Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Ασφαλώς, φίλοι αναγνώστες, δεν υπάρχουν παρόμοιες, σε τραγικό μεγαλείο σκηνές. Δείπνος Μυστικός σε φεγγαρόλουστο κήπο που –αλλοίμονο- θα τον διαδεχθεί το προδοτικό φίλημα. Βαθύτατη αγωνία του Θεανθρώπου, με συνέπεια το ανθρώπινο ξέσπασμά Του. «Πάτερ, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Η φωνή της σιγής και ο ύπνος των μαθητών που διευκολύνουν να ακούγεται γυμνός ο καλπασμός της αγωνίας του Διδασκάλου. Ο θρίαμβος της ύλης, καθώς ο ορμητικός μαθητής με τα πρώτα χαμόγελα της αυγής θ’ αρνηθεί τον Κύριο, ο αρχιερέας των Ιουδαίων θα σχίσει έξαλλος τα ιμάτιά του και ο Πόντιος Πιλάτος, ξεπλένοντας τα χέρια του, θα γίνει η πιο κόκκινη μορφή της ιστορίας.
Στη συνέχεια, οι σκηνές του πάθους με την τραγική τους απόχρωση, αποκλείουν κάθε προσδιορισμό: Η μαστίγωση, το ακάνθινο στεφάνι, οι στρατιώτες που φιλονεικούν για τα ρούχα του Αθώου. Το ανέβασμα στο Γολγοθά και στο Σταυρό μπροστά στα μάτια της Μάνας Του και του μαθητού, που τόσο αγαπούσε. Ο μητρικός σπαραγμός που πέφτει σαν αστροπελέκι στην ψυχή της, καθώς καταβάλλεται προσπάθεια να συγκρατηθεί. Ο θρήνος που ξεσπά σε βαθύ παράπονο, η κραυγή της Μάνας, που γίνεται παράξενα θελκτική.
«Πού πορεύει τέκνον; Τίνος χάριν τον τραχύν νυν τελείς δρόμον;… Δος μοι λόγον, Λόγε μη σιγών παρέλθεις με ο αγνήν τηρήσας με, ο υιός και Θεός μου». Η απλή απάντηση του Σταυρωμένου: «Τι δακρύεις, Μήτερ; Μη πάθω; Μη θάνω; Πώς ουν σώσω τον Αδάμ; Απόθον ουν, Μήτερ, την λύπην, απόθου και πορεύου εν χαρά».
Και ο επίλογος: Ο φοβερός σεισμός, το «τετέλεσται», ο ενταφιασμός. Τώρα τίποτα δεν σαλεύει στα άγια μέρη, ούτε το απόηχο του διψασμένου με αίμα λαού. Θεία σιγή τονίζει τη γλυκιά παρουσία της σαγηνευτικής Του μορφής. Και από το βάθος του μελιχρού ορίζοντα καταφθάνει η λαλιά Εκείνου, που έγινε εικόνα του ανθρώπινου πόνου. Εκείνου που εννόησε την πίκρα του ορφανού, το φως του τυφλού, την παράξενη νοσταλγία του ασώτου. Εκείνου που εξαφάνισε την ασχήμια της αμαρτίας και φανέρωσε την ομορφιά της ψυχής.
Έτσι, ήσυχα, φοβισμένα, διάβηκε η ημέρα. Και καθώς οι ύστατες σκιές της νύχτας αρχίζουν να υποχωρούν, τις μυροφόρες συνέχει η απορία: «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;». Σκοτάδι στο νου και αγωνία στην ψυχή. Όμως, για λίγο. Γιατί ο λίθος του θανάτου έγινε συντρίμμια από το φως της Ζωής.
Ασύλληπτες οι στιγμές της Αναστάσεως. Αλλά θα τολμήσει ο Μελωδός: «Και άφνω ησυχία και δειλία κατεκράτησε της κτίσεως απάσης. Ο Δασπότης γαρ της φύσεως των μνημάτων εξήρχετο». Η ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου έχει συντελεσθεί. Οι στρατιώτες δεν μπορούν να συνέλθουν από το φόβο, οι μυροφόρες από το θάμβος και ο δρομαίος μαθητής – που ανάγκασε άλλοτε τον πετεινό να λαλήσει – θα εισέλθει στο μνήμα για να πεισθεί. Θα το βρει λουσμένο από το φως της Ζωής. Ύστερα θα οδεύσουν όλοι μαζί προς Εμμαούς.
Εκεί θα τους τυλίξει ο Χριστός με το γλυκύτατο φως του «Ειρήνη υμίν». Η πίκρα των μαθητών θα γίνει χαρά, η δειλία τόλμη και η αμφιβολία πίστη, καθώς ο Θάνατος έγινε Ζωή και το μίσος Αγάπη. Την Αγάπη όπως την δίδαξε Εκείνος στις μαγευτικές ακρογιαλιές της Γεννησαρέτ, όπως την επεκύρωσεν επάνω στο Σταυρό και όπως την εσκόρπισε σε όλη την κτίση το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Τώρα κατάλαβε η ανθρωπότητα, γιατί η μαγεία του Κυρίου μπορούσε να δώσει την ειρήνη στις χειμαζόμενες και αγωνιώσες ψυχές.