρα της σύγχρονης Τουρκίας». Στα πρώτα χρόνια της δηµοκρατίας οι οθωµανικοί αιώνες θεωρούνταν κλειστό βιβλίο και απαξιώθηκαν, σαν να µην είχαν σχέση µε τους πολίτες, για τους οποίους κρίθηκε πιο κατάλληλο ένα πιο µακρινό τουρκικό παρελθόν. Καθώς, όµως, η οθωµανική περίοδος χάνεται στη µνήµη, γίνεται πιο ανοιχτή στη µελέτη, µε τη διερεύνηση του παρελθόντος από τους ιστορικούς µελετητές.
Μολονότι επιβλήθηκε στους Τούρκους, από τους «γκουρού της εκπαίδευσης», να βλέπουν τον εαυτό τους ως κληρονόµο ενός περήφανου παρελθόντος, που µπορεί να περιγραφεί αλλά όχι να ερµηνευθεί, ακόµα κι αυτό µπορεί να µεταβληθεί. Έτσι, η επίσηµη ιστορία επιδοκιµάζει την ιδέα ότι η οθωµανική δυναστεία ήταν ανίκητη και οι σουλτάνοι της πανίσχυροι, εκτός από εκείνους που έµειναν στη µνήµη µε παρωνύµια όπως «Μέθυσος» ή «Τρελός». Έχει δοθεί, όµως, ελάχιστη προσοχή στην αντίδραση εναντίον του κράτους και των αποφάσεών του, που εµφανίστηκε από τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατο-ρίας, µια απροθυµία αναγνώρισης της ύπαρξης διαφωνίας, κάτι που παραµένει αµετάβλητο χαρακτηριστικό της πολιτικής στη σύγχρονη Τουρκία.
Και πάλι, παρά τα πρακτικά εµπόδια που δυσχεραίνουν την κατανόηση του οθωµανικού παρελθόντος τους, οι πολίτες του σύγχρονου τουρκικού κράτους τρέφουν ανεξάντλητη περιέργεια για την ιστορία τους. Ο πολιτικός λόγος διανθίζεται µε ζωηρούς διαλόγους ενός είδους αρκετά ανοίκειου στους ∆υτικούς παρατηρητές. Οι ποικίλοι τρόποι αντίληψης του παρελθόντος παρέχουν πλούσια πηγή αναφοράς, καθώς οι πολιτικοί και οι οµάδες συµφερόντων καβγαδίζουν για το ποια εκδοχή της ιστορίας θα εξυπηρετήσει καλύτερα τους σκοπούς του αύριο (του αύριο που συχνά φαντάζει πιο αβέβαιο από όσο είναι αλλού). Πολλές συζητήσεις αναφέρονται σε θέµατα που έχουν ρίζες βαθιά στην ιστορία.
Το πιο ορατό παράδειγµα όπου το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν είναι το «Αρµενικό Ζήτηµα», το οποίο στην παρούσα φάση του στρέφεται γύρω από τις πιέσεις των Αρµενίων προς τις διάφορες κυβερνήσεις για την αναγνώριση των κοινοτικών σφαγών στη Μικρά Ασία κατά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο ως γενοκτονίας. ∆ιαφαίνονται βέβαια στοιχεία προόδου και άµβλυνσης της αντιπαράθεσής τους, και αυτό διότι είδαµε τον πρόεδρο της Τουρκίας Αµπντουλάχ Γκιουλ να αποδέχεται πρόταση από τον Αρµένιο οµόλογό του να παρακολουθήσουν µαζί τον αγώνα ποδοσφαίρου Αρµενίας-Τουρκίας για τα προκριµατικά του Μουντιάλ 2010. Λιγότερο προφανή για τους ξένους είναι δύο άλλα ζητήµατα που βρίσκονται ψηλά στην τουρκική ατζέντα. Ο ρόλος του στρατού στην πολιτική και τα όρια του αποδεκτού στη θρησκευτική έκφραση. Αυτά είναι µερικά από τα σηµαντικότερα θέµατα που διαπότισαν την οθωµανική ιστορία. Απασχόλησαν τους πολιτικούς και τους απλούς ανθρώπους του παρελθόντος ακριβώς όπως και τους σηµερινούς.
Το καθήκον ενός ιστορικού είναι η ερµηνεία των γεγονότων του παρελθόντος µε σκοπό να µας δείξει πώς το παρελθόν οδήγησε στο παρόν ή σε ένα παρόν που αποτελεί πλέον παρελθόν. Έτσι, στην Τουρκία η ιστοριογραφία γίνεται σοβαρότερο θέµα απ’ ό,τι είναι σε κάποιες άλλες χώρες και ο συγγραφέας της οθωµανικής ιστορίας δεν µπορεί να απολαύσει την πολυτέλεια να παράσχει διασκέδαση σε βάρος της εξήγησης, αλλά οφείλει να γίνει αφηγητής της σκληρής πραγµατικότητας.
Είναι σύνηθες οι σπουδές της οθωµανικής αυτοκρατορίας να τελειώνουν το έτος 1922, τη χρονιά κατάργησης του θεσµού του σουλτάνου το έτος 1923, όταν ιδρύθηκε η Τουρκική ∆ηµοκρατία, ή ακόµα και το 1924, όταν καταργήθηκε ο θεσµός του χαλίφη. Ή το 1927, τη χρονιά που ο Ατατούρκ εκφώνησε ένα σπουδαίο λόγο που δικαιολογούσε το ρόλο του στην ανατροπή της αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση της δηµοκρατίας, λόγο ο οποίος εξέθετε το όραµά του, το όνειρό του για το µέλλον. Εδώ έγκειται η αλαζονεία, που αναφέρεται σε ένα όνειρο το οποίο φέρεται να είχε δει ο πρώτος σουλτάνος, ο Οσµάν, ένα όνειρο που ερµηνεύτηκε ότι προφήτευε τη γέννηση και την ανάπτυξη της αυτοκρατορίας.
Η συνέχιση αυτής της ιστορίας µέχρι το 1927 επέτρεπε επίσης να τονιστούν µερικοί από τους συνδετικούς κρίκους ανάµεσα στη δηµοκρατία και στην ιστορία της αυτοκρατορίας. Η παραδεδεγµένη σοφία ότι η αυτοκρατορία ήταν «tabula rasa» που έφερε µόνο το αποτύπωµα της επανάστασης του Ατατούρκ τίθεται σταδιακά υπό την αµφισβήτηση των ιστορικών.
Το µεγαλύτερο πρόβληµα για την εκκλησία ήταν οι εξισλαµισµοί, που αποτέλεσαν διαρ-κή αφαίµαξη του ορθόδοξου πληρώµατος. Η ορθόδοξη πίστη σήµαινε αυτογνωσία και αυτοτέλεια στο αλλόφυλο περιβάλλον. Η απώλεια της πίστης αυτής σήµαινε και απώλεια της εθνικής συνείδησης, έστω κι αν όσοι αλλαξοπιστούσαν διατηρούσαν τη γλώσσα τους, όπως θα ανακαλύψουµε στα παρακάτω κεφάλαια. Η γλώσσα χωρίς τη θρησκεία δεν αποτελούσε ισχυρό δεσµό µε το έθνος, όπως φάνηκε στην περίπτωση των Βαλαάδων της Μακεδονίας και των Τουρκοκρητικών, που ήταν ελληνικής καταγωγής και ελληνόφωνοι. Μολονότι κράτησαν τη γλώσσα τους, τούρκεψαν όταν άλλαξαν τη θρησκεία τους. Έτσι ο εξισλαµισµός σήµαινε αυτόµατα άρνηση της ιδιότητας του ορθοδόξου και του Έλληνα και προσχώρηση στο σώµα των κατακτητών.
Οι εξισλαµισµοί διακρίνονται σε ατοµικούς και οµαδικούς, σε ακούσιους, που είναι οι πιο πολλοί, αλλά και σε εκούσιους. Το δέλεαρ ήταν µεγάλο, µιας και ο εξισλαµιζόµενος από δούλος γινόταν αυτόµατα κύριος. Γι’ αυτό παρατηρείται, στους πρώτους κυρίως αιώνες, ισχυρό ρεύµα αποστασίας.
Μια από τις τραγικότερες µορφές εξισλαµισµού συνδέεται µε το παιδοµάζωµα, το οποίο αποτέλεσε το βασικό µέσο επάνδρωσης της στρατιωτικής οργάνωσης κατά την πρώτη περίοδο του οθωµανικού κράτους. Οι στρατολογούµενοι νέοι επάνδρωναν το σώµα των «γενίτσαρων». Αυτοί οι νέοι, ύστερα από µακρόχρονη θρησκευτική και στρατιωτική εκπαίδευση, µεταµορφώνονταν σε φανατικούς γενίτσαρους. Υπήρχαν και περιπτώσεις µερικών που διατήρησαν την ανάµνηση της καταγωγής τους και φάνηκαν ευεργετικοί για το γένος. Το παιδοµάζωµα, δίνοντας δυνατότητες κατάληψης ανώτερων και ενίοτε ανώτατων αξιωµάτων, ήταν ευνόητο να θεωρείται ευλογία στις περιπτώσεις που η πίστη ήταν αναιµική ή η απελπισία από τη δουλεία καταθλιπτική. Όπου η πίστη και το εθνικό φρόνηµα ήταν ισχυρά το παιδοµάζωµα ισοδυναµούσε µε καταστροφή. Η αναγκαστική αυτή µάζωξη των µικρών αγοριών κατάφερε να κάνει τη λέξη «γενίτσαρος» να πάρει τη γνωστή αποτρόπαια σηµασία που διατηρεί ίσαµε τις µέρες µας.
Με τους εξισλαµισµούς συνδέεται και ο κρυπτοχριστιανισµός. Ήταν το φυσικό επακόλουθο, διότι πολλοί ορθόδοξοι, για να αποφύγουν τα δεινά της δουλείας και τον αφανισµό, προτιµούσαν να ασπάζονται εξωτερικά τον ισλαµισµό, µένοντας εσωτερικά πιστοί στη θρησκευτική τους παράδοση. Ήταν ένα δράµα δυσβάστακτο, µια κατάσταση διπροσωπίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ούτε µουσουλµάνοι ούτε χριστιανοί, αλλά διχασµένες προσωπικότητες.
Το κεφάλαιο της ιστορίας των κρυπτοχριστιανών του Πόντου, όπως και άλλα αντίστοιχα, που αναφέρονται σε επιστηµονικά θέµατα του ίδιου γεωγραφικού χώρου, δε µελετήθηκε συστηµατικά από ειδικούς ερευνητές, κοινωνιολόγους, ιστορικούς, λαογράφους, γλωσσολόγους, ανθρωπολόγους και άλλους επιστήµονες. Ως σήµερα σε κανένα ελληνικό πανεπιστήµιο δεν έγινε ουσιαστική καταγραφή και αξιολόγηση της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας, καθώς επίσης και του ανέκδοτου αρχειακού υλικού που βρίσκεται στα κρατικά αρχεία των διάφορων ευρωπαϊκών χωρών, σε διεθνή επιστηµονικά και ερευνητικά κέντρα και σε ιδιωτικές συλλογές.
Στον ποντιακό χώρο, εκτός από την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών και, τα τελευταία χρόνια, από το Κέντρο Ποντιακών Μελετών, τα υπόλοιπα σωµατεία και οι σύλλογοι εξαντλούν τη δυναµική τους στο χορό και στο τραγούδι ή κατά διαστήµατα στην έκδοση ενός βιβλίου ή µιας βραχύβιας και ασπόνδυλης ποντιακής εφηµερίδας − προσπάθειες που καταφέρνουν να διατηρούν τα παραδοσιακά στοιχεία αναλλοίωτα στο πέρασµα των χρόνων. Μόνη εξαίρεση το περιοδικό Ποντιακή Εστία της Παναγίας Σουµελά. Μεγαλύτερη προσφορά από τα οργανωµένα ποντιακά σωµατεία και τους συλλόγους, όσον αφορά τις εκδόσεις ποντιακών βιβλίων, έχει ο εκδοτικός οίκος των Αδελφών Κυριακίδη, απ’ τον οποίο σε µια δεκαπενταετία έχουν εκδοθεί τόσα βιβλία για τον Πόντο όσα δεν έχουν εκδοθεί από το 1922 ως σήµερα από όλα τα ποντιακά σωµατεία της Ελλάδας. «Η τιµή’ σον τιµηµένον».
Υπάρχει αξιόλογη βιβλιογραφία, καταχωρισµένη σε τοπικές εφηµερίδες και περιοδικά, καθώς και σε συλλογές ιδιωτών, όπως αναφέρθηκε, η οποία δε φτάνει ως τα σπουδαστήρια και τις βιβλιοθήκες των πανεπιστηµίων, όπως δε φτάνει στους προθαλάµους των άλλων ερευνητικών ιδρυµάτων. Γραµµένη από απλούς ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν εκεί τα τελευταία δραµατικά και τραγικά γεγονότα, όπως επίσης και καταγραφές άλλων προσωπικών µαρτυριών. Για το δραµατικό κεφάλαιο των κρυπτοχριστιανών του Πόντου υπάρχουν πολλά κείµενα, άρθρα, διηγήσεις, λαϊκές αφηγήσεις, που γράφτηκαν από συγγενείς και φίλους κρυπτοχριστιανών, από ξένους περιηγητές, από ταξιδιώτες, αλλά και ερευνητές που περιγράφουν µε δικό τους τρόπο πραγµατικά περιστατικά της ζωής των «κλωστών», τα οποία είδαν, διάβασαν ή άκουσαν από τους ίδιους τους ήρωες των δραµατικών γεγονότων.
Κατά τη συγγραφή ενός πονήµατος µε τόσο φιλόδοξο εύρος βρίσκεσαι αντιµέτωπος µε πολλά δύσκολα διλήµµατα. ∆εν προβάλλονται αξιώσεις πληρότητας, κάτι που, ούτως ή άλλως, θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί. Το ζωηρό αφηγηµατικό ύφος µού είναι προτιµότερο. Σε κάποια σηµεία οι αναγνώστες µπορεί να θεωρούν ότι θα ήταν ευκολότερο να καταλάβουν τα γεγονότα αν στοιχεία όπως οι γενίτσαροι ή το χαρέµι αναλύονταν χωριστά έξω από το κύριο σώµα του κειµένου.
Θεωρείται ότι αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν αναπόσπαστες όψεις της κοινωνίας που τα γέννησε, ότι δεν υπήρχαν σ’ ένα κενό. Οµοίως, η τέχνη και η αρχιτεκτονική προκύπτουν από την πολυπλοκότητα της κοινωνίας και δεν µπορούν να ερµηνευτούν ως µεµονωµένες εκφράσεις καθαρής δηµιουργικότητας. Ούτε θα ήταν λογικό να διαπραγµατευτώ τη θρησκεία σε ένα κεφάλαιο µε τον τίτλο «Ισλάµ», από τη στιγµή που η θρησκεία αποτελεί σηµαντική κινητήρια δύναµη της ιστορίας και ο τρόπος µε τον οποίο εκδηλώνεται οποτεδήποτε ή οπουδήποτε έχει πολιτικό αντίκτυπο.
Η γεωπολιτική ανάλυση και η ανάδειξη των φαινοµένων των εξισλαµισµών διαφέρει ριζικά από την επισκόπηση της ιστορίας µέσω θεσµολογικής οπτικής γωνίας, διότι αυτή η τελευταία τείνει να ακινητοποιεί το καθαυτό δρώµενο και να συσκοτίζει τους δεσµούς µεταξύ σχετιζόµενων γεγονότων. Έχει το επιπλέον µειονέκτηµα να ενθαρρύνει τον αναγνώστη να αγκιστρώνεται σε αυτές ακριβώς τις όψεις της οθωµανικής ιστορίας, που τόσο συχνά αντιµετωπίζονται µειωτικά, χωρίς να εξηγείται πώς προέκυψαν και γιατί είχαν τη συγκεκριµένη ανάπτυξη. Έτσι, κάθε απόπειρα γεωπολιτικής ερµηνείας της οθωµανικής ιστορίας µε τα ίδια δεδοµένα που ισχύουν για άλλες ιστορίες παρεµποδίζεται, και αυτή η ιστορία καταλήγει να φαίνεται µοναδική. Φυσικά, υπάρχουν µοναδικές όψεις στη γεωπολιτική προσέγγιση της ιστορίας κάθε κράτους, αλλά το να δοθεί έµφαση σε αυτές αντί για τις όψεις που είναι πιο συγκρίσιµες µε τη γεωπολιτική προσέγγιση της ιστορίας άλλων κρατών µού φαίνεται ότι οδηγεί σε απώλεια της ουσίας.
Το γεγονός ότι η οθωµανική ιστορία είναι µια «µαύρη τρύπα» αποτελεί λόγο λύπης από µόνο του. Ακόµα πιο λυπηρό, όµως, είναι το «σιδηρούν παραπέτασµα» παρανόησης ανάµεσα στη ∆ύση και στους µουσουλµάνους. Αυτό πηγάζει, σε µεγάλο βαθµό, από τις «παλιές αφηγήσεις» της ∆ύσης για την οθωµανική αυτοκρατορία, που κατ’ επέκταση αποτελούν και την εξιστόρηση πολλών αιώνων του ισλαµικού παρελθόντος χωρίς να χρησιµοποιηθεί το εργαλείο της γεωπολιτικής ερµηνείας. Το να κατανοήσουµε αυτούς που είναι πολιτισµικά και ιστορικά διαφορετικοί από εµάς αντί να καταφεύγουµε σε ετικέτες όπως «αυτοκρατορία του κακού», «φονταµενταλιστής» και «τροµοκράτης» για να συγκαλύψουµε την άγνοιά µας είναι επείγουσα προτεραιότητα. Η µεγαλύτερη ύβρις είναι να αναρωτιόµαστε: «Γιατί αυτοί δεν είναι όπως εµείς», να δεχόµαστε τις πολιτισµικές προκαταλήψεις µας παθητικά και αβασάνιστα και να τοποθετούµε το πρόβληµα στο πλαίσιο του «Τι πήγε στραβά;».