Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Ο Μακρυγιάννης (1797-1864), φίλοι αναγνώστες, κυριαρχεί στο Εικοσιένα, και μετά, για την παλληκαριά του, τη δικαιοσύνη, την ανιδιοτέλεια, την ηθική έξαρση, την καλλιτεχνική ευαισθησία και το φλογερό πάθος για τη λεφτεριά. Σήκωνε αδιάκοπα το λογισμό του από τις αδύναμες κι αρρωστιάρικες πηγές και τον ανύψωνε στα πεντακάθαρα και βουερά κεφαλάρια της ηθικής μας αυτογνωσίας.
Μπροστά στη λεφτεριά και την αλήθεια δεν λογάριαζε τίποτα, ούτε καν το θάνατο, μια που αυτά τα δύο συγκροτούσαν τη λαχτάρα που τον έδενε με τη ζωή. Κι έτσι, με το έργο του το πολύτιμο και τον κοφτερό του λόγο, που μπαίνουν σαν τη πιο καλόδεχτη κι ακριβή ανάσα δροσιάς στις καρδιές μας, υψώθηκε σε σύμβολο του Νέου Ελληνισμού, παράδειγμα ήθους και υπόδειγμα βίου.
Για το κάθε τι ενεργεί γρήγορα, αλλά με περίσκεψη και φρόνηση. Είναι προετοιμασμένος για τις μεγάλες χαρές και τις μεγάλες πίκρες. Γνωρίζει πως το άτομο διαδραματίζει βασικό ρόλο στην πρόοδο και την προκοπή του συνόλου. Ο Μακρυγιάννης ενεργεί ως συνισταμένη των δυνάμεων του Νέου Ελληνισμού. Στις ενέργειές του υπάρχει και η ορμή του αυθορμητισμού και το μεγαλείο της ανιδιοτέλειας και η λάμψη της τρυφερότητας. Η τόλμη συνεργεί με τη φρόνηση. Και το έργο αντιπροσωπεύει, ως πράξη δικαίωσης, της αληθινής ζωής, τη γενναιότητα της καρδιάς και την ακτινοβολία της ψυχής.
«Ο Μακρυγιάννης – γράφει ο Βλαχογιάννης – ουδέποτε έκαμψε το πνεύμα ή το σώμα, την γλώσσα ή τα όπλα, καθώς ούτε και τη γραφίδα. Απαιτητικός προς τον εαυτό του, ομοίως, υπήρξε και προς τους άλλους προκειμένου περί των συμφερόντων του έθνους αυτού… Η όλη εσωτερική εργασία κατά το μακρόν διάστημα της συγγραφής (Απομνημονευμάτων) είναι φαινόμενο πνεύματος μεγαλοφυούς, ίδιου πνευματικού βίου ζήσαντος, αφοσιωθέντος εν τη θεωρία κόσμου ολοκλήρου, τον οποίον αναπαριστά όχι μόνον εν τη πραγματικότητα, αλλά και εν ποιητική δυνάμει συναμυντικήν».
«Αναγνωρίζουμε – γράφει ο Θεοτοκάς – τον πιο ατόφιο Ελληνισμό στην καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, στην έμφυτη κρίση του προς το απλό, το φωτεινό, το αδρό και συνάμα το ιδανικό, κλίση που συνδυάζει τη μαστοριά των βιοτεχνών της Ελλάδας, την κληρονομιά της βυζαντινής τέχνης και την υποσυνείδητη επίδραση των αρχαίων ναών, στο βαθύ και συγκρατημένο συναισθηματισμό τους, στην αιδώ της καρδιάς του, στα κοφτερά του πάθη που βράζουν υπόκωφα και ξεσηκώνουν θύελλες, στην ελεύθερη και παιχνιδιάρικη φαντασία του, στο μυαλό του το τόσο ρωμέϊκο, ανήσυχο, ανικανοποίητο, οξύτατο, θετικό και μαζί ονειροπαρμένο, στην ηθική του συνείδηση, στις ιδανικές και συνάμα στις πρακτικές τάσεις του, στη λατρεία της αλήθειας, στην ακατάπαυστη επίκλησή του της δικαιοσύνης, στο ακοίμητο πνεύμα της εθνικής και ατομικής ανεξαρτησίας που κυβερνά ολόκληρη τη ζωή του, στην ανάγκη που νιώθει να αγωνισθεί για να γίνουν τα ιδανικά του πραγματικότητα, στην έξοχη, τέλος, λεβεντιά του, στην περήφανη στάση του απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους, τους φίλους όσο και τους εχθρούς, στην αυτοθυσία του και στην περιφρόνηση του θανάτου».
«Ο βίος του Μακρυγιάννη – λέει ο Σεφέρης – είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Ελληνισμού, στα εξήντα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Η ιστορία του είναι περισσότερο από μια ιστορία γεγονότων. Είναι ιστορία των συναισθημάτων του λαού του στη μεγάλη αυτή περίοδο που γέννησε η Ελλάδα. Πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε πάντα ορθός ως το τέλος: Άνθρωπος, στο ύψος του ανθρώπου».
Η παρουσία του Μακρυγιάννη, φίλοι αναγνώστες, έμελλε να πάρει έναν οικουμενικότερο χαρακτήρα συμβόλου παλληκαριάς, αξιοπρέπειας, ηθικής ακεραιότητας.