Του Μάξιμου Χαρακόπουλου
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου προκάλεσαν δικαιολογημένα γενική έκπληξη, τόσο για το εύρος της νίκης της Νέας Δημοκρατίας όσο και για την ελεύθερη πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και οι έρευνες της κοινής γνώμης που διαπίστωναν την υποχώρηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσαν να καταγράψουν το πραγματικό μέγεθός της. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές φαινόμενο στα πρόσφατα πολιτικά χρονικά της χώρας, καθώς εύλογα μια κυβερνητική θητεία προκαλεί φθορές στο κυβερνών κόμμα. Ωστόσο, εδώ παρακολουθήσαμε το αντίστροφο. Την Νέα Δημοκρατία να ενισχύεται έτι περαιτέρω, απολαμβάνοντας μια ισχυρή ψήφο επιδοκιμασίας, για το κυβερνητικό της έργο και, συνάμα, εμπιστοσύνης για την επιτάχυνση της πολιτικής της σε μια νέα τετραετία. Αν δεν ήταν, μάλιστα, η νάρκη του εκλογικού συστήματος, η διαδικασία θα είχε ήδη λήξει και δεν θα χρειαζόταν η επανάληψη των εκλογών της 25ης Ιουνίου. Το κέρδος, ωστόσο, που αποκομίσαμε είναι ότι η λαϊκή ψήφος έβαλε οριστική ταφόπλακα στο διαχρονικό μοτίβο της αριστεράς για την ηθική υπεροπλία της ανόθευτης και άδολης απλής αναλογικής.
Ανιχνεύοντας τις αιτίες του πρόσφατου εκλογικού αποτελέσματος, το πρώτο που μπορεί να διαπιστώσουμε είναι ότι στην ουσία επισφραγίζουν μια επιστροφή στην κανονικότητα ή τουλάχιστον την διάθεση της ελληνικής κοινωνίας να κλείσουμε οριστικά το κεφάλαιο της μακράς κρίσης. Κι αυτό καταδεικνύεται πρωτίστως από την καταψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος που ήταν γέννημα αυτής της δομικής κρίσης που βίωσε η χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Ο καταγγελτικός λόγος του κόμματος αυτού, που κινείτο για χρόνια σε μονοψήφια ποσοστά, συγκεντρώνοντας στους κόλπους του ποικίλες τάσεις και «φυλές» της ευρύτερης αριστεράς, βρήκε εύφορο έδαφος να αναπτυχθεί σε συνθήκες κατάρρευσης της εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Η τοξικότητα που εξέπεμπε στην πολιτική ρητορική του, ο διχαστικός του λόγος, η επιθετική διάθεση διέγειραν και ικανοποιούσαν τις συναισθηματικές διαθέσεις ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που είχε πληγεί από την οικονομική κρίση. Το ίδιο, άλλωστε, γινόταν και από άλλα σχήματα που εμφανίστηκαν την ίδια περίοδο, ιδίως στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Το πολιτικό κλίμα της περιόδου δεν άφηνε τα περιθώρια ενός ψύχραιμου πολιτικού διαλόγου. Και έτσι φθάσαμε στην νίκη του λαϊκισμού και στην διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αλλά πολύ γρήγορα οι ψευδαισθήσεις κατέρρευσαν. Η πραγματικότητα εκδικήθηκε την υπερφίαλη ανευθυνότητα. Τι απέμεινε από την περίοδο 2015-2019; Ένα τρίτο μνημόνιο, μια ζημία 100 δισεκατομμυρίων, η υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, η κάκιστη συμφωνία των Πρεσπών, τα «ανοιχτά σύνορα» για τους μετανάστες, η ανεξέλεγκτη δράση των μπαχαλάκηδων. Αυτό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό μπόρεσε να δώσει. Και όταν ήρθε η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, εν μέσω μάλιστα αλλεπάλληλων και αναπάντεχων εξωγενών κρίσεων, καταδεικνύοντας ότι υπάρχει ελπίδα και προοπτική, ο κύκλος των κομμάτων διαμαρτυρίας ως βασικών δρώντων στο πολιτικό σύστημα πλέον έκλεισε. Δυστυχώς, για τον κ. Τσίπρα, τα υποτιθέμενα ανοίγματά του προς το κέντρο, την μετριοπάθεια και τον ορθολογισμό έμειναν στον αέρα, γιατί ποτέ δεν τα πίστεψε. Συνέχιζε να πολιτεύεται με τοξικότητα, μηδενισμό, «πολακισμό», γιατί στην ουσία μόνον αυτό γνωρίζει να κάνει καλά. Ο ίδιος δήλωσε ότι έπαθε σοκ από το αποτέλεσμα. Κι όμως είναι αυτός που το προκάλεσε. Γιατί απλούστατα άφησε να τον ξεπεράσει η εποχή. Τώρα πλέον η ελληνική κοινωνία γύρισε την πλάτη και σε αυτόν και σε ό,τι αυτός εκφράζει, στρέφοντας το βλέμμα της στο μέλλον. Κάτι που πιστεύω ότι θα επιβεβαιωθεί και στις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
Ο κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός