Του ιερέως Παναγιώτου
Σ. Χαλκιά
Για έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, φίλε αναγνώστη, δεν υφίσταται πρόβλημα πειθαρχίας, γιατί αυτός δεν έχει ανάγκη από κάποια αντικειμενική θέσπιση νόμων και εντολών. Αυτός δεν πειθαρχεί γιατί του επιβάλλεται ή γιατί φοβάται τις συνέπειες της παράβασης, ούτε ακόμα επειδή δε θέλει να εμφανισθεί ως αναρχικός.
Ένας σωστός και τίμιος άνθρωπος (αλήθεια, στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί τέτοιοι), με σεβασμό στο θεϊκό δώρο της ζωής, πειθαρχεί γιατί πιστεύει πως η πειθαρχία είναι το θεμέλιο της κοινωνικής ζωής, πως η ανθρώπινη κοινωνία είναι ένα σώμα, όπου το κάθε μέλος έχει να επιτελέσει ένα έργο. Ο συνδυασμός κι η εναρμόνιση αυτών των ατομικών έργων, για να επιτευχθούν όχι μόνο οι προσωπικοί, αλλά και οι κοινωνικοί στόχοι, συμβάλλει αποφασιστικά στην ευημερία των ανθρώπων. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονείται ότι η ελευθερία του καθενός φθάνει μέχρι εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Επομένως, κάθε υπέρβαση της προσωπικής μας ελευθερίας μοιραία επιφέρει τη συρρίκνωση της ελευθερίας του διπλανού μας.
Η πειθαρχία δεν είναι μία αναγκαστική υποταγή σε ετερόνομες αρχές, αλλά μία εκούσια αυτοπειθάρχηση, όπου κανείς φθάνει πολλές φορές μετά από μία συνειδητή, πολλές φορές αιματηρή, μάχη με τον κακό του εαυτό, με τον εγωισμό του και με τον καταιγισμό των καθημερινών πειρασμών.
Όπως για τον νομοταγή πολίτη η ύπαρξη του ποινικού νόμου δεν παίζει κανέναν ρόλο, προληπτικό ή κατασταλτικό, αφού ο ίδιος δεν διαπράττει αξιόποινες πράξεις, έτσι ο άνθρωπος με το υψηλό αίσθημα ευθύνης και το αδαμάντινο ήθος, πειθαρχεί ωθούμενος από μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη. Δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς, γιατί πιστεύει ότι η πειθαρχία είναι το οξυγόνο της ελευθερίας και το βάθρο της αληθινής κοινωνικότητας.
Ο φόβος για τις κυρώσεις εκμηδενίζεται, γιατί επικρατεί μία διαμετρική αντίθεση προς το κακό, αβίαστα υφίσταται μία εσωτερική, συνειδησιακή θα έλεγα «απαγόρευση» ου πηγάζει από την αγωγή ή την αμετακίνητη πίστη στις ηθικές αξίες, όπως ακριβώς συνέβαινε με την Ιφιγένεια του Γκαίτε, που αισθάνονταν «απόλυτα ελεύθερη όταν υποτάσσονταν στους νόμους της αρετής».
Η πειθαρχία, όμως, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι μέσο. Δεν πειθαρχούμε για την πειθαρχία. Ούτε για λόγους σχηματικούς, εξωτερικούς ή απλώς για μια ομοιομορφία. Εξάλλου πειθαρχία δεν εννοεί κανείς την ισοπέδωση, την ευλυγισία της σπονδυλικής στήλης ή κάποιον ιδεολογικό χαμαιλεοντισμό. Αντίθετα, η στάση του πειθαρχημένου ανθρώπου είναι πάντα θετική, ανδροπρεπής, υπεύθυνη, δυναμική, σταθερή. Αυτός δεν επενδύει την πειθαρχία με σκοπιμότητες επιδερμικές και πρόσκαιρες, δεν την ψευτίζει και προπαντός δεν την καπηλεύεται. Ακόμη όμως – και αυτό του δίνει μία ξεχωριστή αίγλη – γνωρίζει ότι πειθαρχία δεν σημαίνει καταπάτηση της προσωπικότητάς του ή των ιδανικών στα οποία πιστεύει. Όταν βρεθεί μπροστά σε δίλημμα, αμετακίνητο κριτήριό του είναι το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις».
Κι όταν η πίεση είναι αφόρητη, ώστε να απωθεί στα όρια του εκμηδενισμού, ο πιστός πάλι δεν μπορεί να καταλύσει τις εντολές του Θεού. Στο όνομα μιας στείρας πειθαρχικότητας δεν θ’ αφήσει να διαπραχθούν απάνθρωπες και γι’ αυτό αντίχριστες, πράξεις.
Η αρετή της διάκρισης που έχει μέσα του, θα τον οδηγήσει σταθερά στην πειθαρχία. Μια απαθαρχία, όμως, ευλογημένη, διαμετρικά αντίθετη με τους αναρχισμούς του συρμού, που αγγίζει τα όρια του μαρτυρίου και της αγιότητας.