Τι και αν ήταν μία καθημερινή μέρα. Για μένα και τον αδελφό μου ήτανε Κυριακή γιορτή. Αποτιςλιγες φορές πού ο μπαμπάς ανέβαινε στο χωριό για να μας δεί.
Ξυπνησαμε αχαραγα, φορτώσαμε τον μπαλιο μας και άντε τον ανήφορο για τον Άη Γιώργη.Μονοπατια κακοτραχαλα ,νεροφαγωμενα γεμάτα ασημί πετρουλες κρυμμένα αλλού κάτω από την σκιά της οξιάς και τής βελανιδιάς και αλλού απλωμένα στο ξέφωτο στα πράσινα λιβάδια.
Οταν φτάναμε εκεί τρέχαμε να ανάψουμε το καντήλι του και να πιούμε κρύο νερό από την πέτρινη βρύση του.Ξεφορτωναμε τα πράγματα μας απλωναμε την κουβέρτα μας και ξαπλώναμε για να ξεκουραστούμε.Ο μπαμπάς μας διηγονταν για πολλοστή φορά την ιστορία του Αη Γιώργη.
Το έχτισαν οι συγχωριανοί μας για να έχουν την προστασία του τούς καλοκαιρινούς μήνες,όταν ανέβαιναν στις καλύβες για να βοσκήσουν τα αγελάδα και τα πρόβατα τους.
Περνουσαν οι ώρες μας μαζεύοντας αγριολούλουδα, ψάχναμε στο βάθος τής Στέρνας για βατράχια, και προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε παράξενες πετρουλες ανάμεσα στις πολλές ασημί και όχι μόνο πέτρες.Καθε λίγο τρέχαμε στην αγκαλιά του μπαμπά για να του δείξουμε τον θησαυρό μας.
Τυλιγομουν γύρω από τον λαιμό του και παρακαλούσα τον Άη Γιώργη να τον κρατήσει πιο πολλές μέρες κοντά μας . Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε που έφυγες πατέρα Μου... Κάθε χρόνο στην γιορτή σου πήγαινες και εκκλησιαζοσουν στη εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου στην πόλη μας.
Τωρα γιορτάζεις στον ουρανό. Μου λείπεις.... Θυμάμαι πολλά καλά αλλά και άσχημα.... Έτσι είναι η ζωή... Πόσο θα ήθελα να με κρατούσες από το χέρι για να ανέβουμε το βουνό μας.... Νοσταλγώ την παιδική μου ηλικία..εκείνη τής αθωότητας, χωρίς ευθύνες που κυρτωνουν το σώμα και γεμίζουν με ενοχές την ψυχή.
Μου λείπει η ξεγνασια,η γλυκύτητα,η ησυχία της ψυχής,οι μεγάλες οικογένειες,οι αγνές τροφές και ο πεντακάθαρος μοσχοβολιστος αέρας.Σημερα την μέρα τής γιορτής σου,απεδρασα στο παρελθόν , όπως κάνω όταν δυσκολεύομαι να βρω απαντήσεις.
Στο καταφύγιο,στην φωλιά των παιδικών μου χρόνων....
Όλγα Μεταξά Κουτμιρίδου