Γράφει ο Γιάννης
Γεωργουδάκης
Εκπαιδευτικός
Δεκατρία χρόνια μετά το Καστελόριζο και υπάρχουμε ακόμα.
Ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω, βλέπουμε ένα κόσμο να κινείται με ταχύτητες μεγάλες. Με την τεχνολογία να έχει αλλάξει την καθημερινότητά στον πλανήτη, με αναδυόμενες οικονομίες, με μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού, με οικονομικούς πολέμους και με το ξαναζωντάνεμα των εθνικιστικών φόβητρων του παρελθόντος στην καρδιά της Ευρώπης, την ίδια ώρα που εμείς προσπαθούμε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας.
Το σχολείο, σαν γνήσιο υποσύνολο της κοινωνίας, δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανέγγιχτο από το ζόφο και την υποβάθμιση μετά τη μνημονιακή εμπειρία στη χώρα, αν και πολλοί πιστεύουν ότι οι θορυβώδεις οπισθοδρομικές μειοψηφίες, ούτως οι άλλως θα έβρισκαν προφάσεις, ώστε να μην πειραχτεί η βολική απραξία που διαφεντεύει τα εκπαιδευτικά δρώμενα. Άλλωστε ο περισσότερος κόσμος δεν έδειξε ποτέ να ενδιαφέρεται για θέματα παιδείας, πόσο μάλλον στην μετά μνημονίων εποχή. Η ακρίβεια, η μαζική έξοδος των νέων από την χώρα, οι ροές των προσφύγων και ο απρόβλεπτος «γείτονας» κερδίζουν την μερίδα του λέοντος στην καθημερινότητα. Την εκπαίδευση την θυμόμαστε θεσμικά λίγο τον Σεπτέμβριο, λίγο στις πανελλαδικές εξετάσεις και εξαντλούμε τα Παβλοφικά μας σύνδρομα στις καταλήψεις του Νοεμβρίου όταν «συμφωνούμε» ότι κάτι δεν πάει καλά.
Κι όμως, μόνο η παιδεία μπορεί να μας βγάλει από το τέλμα.
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με τη μοναδικότητα της βαριάς και δυσβάσταχτης πολλές φορές κληρονομιάς του παρελθόντος, η παιδεία και η ποιοτική της βελτίωση θα έπρεπε τώρα και πάντα να είναι στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων.
Αλλά στο πολυεπίπεδο εκπαιδευτικό περιβάλλον, η ποιοτική βελτίωση του σχολείου είναι μια απίστευτα σύνθετη διαδικασία, καθώς οι στόχοι του εγχειρήματος είναι πολλοί. Μαθητές, εκπαιδευτικοί και διοικητικό προσωπικό, εγκαταστάσεις, υποδομές, οικονομικοί πόροι, αλλά και διαδικασίες όπως διδασκαλία, μάθηση, διοίκηση και εύρεση ποιοτικών εργαλείων για την απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων και δεξιοτήτων των παιδιών μας στην κοινωνία της γνώσης. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τις στρεβλώσεις του κοινωνικού περίγυρου όπως η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, οι κοινωνικές ανισότητες και η ανισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες που προκύπτει από αυτές, η αναξιοκρατία, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, αλλά και η δυσκολία πρόσβασης του μεταναστευτικού πληθυσμού στην εκπαίδευση, η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας και οι αλληλοσυγκρουόμενες αξίες και τα συμφέροντα που προκύπτουν, συνθέτουν ένα ερευνητικό παζλ που προκαλεί πονοκέφαλο. Κι επιπλέον ανάλογα με την πολιτική-κομματική αφετηρία του καθενός, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις διαφέρουν.
Δυο χρόνια πριν, από το ίδιο φιλόξενο βήμα της εφημερίδας, σχολίαζα την εφαρμογή της ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ που ξεκινούσε τότε μετά πολλών επαίνων- αλλά και μίζερων αντιδράσεων- να εφαρμόζεται στα σχολεία της χώρας. Ο γραφειοκρατικός χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος, η ανεπάρκεια υλικοτεχνικής υποδομής, ο ανεπαρκής αριθμός εκπαιδευτικών στις σχολικές μονάδες, η ανυπαρξία επιμόρφωσης, οι πενιχρές αποδοχές, η αποστασιοποίηση των σχολικών μονάδων από την τοπική κοινωνία, οι απαρχαιωμένες πρακτικές διδασκαλίας, ο κατακερματισμός της γνώσης και εν τέλει για οι κακές επιδόσεις των μαθητών μας είτε σε τοπικό είτε σε διεθνές επίπεδο ήταν μερικά μόνο από τα «βαρίδια» που θα έπρεπε να αποβληθούν από την πολύπαθη εκπαίδευση. Από όποια οπτική και αν προσεγγίζαμε το θέμα τότε, είτε σαν γονείς είτε σαν μαθητές, εκπαιδευτικοί ή και συνδικαλιστές δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι κάτι πήγαινε στραβά. Κι αυτό το «στραβό» επιβαλλόταν να το ψάξουμε, να το αξιολογήσουμε και να το διορθώσουμε! Αν πέτυχε το εγχείρημα δεν είναι επί του θέματος. Άλλωστε τα φρούτα του δέντρου της γνώσης συλλέγονται στο μέλλον.
«Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες». Και αναφέρομαι στην ΑΤΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Δεν ήταν ξαφνικό, αλλά για μια ακόμη φορά τα αυτογκόλ έπεσαν βροχή. Η εφαρμογή ενός τόσο αμφιλεγόμενου μέτρου, θα έπρεπε να συνοδεύεται από ειλικρινή διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους και με συναινετική διάθεση, κι όχι με την «ετσιθελική» επιβολή ενός νόμου με μόνους υποστηρικτές τους γνωστούς κλακαδόρους παρατρεχάμενους των αθηναϊκών ΜΜΕ.
Για την ώρα η Πολυχρονεμένη Υπουργός Παιδείας, κατάφερε δυο θαύματα. Από τη μια να στρέψει την κοινωνία ενάντια στους «τεμπέληδες» εκπαιδευτικούς που δε θέλουν να αξιολογηθούν κι από την άλλη να στρέψει το σύνολο των εκπαιδευτικών εναντίον της και κατ’ επέκταση εναντίον του κυβερνώντος κόμματος.
Με τη σκιά των υποκλοπών να πέφτει βαριά στα «ψηλά πατώματα», με την ακρίβεια να δημιουργεί μια φρικτή ανισορροπία στην οικονομία και με την ενέργεια να τσουρουφλίζει πορτοφόλια, το μέτωπο ενάντια στους εκπαιδευτικούς είναι μάλλον μια περιττή πολυτέλεια και όπως φαίνεται, το αφήγημα της κυβέρνησης για υγιεινό περίπατο στις εκλογές πάει «περίπατο».
Κλείνοντας καταθέτω την άποψη του W. E. Deming* που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.
Σε αντίθεση με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η ατομική αξιολόγηση είναι μια «ασθένεια» που εμποδίζει την οργανωτική ανάπτυξη. Η ομαδική εργασία καταστρέφεται και καλλιεργείται η αντιπαλότητα των εκπαιδευτικών. Όπου εφαρμόστηκε δημιούργησε άθλιες μορφές ανταγωνισμού, με νικητές και χαμένους μέσα σε αφόρητο άγχος, υψώνοντας εμπόδια, που στερούσαν από τα άτομα την υπερηφάνεια για την εργασία τους, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα στην πρόοδο των μαθητών.
*W. E. Deming: Ήταν μηχανικός, στατιστικολόγος, καθηγητής, συγγραφέας, λέκτορας και σύμβουλος επιχειρήσεων. Θεωρείται ο «πατέρας» της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας.