Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Πολλοί άνθρωποι της εποχής μας, φίλοι αναγνώστες, σοκάρονται όταν τους καλέσεις να πιστέψουν σε ό,τι κηρύττει η θρησκεία μας. Θέλοντας να παραστήσουν τον σύγχρονο μορφωμένο άνθρωπο, απαντούν με πεποίθηση πως δεν το ανέχονται να παραδεχθούν κάτι που δεν τον γνωρίζουν ή που δεν το καταλαβαίνουν. Η άποψη αυτή φαίνεται εκ πρώτης όψεως ορθή και λογική. Γιατί πέρασε, σου λέει, ο καιρός που ο κόσμος πίστευε σε δογματισμούς και αφορισμούς για πράγματα ξένα και άγνωστα στο ανθρώπινο μυαλό. Σήμερα, πρέπει να θέλει ο άνθρωπος για να παραδεχθεί κάτι. Και είναι λογικό να απορρίπτει κάθε τι που δεν μπορεί να το κριτικάρει. Αυτά και άλλα πολλά παρόμοια λένε σήμερα οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν την απιστία τους στο Θεό και να κατοχυρώσουν, όπως ελπίζουν, την άρνησή τους.
Αλλά η αλήθεια δεν είναι πέρα ως πέρα με το μέρος τους. Βέβαια, αναγνωρίζουμε κι εμείς πως ο άνθρωπος σήμερα έκανε τεράστιες προόδους στον επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα. Ωστόσο, όμως, αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος που θεοποίησε το μυαλό του και τη γνώση του, δεν θεωρεί μειωμένο τον εαυτό του όταν αναγκάζεται, για να στηρίξει αυτήν ακριβώς τη γνώση, να καταφύγει στην αποδοχή προτάσεων που βασίζονται πάνω στην πίστη, σε κάτι που ούτε αποδεικνύεται, ούτε είναι κατά βάθος γνωστό. Μερικά παραδείγματα θα αποδείξουν του λόγου το ασφαλές.
Όλοι μας ξέρουμε πως τα Μαθηματικά στηρίζονται πάνω στα λεγόμενα αξιώματα. Αξίωμα δεν είναι μία δεδομένη βάση που δεν επιδέχεται απόδειξη και που λαμβάνεται ως αφετηρία χωρίς συζήτηση. Δηλαδή ο μαθηματικός πρέπει να πιστέψει στη βασιμότητα των αξιωμάτων, για να προχωρήσει στη δουλειά του.
Ύστερα, όλες σχεδόν οι επιστήμες έχουν ανεξιχνίαστα σημεία, που παρά ταύτα δεν εμποδίζουν τους επιστήμονες στην πρόοδό τους. Π.χ. κανείς δεν ξέρει να μας πει τι είναι φως, τι είναι η ύλη, ο ηλεκτρισμός, ο μαγνητισμός. Μπορούμε να πιστέψουμε στις ιδιότητές του, αλλά τι είναι δεν ξέρουμε. Παρά ταύτα, κανείς ποτέ επιστήμονας δεν σκέφτηκε να σταματήσει το έργο του επειδή του είναι άγνωστα τα στοιχεία αυτά. Του αρκεί ότι βλέπει τις εκδηλώσεις του και πιστεύει πως υπάρχουν.
Και η πρακτική καθημερινή ζωή θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι βουτηγμένη κυριολεκτικά σε εκδηλώσεις πίστης του ενός προς τον άλλον.
Κανείς μας, μπαίνοντας στο λεωφορείο, δεν αξιώνει να ελέγξει αν ο οδηγός έχει δίπλωμα. Πιστεύει απλούστατα πως έχει και μάλιστα πως είναι και ικανός.
Κανείς μας δεν επιμένει, όταν πάει στο εστιατόριο να φάει, να δοκιμάσει πρώτα το φαγητό μπροστά του ο μάγειρας, για να πεισθεί πως δεν είναι δηλητηριασμένο.
Και κανείς μας δεν ζήτησε ποτέ χαρτιά από τους γονείς τους, που να αποδεικνύουν πως αυτοί και όχι άλλοι τον γέννησαν. Με ένα λόγο, πιστεύουμε χωρίς να θέλουμε ή και κάποτε χωρίς να μπορούμε να ελέγξουμε αυτό που πιστεύουμε.
Όταν, όμως, μας πουν να πιστέψουμε στο Θεό, τότε θυμόμαστε όλες τις δικαιολογίες και επιστρατεύουμε όλα μας τα επιχειρήματα και λέμε, πως δεν είναι τάχα σωστό να πιστέψουμε στη Γραφή και στην Εκκλησία, χωρίς προηγουμένως να κρίνουμε όλα όσα μας προτείνονται. Εδώ παρουσιάζουμε μία αντινομία. Γιατί η πίστη αρχίζει εκεί που σταματάει η γνώση. Όταν κάτι το ελέγξω και το εγκρίνω, το παραδέχομαι γιατί πλέον το γνωρίζω, Ό,τι, όμως, το εγκρίνω χωρίς να μπορώ να το ελέγξω, αυτό το παραδέχομαι, γιατί το πιστεύω.
Στη θρησκεία υπάρχουν σημεία που δεν ελέγχονται με τα ανθρώπινα μέτρα και τις δυνατότητές μας. Αυτά όσοι μπορούν τα πιστεύουν. Οι άλλοι τα αρνούνται και μαζί αρνούνται και τον εαυτό τους. Γιατί οι προτάσεις της χριστιανικής πίστης έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα και απευθύνονται στη λεπτότερη περιοχή του είναι του ανθρώπου.
Στην πρακτική εποχή μας, φίλοι αναγνώστες, ο λόγος για υπερβατικές αλήθειες, ίσως φαίνεται αναχρονιστικός. Μα η πίστη στο Θεό δεν θα χάσει ποτέ την επικαιρότητά της και σαν θέμα συζητήσεως και σαν μέτρο και μέσο καταξιώσεως της φύσεώς μας.