Tου Γιάννη Δ. Μοσχόπουλου
mosio@otenet.gr
Από το Μάιο του 1905 το Προξενείο Θεσσαλονίκης επιδίωξε να εγκαταστήσει ελληνικό σώμα με Έλληνα αξιωματικό στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών. Γνώριζαν ότι εάν δεν φρόντιζαν να εγκατασταθούν εκεί ισχυρά ελληνικά σώματα, δεν θα μπορούσαν ποτέ ούτε να έχουν απόλυτο έλεγχο στην περιοχή Βέροιας-Νάουσας-Έδεσσας, ούτε να κινούνται ελεύθερα από την περιοχή νότια του Αλιάκμονα προς τα βουνά βόρεια της λίμνης.
Στις αρχές Μαΐου του 1905 το Προξενείο τοποθέτησε στη λίμνη τον καταγόμενο από το Γύθειο γενναίο και ικανό ανθυπολοχαγό του πεζικού Κωνσταντίνο Μπουκουβάλα (καπετάν Πετρίλο) ως αρχηγό, ο οποίος εισήλθε εκεί περί τα μέσα Μαΐου. Ήταν το πρώτο σώμα που εγκαταστάθηκε στη λίμνη, που έλαβε την εντολή να συγκεντρώσει στο Ρουμλούκι και τους άνδρες από τα διαλυθέντα σώματα του Νταφώτη, του Κόδρου (Μιχ. Μωραΐτη) και του Ζόγρα (Σπ. Φραγκόπουλου), με τελική δύναμη πενήντα άνδρες Κρητικούς και δεκαπέντε πλάβες.
Ο «Προμηθέας» (συνεργάτης του Λ. Κορομηλά) με την από 24.5.1905 επιστολή του έδωσε στον Μπουκουβάλα σημαντικές εντολές και οδηγίες, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος να σταθεροποιηθεί το πρώτο ελληνικό σώμα στη λίμνη και γύρω από αυτήν: «[…] Εν πρώτοις θα αναλάβης την διεύθυνσιν δύο σωμάτων ενός προς το διαμέρισμα Κάλιανης – Ζάτβορ [δηλαδή στον Κάτω Βάλτο Κλειδίου] και ετέραν πέραν του Γιδά μέχρι Βερροίας. Είναι ανάγκη πρωτίστως να φροντίσης περί της ασφαλούς εγκαταστάσεως των σωμάτων τούτων όπερ θα επιτύχης δια καταλλήλου οργανώσεως εν εκάστω χωρίω. Δέον εις έκαστον χωρίον να ορίσης πρόσωπον, μεθ’ ού θα συνεννοήσαι και το οποίον θα έχη ως υποχρέωσιν να δύναται να αποκρύπτη εν ενδεχομένη περιστάσει, τουλάχιστον δύο άτομα εν τω χωρίω ενδύων αυτά δι’ ενδυμάτων χωρικών. Τούτο δύναται να συμβή όταν υπάρξη σύντονος καταδίωξις εκ μέρους του στρατού και είνε ανάγκη να αποκρυβήτε εν τοις χωρίοις. Πρέπει να εννοήσουν δια καταλλήλου κατηχήσεως ότι εν πάσει στιγμή δέον να σπεύδουν να μεταδίδουν πάσαν είδησιν αφορώσαν κινήσεις στρατού. Μη λησμονής ότι κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής υπάρχουσι φυλάκεια εκ 15-20 ανδρών αρκετά πυκνά. […] Τα χωρία Σκινά, Νησί, Τριχοβίστα, Σκιλίτσι τα ευρισκόμενα παρά την λίμνην είναι πολύ φοβισμένα, διότι ενοχλούνται από τους εν τη λίμνη Βουλγάρους και πρέπει να εμψυχωθούν. / Το ανατολικόν σώμα έχει ασφαλέστερα κρησφύγετα και δύναται εν ανέσει να παρασκευάζη πάσαν ενέργειάν του. Πέραν του Καρά-Ασμάκι έχομεν βουλγαρόφωνα και προς αυτά δυνάμεθα να ενεργήσωμεν δια τρομοκρατίας αλλ’ όταν εξασφαλίσωμεν την μετά την πράξιν απόκρυψίν μας. […] Τα δύο σώματα φρονώ ότι με 15 άνδρας έκαστον δύνανται ευχερώς να εργασθώσιν […]».
Από τότε οι ελληνικές επιχειρήσεις στο χώρο της λίμνης πήραν συστηματικότερη μορφή. Στο σώμα του εντάχθηκαν αμέσως οι Γιδιώτες Τζόλας Περήφανος και Θεοχάρης Κούγκας και οι άνδρες του μικρού σώματός τους, όπως ο Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος από την Κουλακιά. Ο Μπουκουβάλας, παρά το ότι δεν είχε σωστό εφοδιασμό και οι άνδρες του κυκλοφορούσαν ρακένδυτοι και σχεδόν ξυπόλητοι, αλλά και ο οπλισμός τους υστερούσε των αντιπάλων τους, ανέλαβε μαζί με τον Γκόνο να προετοιμάσει σταδιακά το έδαφος και να αποκτήσει ερείσματα στις καλύβες Τσέκρι, Αλή και Λάκκα. Αφοσιωμένοι χωρικοί άνοιξαν απαραίτητους καινούργιους διαδρόμους στους καλαμιώνες, εκεί όπου οι κομιτατζήδες δεν τους περίμεναν καθόλου. Ο Μπουκουβάλας προσαρμόσθηκε γρήγορα στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της λίμνης, κατασκεύασε νέο «πάτωμα» με καλύβα κι άρχισε επιχειρήσεις στα κοντινά εξαρχικά χωριά και στη λίμνη. Ο Αλέξανδρος Αναγνωστόπουλος έχει γράψει: «[…] Το Πάσχα με νέον Αρχηγό τον Καπετάν Κώστα Πετρίλο αρχίσαμε πάλι τη δράση στη Λίμνη Γιαννιτσών κυνηγώντας τους Βουλγάρους στα λημέρια τους […]».
Επίσης το Προξενείο έδωσε νεώτερες εντολές στον Πετρίλο ότι [Ο Κορομηλάς] Θεωρεί αναγκαίαν την έναρξιν της εργασίας μεθοδικώς προς τα Ελληνόφωνα χωριά από του Κλειδί μέχρι Νησίου και Νεοχωρίου ως και μέχρι Βερροίας και Ζερβοχωρίου. Ως εργασίαν εννοεί την οργάνωσιν γιατακίων [καταλυμάτων], τον κατάλληλον τρόπον αποκρύψεως παιδιών εάν παρίσταται ανάγκη, τα της τροφοδοσίας, την κατασκοπείαν εν γένει των Τουρκικών στρατευμάτων και των Βουλγαρικών ενεργειών. Επίσης πρέπει να εκλεγώσιν οι καταλληλότεροι οίτινες να οπλισθώσι και να σε συντρέχωσι οσάκις τους καλείς, όταν δε εξασφαλίσεις την βάσιν σου δύνασαι να εργασθείς και προς τον βορράν […] ακόμη, αλλ’ η προς τα μεμακρυσμένα ταύτα χωρία ενέργεια δέον να γίνη εν μια και μόνη νυκτί […]».-