Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Ο άνθρωπος, φίλοι μου αναγνώστες, είναι πλασμένος για να αγαπάει και να αγαπιέται. Στα παλιά ακόμη χρόνια ο τραγικός Σοφοκλής βάζει στα χείλη της Αντιγόνης του τη φράση: «… Δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ».
Κι ο χριστιανισμός, βασισμένος επάνω στη διδασκαλία του Χριστού, στην αφιδώλευτη αγάπη, έδωσε όχι απλώς προτεραιότητα, μα αποκλειστικότητα, όσον αφορά την απροσμέτρητη προσφορά της στο άτομο και στο σύνολο.
Έτσι και ο πολιτισμός που δημιουργήθηκε πάνω στον πλανήτη μας υπό την επίδραση των χριστιανικών διδαγμάτων, φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αμοιβαίας αγάπης και αλληλεγγύης, όπως την δίδαξε και την έκανε πράξη ο Κύριος. Και εμείς, οι άνθρωποι του 21ου αιώνα, είμαστε περήφανοι για τον πολισμό μας και, συγκρίνοντάς τον με άλλους πολιτισμούς, τον βρίσκουμε πολύ ανώτερο και εξειδικευμένο.
Αυτά, όμως, όλα, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, είναι μόνο στα χαρτιά. Μιλάμε για αγάπη και εφαρμόζουμε το μίσος. Υμνούμε να αρνηθούμε πως σήμερα, έπειτα από δύο παγκόσμιους πολέμους (και όχι μόνο), που γέμισαν με φρίκη τις ψυχές, οι άνθρωποι είμαστε ξένοι ο ένας προς τον άλλον, ξένοι ακόμα και προς τον εαυτό μας. Εκδήλωση αυτής της κατάστασης είναι μία σκληρότητα στη συμπεριφορά μας και μία αδιαφορία για τις ανάγκες του άλλου.
«Σκαλίζοντας» το αρχείο μου, φίλοι αναγνώστες, βρήκα ένα απόκομμα της εφημερίδας «ΛΑΟΣ» (3-3-1993). Γράφει: «Τρομακτικές διαστάσεις έχει πάρει, καθώς φαίνεται, η κοινωνική αδιαφορία και η αποξένωση ανθρώπου από άνθρωπο, ακόμα και σε μικρές κοινωνίες, όπως η δική μας εδώ στη Βέροια. Γιατί, πως αλλιώς να εξηγήσεις αυτό που συνέβη χθες το πρωί στο πεζοδρόμιο της οδού Μητροπόλεως, ακριβώς μπροστά στο υπό κατασκευή κατάστημα της Τράπεζας Κρήτης.
Εικοσιπεντάχρονος Βεροιώτης, που έπαθε λιποθυμικό επεισόδιο, κείτονταν αναίσθητος επί ένα 20λεπτο σχεδόν κατάχαμα, χωρίς να συγκινηθεί κανείς από τους αμέτρητους περαστικούς – που σημειωτέον, κόντευαν να τον πατήσουν – να σκύψει πάνω του, να δει από τι πάσχει αυτός ο άνθρωπος, να ενδιαφερθεί τέλος πάντων αν ζει, αν χρειάζεται βοήθεια. Στους τόσους που πέρασαν, βρέθηκε τελικά κάποιος, που έδειξε την στοιχειώδη ευαισθησία – και ανθρωπιά – και ειδοποίησε ασθενοφόρο. Όπως είπαν οι γιατροί στο Νοσοκομείο Βέροιας, ήταν ένα σύνηθες λιποθυμικό επεισόδιο. Θα μπορούσε, όμως, κάλλιστα να ήταν καρδιακό επεισόδιο ή κάτι άλλο, που να χρειαζόταν άμεση βοήθεια…
Τόση αδιαφορία στη Βέροια, είναι δυνατόν;».
Είναι παρατηρημένο πως η σκληρότητα αυτή, παρουσιάζεται, πολλές φορές, στην ανελέητη και αυστηρή κριτική μας, για την όλη συμπεριφορά του πλησίον. Κρατάμε στα χέρια μας πέτρες για να τον πετροβολήσουμε, μόλις και ένα παράπτωμά του, πραγματικό ή φανταστικό, έλθει στο φως. Βάζουμε όλη μας τη δυνατότητα να τον γκρεμίσουμε μόλις καταλάβουμε το στραβοπάτημά του.
Αγωνιζόμαστε τάχα για την ανόρθωση, για την αποκατάσταση των ενόχων, για την διόρθωση των αμαρτωλών. Μα κι αν ακόμα επιδιώκουμε αυτά, ενεργούμε με οδηγό όχι την αληθινή αγάπη η οποία «πάντα στέγει» αλλά την ικανοποίηση ενός κρυμμένου εγωισμού μας που αξιώνει τον εξευτελισμό του άλλου. Είναι λυπηρό πως όλα αυτά συμβαίνουν στην εποχή μας και δυστυχώς παρατηρούνται και στις τάξεις των ανθρώπων που εργάζονται σε πνευματικά αναγεννητικά κινήματα. Είναι φανερό πως βρισκόμαστε μπροστά σε μία διαστροφή του αληθινού νοήματος της αγάπης, όταν, αντί να είμαστε οικτίρμονες απέναντι όλων και ιδιαίτερα των αμαρτωλών και ενόχων, εξαντλούμε την οργή μας και κατακεραυνώνουμε με οργή τους φταίχτες, όταν, εννοείται, έχουμε την ψευδαίσθηση πως εμείς είμαστε άγιοι.
Αν, φίλοι αναγνώστες, δεν ζυμωθούμε με την ζύμη της αληθινής κι απροσωπόληπτης αγάπης, η κρίση στις σχέσεις μας θα συνεχίζεται και ο κόσμος θα παραπαίει.