ο πρωί της Κυριακής, 9ης Ιουλίου, στον Προσκυνηματικό Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, τελέστηκε Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο και στη συνέχεια το εικοσαετές μνημόσυνο του μακαριστού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Β´ Χρυσοφάκη, ο οποίος εκοιμήθη στις 9 Ιουλίου του 2003.
Κατόπιν ευγενούς προσκλήσεως του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, ο οποίος παρέστη συμπροσευχόμενος στο Ιερό Βήμα, στο Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο συμμετείχαν Αρχιερείς που έλαβαν την Ιερωσύνη ή την Αρχιερωσύνη από τα τίμια χέρια του μακαριστού Ιεράρχου.
Στον Όρθρο χοροστάτησε και προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας ο Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος και κήρυξε τον θείο λόγο. Συμμετείχαν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεώργιος, Γρεβενών κ. Δαβίδ, Τρίκκης, Γαρδικίου και Πύλης κ. Χρυσόστομος, Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Στέφανος και οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Πατάρων κ. Αθηναγόρας και Κοτυαίου κ. Διονύσιος. Συμπροσευχόμενος παρέστη και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μιλήτου κ. Απόστολος.
Μετά τη Θεία Λειτουργία στον αύλειο χώρο του Ναού, όπου βρίσκεται ο τάφος του μακαριστού Μητροπολίτου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων, ο οποίος είναι ο μόνος που έχει λάβει την Αρχιερωσύνη από τον μακαριστό Ιεράρχη, τέλεσε τρισάγιο και ανέγνωσε την ευχή εις κεκοιμημένον Αρχιερέα.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Παντελεήμων κατά το κήρυγμα του εξέφρασε τις θερμές του ευχαριστίες προς τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμο και αναφέρθηκε εκτενώς στο πρόσωπο του γέροντος του, Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος, πλησίον του οποίου διακόνησε ως Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ἐάν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν καί πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεός αὐτόν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ».
Δύο προϋποθέσεις γιά τή σωτηρία μας διατύπωσε ὁ οὐρανοβάμων ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σκοπός καί τό τέλος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί τοῦ κηρύγματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, καί δέν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρά τήν ἀποκατάσταση τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τήν κληρονομία τῆς αἰωνίου ζωῆς πλησίον του. Αὐτό σημαίνει σωτηρία, καί γι᾽ αὐτήν ἀγωνίζεται ὁ μέγας ἀπόστολος καί καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά ἀκολουθήσουν τό παράδειγμά του προκειμένου νά τήν κερδίσουν.
Ποιές εἶναι ὅμως οἱ προϋποθέσεις γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ στόχου αὐτοῦ κατά τόν ἀπόστολο;
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Χριστό. Χωρίς τόν Χριστό ἡ σωτηρία εἶναι κενό γράμμα, διότι ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας καί λυτρωτής τοῦ κάθε ἀνθρώπου, διότι ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἕνα μαζικό γεγονός ἀλλά προσωπική ὑπόθεση τοῦ καθενός μας.
Ὁ Χριστός ἔσωσε τό ἀνθρώπινο γένος μέ τή σταυρική θυσία καί τήν Ἀνάστασή του, ἐπωμιζόμενος δηλαδή τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας καί πλύνοντάς τες μέ τό τίμιο αἷμα του, τό ὁποῖο ἔρρευσε ἐπί τοῦ Σταυροῦ διά τήν τοῦ κόσμου σωτηρίαν, ἀλλά καί «συνανιστῶν παγγενεί τόν Ἀδάμ» διά τῆς Ἀναστάσεώς του.
Σταυρώθηκε ὅμως καί ἀνέστη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, ἔτσι ὥστε κάθε ἕνας ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ νά οἰκειοποιηθεῖ τή σωτηρία μόνον διά τῆς πίστεως εἰς Χριστόν.
Ἡ πίστη ὅμως στόν Χριστό δέν εἶναι μία κεκρυμμένη ὑπόθεση, ἀλλά μία πραγματικότητα τῆς ζωῆς μας, τήν ὁποία καλούμεθα νά ὁμολογοῦμε θαρραλέα, ὄχι γιά νά τήν διαφημίζουμε, ἀλλά γιά νά ἐκφράζουμε καί μέ αὐτό τόν τρόπο τήν εὐγνωμοσύνη μας στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξίωσε νά τόν γνωρίσουμε καί νά τόν πιστεύσουμε· καί ἀκόμη γιά νά γίνεται ἡ ὁμολογία μας αὐτή ἀφορμή καί γιά ἄλλους ἀδελφούς μας νά πιστεύσουν στόν Χριστό.
Τήν ὁμολογία τοῦ ὀνόματός του θέτει ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὡς προϋπόθεση γιά νά μᾶς ἀναγνωρίσει καί Ἐκεῖνος ἐνώπιον τοῦ Πατρός του ὡς μαθητές καί οἰκείους του. «Ὅστις ἄν ὁμολογήσῃ με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς», μᾶς λέγει.
Ἡ δεύτερη προϋπόθεση τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἡ καρδιακή καί ἀληθινή πίστη. Πολλοί λέμε ὅτι πιστεύουμε στόν Χριστό, ἐπειδή ἔχουμε βαπτισθεῖ, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν ξέρουμε οὔτε τί ἀκριβῶς πιστεύουμε οὔτε πῶς ἐκφράζουμε τήν πίστη μας στόν Χριστό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος προσδιορίζει τήν πίστη, λέγοντάς μας ὅτι θά πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι «ὁ Θεός αὐτόν», δηλαδή τόν Χριστό, «ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν», διότι, ὅπως διακηρύσσει σέ ἄλλη ἐπιστολή του, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, καί ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε εἶναι μάταιη ἡ πίστη μας.
Ἡ πίστη ὅμως στόν ἀναστάντα Χριστό δέν μπορεῖ νά εἶναι μία νεκρή πίστη. Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε γιά νά ἀναστήσει καί ὅσους τόν πιστεύουν, ὄχι μόνο κατά τή μέλλουσα κρίση ἀλλά καί ἀπό αὐτή τή ζωή, μεταποιώντας τους σέ ἀναστημένους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν θά καθεύδουν ἀλλά θά προΐστανται καλῶν ἔργων, ὥστε δι᾽ αὐτῶν νά δίδουν τή μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως καί νά δοξάζεται μέ αὐτά ὁ ἐπουράνιος Θεός καί Πατέρας μας.
Αὐτές εἶναι οἱ δύο προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὅπως μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα διακηρύσσει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος. Καί αὐτές τίς δύο προϋποθέσεις πληροῦσε σέ μέγιστο βαθμό καί ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ὁ Β´, ὁ Χρυσοφάκης, τοῦ ὁποίου τελοῦμε σήμερα τό μνημόσυνο μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 20 ἐτῶν ἀπό τήν κοίμησή του.
Ὁμολογοῦσε ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας Χριστόν μέ θάρρος καί παρρησία ὄχι μόνο μέ τόν λόγο καί τό κήρυγμά του, ἀλλά μέ ὅλη του τή ζωή, γιατί ὁ Χριστός ἦταν ἡ ζωή του. Σέ Αὐτόν τήν εἶχε ἀφιερώσει καί Αὐτόν διακονοῦσε ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του καί ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος. «Χριστόν Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα», «χθές καί σήμερον τόν αὐτόν καί εἰς τούς αἰῶνας» διεκήρυττε εὐκαίρως ἀκαίρως καί Αὐτόν ἀγωνιζόταν νά μορφώσει στίς ψυχές πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός, τῶν κληρικῶν του καί τῶν πιστῶν, εἴτε ἱερουργώντας, εἴτε ψάλλοντας, εἴτε ὁμιλώντας, εἴτε προβάλλοντας τούς ἁγίους καί ἰδιαιτέρως τούς Θεσσαλονικεῖς, τούς ὁποίους τόσο πολύ ἀγαποῦσε καί τιμοῦσε.
Γι᾽ αὐτό καί πιστεύουμε ὅτι θά ἀπολαμβάνει πλέον τόν οὐρανό μαζί μέ τούς ἁγίους καί θά πρεσβεύει καί γιά ὅλους ὅσους τιμοῦν τή μνήμη του καί ἰδιαιτέρως γιά τόν διάδοχό του, Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο, καί γιά τόν εὐσεβῆ κλῆρο καί λαό τῆς Θεσσαλονίκης πού τόσο ἀγάπησε καί τόσο τόν ἀγάπησε.
Θά ἤθελα καί ἐκ μέρους τῶν ἀδελφῶν Ἀρχιερέων νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν καλωσύνη νά μᾶς καλέσει σέ αὐτήν τήν ἐπέτειο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντός μας· διότι ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς πού παρευρισκόμεθα ἄλλος ἔγινε διάκονος, ἄλλος ἔγινε ἱερεύς ἀπό τά ἅγια χέρια του, ἐγώ δέ εἶχα τήν εὐλογία νά λάβω τόν βαθμό τῆς ἀρχιερωσύνης ἀπό τά ἁγιασμένα χέρια του. Καί εἴμεθα εὐγνώμονες στόν Παναγιώτατο πού μᾶς ἔδωσε αὐτή τήν εὐκαιρία νά βρεθοῦμε ἐδῶ, στόν ναό τοῦ πολιούχου, τόν ὁποῖο τόσο πολύ τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης καί τόν ἀξίωσε μάλιστα στίς ἡμέρες του ὁ Κύριός μας νά ἔλθουν τά χαριτόβρυτα λείψανά του.
Σᾶς εἴμεθα εὐγνώμονες, Παναγιώτατε, καί εὐχόμεθα ὁ ἅγιος Θεός νά σᾶς χαρίζει ἁγιασμένη ζωή, πλούσια τά ἐλέη του γιά τήν ἀγάπη τήν ὁποία δείχνετε πρός τόν προκάτοχό σας ἀλλά καί πρός ἐμᾶς, πού εἴμαστε δικά σας παιδιά.