Μου είναι δύσκολο όλους να τους γνωρίσω.. χωρίς τίς σκέψεις μου νά τίς σκορπίσω Τον πόνο πώς να τον εξηγήσω;Τα λόγια δεν πηδούν από τά χείλη Σφίξανε και αυτά και οι λέξεις κρύφτηκαν και αυτές.Μονο α μάτια πια μιλούν πνιγμένα μέσα σε λίμνες από δάκρυα, θαρρώ πως ποτέ δεν θα ξαναγελασουν.Οι μανεςαυτες που τα βλαστάρια τους ξανά δεν θα αγκαλιάσουν.Και το χαμόγελο τους θα το βλέπουν πάνω σε κρύο μάρμαρο ζωγραφισμένο.Πως να ξαναχαρουν πώς να αντέξουν τα όνειρα των λουλουδιών τους που έμειναν ξεκρεμαστα στον χρόνο...Και αυτός κυλάει τόσο αργά όταν βραδιάζει.ΗΨυχη ζητά να ξημερώσει μήπως όλο αυτό είναι ένα ψέμα και ανοίξει η πόρτα ξαφνικά.Και η γλυκιά φιγούρα να γεμίσει το σπίτι,το τραπέζι,το κρεβάτι.Τα μάτια τα θολά αγκαλιάζουν το μαξιλάρι που μυρίζει το σώμα του παιδιού της, που τώρα σε άλλο πια κρεβάτι ξαποσταινει, το μόνο πια που απομένει είναι ο χρόνος να κυλήσει γοργά για να τό συναντήσει.Τουτος ο πόνος δεν περνά ποτέ όσο και να το λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει την πληγή.Μενει το στίγμα και η ουλή σαν μαχαιριά στο στήθος και όπου το μάτι και αν γυρίζει πάντα θα βλέπειτα αχνάρια του.Θελω στους δρόμους τής σιωπής να περπατήσω πηγαίνοντας με την ψυχή σε όλες της μάνες της πονεμενες,στην αγκαλιά Μου να της κλείσω και μόνο να της πω:Μάνα είμαι και εγώ σας συμπονω...
Όλγα Κουτμηριδου -Μεταξα