ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ
mosio@otenet.gr
Πρόκειται για ένα παμπάλαιο ανοιξιάτικο έθιμο της Μακεδονίας, που τελούνταν και στο Ρουμλούκι. «Λαζαρίνες» είναι οι τρείς καλοστολισμένες κόρες που από την Παρασκευή παραμονή του Λαζάρου, το Σάββατο ανήμερα και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων επισκέπτονταν μαζί τα σπίτια του χωριού ψάλλοντας και χορεύοντας ειδικά τραγούδια, τα γνωστά «Λαζαριάτ’κα» ή «Λαζαρ’κά». Στην παρέα τους ήταν και μία (4η) μικρότερης ηλικίας, την οποία ονόμαζαν «καλαθάρο», επειδή αυτή κρατούσε το καλάθι και μάζευε τα αυγά και τα χρήματα που έδιναν οι νοικοκυρές. Όσοι τις έχουν ακούσει, ξέρουν πως οι κοριτσίστικες φωνές τους είναι το καλύτερο ευχάριστο καλωσόρισμα της Άνοιξης και της αναγενόμενης φύσης:
Λαζαρίνις έρχουντι, στρώστι τα τραπέζια σας,
στρώστι ψάθις, βιλιντσιά κι χρυσά προυσκέφαλα,
στρώστι τα τραπέζια σας, βάλτι τα κουτάλια σας.
Λαζαρίνιες έρχουντι, για να γιουματίσουνι.
Ο πρώτος που κατέγραψε το έθιμο στην περιοχή μας είναι ο Αλ. Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος έζησε στο Γιδά το 1909. Έχει γράψει λοιπόν εκείνος ο πρώτος λαογράφος της περιοχής μας:
«Ανήμερα, λίαν πρωί, εκκινούσιν ανά 4 κόραι εξαιρετικά στολισμέναι και συνοδευόμεναι υπό μικροτέρας ήτις κρατεί το «σεπέτι», δηλαδή καλάθιόν τι ή πανέρι. Μεταβαίνουσιν πρώτον «εις του παπά», κατόπιν εις τους επιτρόπους, «εις το κονάκι» δηλ. εις την διαμονήν του μπέϋ ή των αντιπροσώπων του και κατόπιν εις όλας τας οικίας του χωριού, δεχόμεναι ωά ή χρήματα. […] Καθ’ οδόν άδουσιν άσματα πορείας […]».
Σύμφωνα με άλλη καταγραφή του 1935 «Την Παρασκευή πριν του Σαββάτου του Λαζάρου τα κορίτσια του χωριού ομάδες άλλαζαν. Φορούσαν φούντες και σερβέτες (μαντήλια) με κρεμασμένα παφίλια [πόρπες ζώνης] κι άλλα μπιχλιμπίδια [κοσμήματα], απαράλλαχτα σα νυφάδες καμωμένα. Κρεμούσαν τα κορίτσια και τοκάδες ‘σημικά, όπως βάνουν οι βλάχοι και τα χτυπούσαν αυτά σαν να χτυπάς κουδούνια. Έτσι τα κορίτσια ντυμένα ονομάζονταν Λαζαρίνες.
Α[π’ το] πρωΐ άρχιζαν και πήγαιναν στα σπίτια με τη σειρά. Στέκονταν απέξω και τραγουδούσαν στο κάθε σπίτι το τραγούδι που ταίριαζε. Στον ανύπαντρο άλλο, στον παπά άλλο, στο δάσκαλο διαφορετικό, στο γεωργό το δικό του τραγούδι, στον τσομπάνο επίσης. Τα τραγούδια αυτά ήταν παλιά τραγούδια που από γενιά σε γενιά μαθεύτηκαν.
Έτσι στον ανύπαντρο (δηλ. αν τύχαινε ανύπαντρος στο σπίτι που θα τραγουδούσαν) έλεγαν:
Ένα μαφέσι πράσινο πουλιέται στο παζάρι,
ποιος έχει αγάπη και σεβντάν να έβγη να το πάρει […].
Όταν έφταναν σε σπίτι που ήταν δάσκαλος ή γραμματισμένος, τραγουδούσαν:
Γραμματικός ικάθουνταν στα της ελιάς κλωνάρι,
μον’ έγραφιν, κοντύλιαζιν ‘νατρόμαξαν τα χέρια τ’ […].
Όταν οι Λαζαρίνες τύχαιναν σε αυλή νέου κι ανύπαντρου, τραγουδούσαν:
Μουρή ψηλή, μουρή λιγνή, μουρή καμαρουμένη,
ισένα σφίγγει ου σαγιάς κι μένα θανατώνει […].
Όταν οι Λαζαρίνες τύχαιναν σε σπίτι παπά τραγουδούσαν:
Ιδώ είνι στύλος μάρμαρο, ιδώ κοιμάτ’ αφέντης,
Οι ν’ εκκλησιές εσήμαναν κι όλα τα μαναστήργια […].
Την ημέρα των Βαΐων πήγαινε στην εκκλησιά μπρός κι μπέης που ώριζε το χωριό για τα χρόνια πολλά και για να χαιρετήσει και τους κολλήγους του. Τότε ερχόντανε οι Λαζαρίνες και του τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι: […]
Αρχίτ’ αρχίτ’ αφέντης μας, αρχίτ’ αρχίτ’ αγάς μας,
με το συνταίρι τ’ άλογο με τη χρυσή τη σέλα […].
Όταν οι Λαζαρίνες τύχαιναν σε σπίτι τσομπάνου τραγουδούσαν:
Βρε τσιομπάνι τσιλιπή πόχεις χίλια πρόβατα, […]
στου τσαρδάκι κάθουσαν, τη φλοέρα έπιζις, τα κουρίτσια έκραζις […].
Εξόν από το τραγούδι που ταίριαζε στο σπίτι που τύχαιναν να βρεθούν οι Λαζαρίνες, […] τραγουδούσαν γενικώς το παρακάτω τραγούδι:
Τριανταφυλλιά μου πράσινη πότε θα κοκκινήσης,
να κάμης τα τριαντάφυλλα τ’ άσπρα τα καριοφύλλια […]».
Η Δάφνη χήρα Δημ. Κυρόπουλου[1871/2-1968] στην από το 1963 ηχογραφημένη αφήγηση της έχει πεί ότι «Λαζαρίνις δεν πήγα, δεν μας άφ’νε ου πατέραζ μ’. Κι έμασάμι κι τα φλουριά στα χέρια κι κάνου …».-