Του ιερέως
Παναγιώτου Σ. Χαλκιά
Σε μια εποχή, όπως η δική μας, φίλοι αναγνώστες, που τα έχει όλα: ανέσεις, τεχνολογία, κατακτήσεις, κάτι απουσιάζει που είναι τόσο βασικό, ώστε η έλλειψή του, να κάνει ανούσια όλα τα άλλα. Και αυτό είναι: όχι απλώς ο άνθρωπος, αλλά ο ΣΥΝάνθρωπος.
Χίλιες-δύο ανθρώπινες μορφές μας περιβάλλουν. Κι όμως, νιώθουμε τόσο ξένοι μεταξύ μας, τόσο ψυχροί ο ένας για τις ανάγκες του άλλου. Απομονωθήκαμε σε μια εκούσια μοναξιά και πάψαμε να ενδιαφερόμαστε για τον διπλανό μας. Η κοινωνία μας έγινε μια ποσότητα υπάρξεων, που μοιάζουν σαν μηχανές κουρντισμένες για να δουλεύουν και να παράγουν. Η σκληρή βιοπάλη και ο αγώνας για την επιβίωση, στένεψαν τα περιθώρια για την ανάπτυξη ενός πραγματικού ανθρωπισμού, που ξέρει να σκύβει με συμπόνοια πάνω στα προβλήματα του άλλου και να ανοίγει δρόμους στα τρομερά αδιέξοδα.
Το παράπονο πολλών ανθρώπων της εποχής, που προβληματίζονται μπροστά στην κατάσταση αυτή, είναι τούτο: πως βούλωσαν τα αυτιά και έκλεισαν οι καρδιές μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Οι άλλοι νοιάζονται για τον εαυτούλη τους. Να εξασφαλίσουν αυτοί το καλό εισόδημα, το σπίτι, την άνεση, το αυτοκίνητο. Οι άλλοι ας πεθάνουν, ας στερηθούν, ας τα βγάλουν στο κάτω-κάτω πέρα μόνοι τους. Ο ατομισμός ρυθμίζει πια σε μεγάλο ποσοστό τις σχέσεις των ανθρώπων και το συμφέρον. Κι όπου συναντάμε χαμόγελα και φιλίες, κάτι πρέπει να υποθέσουμε πως εξυπηρετείται μ’ αυτές. Εκεί, δυστυχώς, έχουμε φθάσει. Στην άγρια εκμετάλλευση και των πιο αγνών συναισθημάτων.
Και δεν είναι μόνο οι υλικές ανάγκες των άλλων, που μένουν χωρίς στήριγμα, με τη νοοτροπία αυτή. Είναι και οι ψυχικές που ζητούν λίγη στοργή, λίγη αληθινή φιλία, λίγη κατανόηση, ένα καλό λόγο, μία σοφή συμβουλή. Κι αυτά κατάντησαν σπάνια στις ημέρες μας.
Είναι, δυστυχώς, αλήθεια πως τα μέλη της μεγάλης αστικής κοινωνίας έχουν απροσωποποιηθεί. Είναι μόνο οικονομικές, επαγγελματικές ομάδες που μας ενδιαφέρουν μόνο όσο μας εξυπηρετούν. Δεν θέλουμε να έχουμε στενότερες σχέσεις μεταξύ τους. Μάθαμε να αναπαυόμαστε μόνοι μας, να ψυχαγωγούμεθα μόνοι μας, να ταξιδεύουμε ανάμεσα σ’ ένα ανώνυμο πλήθος, ξένοι και άγνωστοι.
Αυτό οφείλεται βασικά σε δύο αίτια. Πρώτα-πρώτα στη δομή της σημερινής κοινωνικής ζωής, που στηρίζεται σε ατομιστικά και εγωιστικά δεδομένα και έπειτα στη σπανιότητα ΣΥΝανθρώπων γύρω μας, που να έχουν τη δύναμη να ανταποκριθούν στις ενδότερες ψυχικές μας προσδοκίες. Σκάρτεψαν οι πιο πολλοί. Το πνεύμα του ευδαιμονισμού και του πρακτικού υλισμού, η χαλάρωση των δεσμών μας με τις παραδόσεις μας, η απαγκίστρωσή μας από τις «σκουριασμένες» αντιλήψεις των πατεράδων μας, ο θρησκευτικός πανχρωματισμός μας, όλα αυτά μαζί είναι η χοάνη μέσα στην οποία χάθηκε η ανθρωπιά από τους ανθρώπους και έγινε τόσο δύσκολη η ζωή μας.
Οι διαπιστώσεις αυτές, φίλοι αναγνώστες, δεν είναι πρωτότυπες. Τις έχουν κάνει, κατά καιρούς, πολλοί δικοί μας και ξένοί σχολιαστές, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου που κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, καθώς το κακό προχωρεί και παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις.
Στην εποχή μας, φίλοι αναγνώστες, δεν έχουμε ανάγκη από ανθρώπους. Άνθρωποι υπάρχουν πολλοί και μάλιστα δισεκατομμύρια. Στην εποχή μας έχουμε ανάγκη από ΣΥΝανθρώπους. Μας λείπει δηλαδή αυτό το –ΣΥΝ-.
Πονάμε: και δεν υπάρχει αυτό το –ΣΥΝ-, για να μας απαλύνει τον πόνο.
Υποφέρουμε: και δεν υπάρχει αυτό το –ΣΥΝ-, για να μας παρηγορήσει.
Κλαίμε: και δεν υπάρχει αυτό το –ΣΥΝ-, για να μας σκουπίσει το δάκρυ, αλλά και για να δακρύσει μαζί μας.
Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι: Τα δάκρυα που τρέχουν για τον πλησίον μας τα δέχεται πάντα ο Θεός, όπως παραστατικά λέγει ο Ιωάννης Πολέμης στο πιο κάτω ποίημά του:
Από τη γη δυο δάκρυα: Θερμά μαργαριτάρια,
ανέβηκαν και στάλαξαν στου Πλάστου τα ποδάρια.
Κι είπε το πρώτο τρέμοντας, εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για το δικό της πόνο».
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «-Ούτε στιγμή μη χάνεις»!
Σύρε να γίνεις βάλσαμο, τον πόνο της να γιάνεις».
Κι είπε και τ’ άλλο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για κάποιο ξένο πόνο»!
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «Εσύ μαζί μου μείνε!
Της ευσπλαχνιάς τα δάκρυα, δικά μου δάκρυα είναι».