του Χρήστου Μπλατσιώτη
Οι άγριες και μυστηριώδεις δολοφονίες ενέχουν πάντα έντονο το στοιχείο του μυστηρίου, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν έχει «εξαϋλωθεί» ο φάκελός τους από τότε που «μπήκαν» στο συρτάρι των ανεξιχνίαστων, όσο κι αν κάποιοι «πήραν» το μυστικό μαζί τους, «στον τάφο» είτε ήξεραν τις λεπτομέρειες είτε ήταν οι ίδιοι οι δολοφόνοι.
Μια τέτοια μυστηριώδης υπόθεση είναι και η άγρια δολοφονία του
Ιακώβ και της Σάρας Αζαριά, ενός εύπορου ζεύγους Βεροιωτών εβραϊκής καταγωγής (ηλικίας
70 και 60 ετών αντίστοιχα) που δολοφονήθηκαν με ειδεχθή τρόπο πριν από 62
χρόνια, μέσα στο σπίτι τους, στην οδό Φιλίππου 17 στο κέντρο της Βέροιας. Πρόκειται
για μια υπόθεση, η οποία εκτός από μυστηριώδης και ανεξιχνίαστη, κατάντησε να
είναι σχεδόν και «επετειακή» (υπόσταση που «περιέχει» έως και ασέβεια στη μνήμη
των θυμάτων της) αφού τη θυμόμαστε κυρίως κάθε Αποκριά κι αυτό επειδή την ημέρα
που συνέβη, στις 19 Φεβρουαρίου 1961, ήταν Κυριακή της Αποκριάς και όλη η
Βέροια «ήταν στο πόδι» γιορτάζοντας το Καρναβάλι.
Σύμφωνα με επιβεβαιωμένες μαρτυρίες, το απόγευμα εκείνης της
Κυριακής, ο Ιακώβ και η Σάρα Αζαριά είχαν πάει στο κινηματοθέατρο «Σταρ» για να
παρακολουθήσουν την παράσταση ενός διάσημου θιάσου εκείνης της εποχής όπου
πρωταγωνιστούσαν οι δημοφιλείς, Βασίλης Αυλωνίτης, Γεωργία Βασιλειάδου και Νίκος Ρίζος που τότε
«σάρωναν» με τους ρόλους του Κλέαρχου, της Μαρίνας και του Κοντού. Μετά την
παράσταση, περί ώρα 8,30 το βράδυ, τους είδαν να επιστρέφουν σπίτι τους. Αργότερα
όμως, το βράδυ της ίδιας ημέρας και σύμφωνα με το αρχείο της υπόθεσης, ένας
γείτονας, ο έμπορος Δημήτρης Αδαμίδης, ειδοποίησε την Πυροσβεστική
αντιλαμβανόμενος ότι είχε ξεσπάσει φωτιά στον επάνω όροφο της διώροφης μονοκατοικίας
τους. Η φωτιά πρόλαβε να προκαλέσει αρκετές ζημιές κυρίως στην κουζίνα και όταν
ολοκληρώθηκε η κατάσβεσή της, οι πυροσβέστες διαπίστωσαν ότι ανάμεσα στα αποκαΐδια
βρίσκονταν και δύο απανθρακωμένα άτομα.
Ήταν το ζεύγος Αζαριά.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της αστυνομίας και την
ιατροδικαστική έρευνα, οι δράστες της άγριας δολοφονίας πρέπει να ήταν δύο και
μάλλον γνωστοί του ζεύγους διότι τα ευρήματα έδειξαν ότι τους είχαν κεράσει
λικέρ (βρέθηκαν πάνω σε έπιπλο του σαλονιού μικρά ποτήρια πρόσφατα
χρησιμοποιημένα) και τους έψηναν καφέ στην κουζίνα όπως φάνηκε από τα
χρησιμοποιημένα αντικείμενα. Ο Ιακώβ και η Σάρα δέχθηκαν θανατηφόρα χτυπήματα
από αιχμηρό αντικείμενο ή και τσεκούρι. Ο άνδρας φαίνεται να χτυπήθηκε αρχικά
στο σαλόνι όπου βρίσκονταν με τους δολοφόνους του, ακολούθησε η επίθεση στην
γυναικά του, η οποία βρίσκονταν στην κουζίνα και μετά σύρθηκε μέχρι εκεί και ο
νεκρός σύζυγός της. Στη συνέχεια οι δράστες άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο του
σπιτιού, βρίσκοντας προηγουμένως το κλειδί κι αφού το άδειασαν ή πήραν ότι τους
ενδιέφερε, έβαλαν φωτιά προφανώς για να καλύψουν τα ίχνη τους.
Η έρευνα δεν μπόρεσε να αποδείξει τα ακριβή αίτια της
δολοφονίας όμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σκοπός των δραστών ήταν το
περιεχόμενο του χρηματοκιβωτίου, είτε για κλοπή μετρητών, είτε για καταστροφή
συναλλαγματικών έναντι χρεών τους προς τον Αζαριά.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ ΤΗΣ «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΒΕΡΟΙΑΣ»
Ο Ιακώβ Αζαριά ασχολούνταν αρχικά με τα χρηματοοικονομικά
κυρίως ως πετυχημένος χρηματιστής και αργότερα μπόρεσε να ιδρύσει τη δική του
Τράπεζα, την «Τράπεζα Βέροιας», μέσω της οποίας διαχειρίζονταν διάφορα χρηματικά
ποσά και κυρίως δάνειζε χρήματα ή ελάμβανε καταθέσεις έναντι τόκου. Η τράπεζα
λειτουργούσε στο ισόγειο της κατοικίας του, με μοναδική «υπάλληλο» τη σύζυγό του
και τον ίδιο ενώ οι μαρτυρίες που κατατέθηκαν απέρριψαν κάθε υπόνοια περί τοκογλυφικών
δραστηριοτήτων. Το αντίθετο μάλιστα καθώς όλοι όσοι είχαν συναλλαγές με τον
Ιακώβ Αζαριά ανέφεραν ότι δάνειζε σύμφωνα με τα νόμιμα ή και με χαμηλότερα
επιτόκια για λόγους ανταγωνισμού, πλήρωνε πάντα στην ώρα του, τηρούσε πάντα τις
συμφωνίες του και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις αναγκάζονταν να προχωρήσει σε
διαμαρτύρηση ληξιπρόθεσμων γραμματίων.
Το έγκλημα και ο τρόπος που έδρασαν οι δολοφόνοι συντάραξε
όχι μόνο την κοινωνία της Βέροιας αλλά όλο το πανελλήνιο. Με την υπόθεση
έσπευσαν να ασχοληθούν ειδικοί αξιωματικοί της Χωροφυλακής από τη Βέροια και τη
Θεσσαλονίκη ενώ στη Βέροια έφθασε για τον ίδιο λόγο και ο τότε Αρχηγός της
Χωροφυλακής, ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Βαρδουλάκης.
Παράλληλα, τις ιατροδικαστικές έρευνες για τις συνθήκες του εγκλήματος ανέλαβε ο
Δημήτριος Ροβίθης, υφηγητής στην έδρα της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του
Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, γνωστός από την υπόθεση Λαμπράκη, όταν
αρνήθηκε να συμφωνήσει ότι ο θάνατος του Χρήστου Λαμπράκη οφείλονταν σε φυσικά
αίτια και υποστήριξε με σθένος ότι ήταν συνέπεια θανατηφόρου τραύματος από
ισχυρά χτυπήματα.
ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ
ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΑΖΑΡΙΑ
Η έρευνα που ακολούθησε απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας «στεγνής»
ληστείας διότι στις τσέπες του Αζαριά, που εμφανώς είχαν ψάξει οι δράστες
αναζητώντας τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου, βρέθηκαν χρυσές λίρες και δολάρια
ΗΠΑ που δεν τα πήραν, όπως βρέθηκαν και μετρητά μέσα στο χρηματοκιβώτιο που
επίσης είχαν παραμείνει στη θέση τους. Αντίθετα είχαν εξαφανιστεί ή είχαν καεί
όλα τα χρεόγραφα και αμέσως οι έρευνες επικεντρώθηκαν προς την κατεύθυνση
ανθρώπων που είχαν τέτοιες εκκρεμότητες με τον Βεροιώτη τραπεζίτη (δηλαδή που
«χρωστούσαν»).
Είναι μάλιστα χαρακτηριστική και η ανακοίνωση που έδωσε στη
δημοσιότητα το Τμήμα Ασφαλείας Βέροιας, στο πλαίσιο της προανάκρισης, την
επομένη του φόνου: «Παρακαλούνται άπαντες
οι οφείλοντες εις τον δολοφονηθέντα Αζαριά Ιακώβ όπως εντός τριών ημερών
προσέλθωσιν εις το Τμήμα Ασφαλείας βέροιας και δηλώσωσι τούτο».
Η υποψία αυτή ενισχύθηκε και από την κατάθεση που έκανε ο
τότε διευθυντής του καταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας στη Βέροια, ο οποίος
δήλωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών του, ο Αζαριά τα «μετακινούσε» καθημερινά
στην «Εμπορική» και στο σπίτι του κρατούσε μόνο τα απαραίτητα για τις τρέχουσες
οικονομικές υποχρεώσεις του. Αντίθετα, φύλαγε στο σπίτι όλα τα γραμμάτια, τις
μετοχές του και τα λοιπά χρεόγραφα που διακινούσε ως χρηματιστής και ως
τραπεζίτης.
ΟΙ 6 «ΓΡΗΓΟΡΑ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ» ΒΕΡΟΙΩΤΕΣ
Πελάτες του Αζαριά ήταν κυρίως έμποροι και επαγγελματίες από
τη Βέροια, γεωργοί και κτηνοτρόφοι της περιοχής αλλά και επιχειρηματίες από την
περιοχή της Θεσσαλονίκης κυρίως Εβραίοι. Πολλοί από όλους αυτούς εξακολουθούσαν
να έχουν χρέη και εκκρεμότητες προς την τράπεζά του.
Κινούμενα προς αυτή την κατεύθυνση, κάποια πρόχειρα και
«γρήγορα» συμπεράσματα της έρευνας, προφανώς και με αυτονόητο στόχο, έσπευσαν αρχικά
να «φορτώσουν» το έγκλημα σε μια παρέα έξι (6) Βεροιωτών πελατών του Αζαριά,
έναν εκδοροσφαγέα, έναν κρεοπώλη, έναν ζωέμπορο και τρεις κτηνοτρόφους όμως
σύντομα κατέρρευσε κάθε υπόνοια εναντίον τους.
Κι αφού δεν βρέθηκε άμεσα κάποιος ένοχος, οι υποθέσεις για
τη δολοφονία του ζεύγους άρχισαν να εκτοξεύονται σε επίπεδα αστήρικτης
φημολογίας και εξωπραγματικής συνωμοσιολογίας.
Γράφτηκε για έναν Βεροιώτη μικροαπατεώνα που είχε απειλήσει τον Ιακώβ
Αζαριά για να του αποσπάσει 10.000 δραχμές όμως ο συγκεκριμένος έκτιε ήδη ποινή
φυλάκισης δύο εβδομάδες πριν αλλά και την ημέρα του φόνου. Ακούστηκαν αστήρικτα
σενάρια για δήθεν συναλλαγές του Βεροιώτη τραπεζίτη με μέλη της ιταλικής μαφίας
ή ντόπιους τοκογλύφους που θέλησαν να τον βγάλουν από τη μέση. Ακόμη και κινηματογραφικού
τύπου εμπλοκή της Μοσάντ (των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ), που τάχα «έψαχνε
άλλα πράγματα», υπέθεσαν κάποιοι φαντασιόπληκτοι όμως όλα ήταν αστήρικτα έως
και αστεία.
Ο Ιακώβ Αζαριά κατάγονταν από τις αρχικές οικογένειες των
Εβραίων που εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα και πρόγονοί του μετακόμισαν αργότερα στη
Βέροια. Στη διάρκεια της κατοχής ο ίδιος και η γυναίκα του διέφυγαν στα βουνά
της Βέροιας και σώθηκαν από τους Γερμανούς. Υπάρχει μάλιστα και η πληροφορία
ότι ενίσχυσαν και το έργο του ελληνικού αντάρτικου έναντι της γερμανικής
κατοχής. Μετά τον πόλεμο συνέχισαν τη ζωή τους στην πόλη, έχοντας αποκτήσει
τρία παιδιά, τον Μωυσή, τον Ισαάκ και τη Λώρα, τα οποία αφού ενηλικιώθηκαν
παλιννόστησαν στο Ισραήλ, ο δε Ισαάκ υπηρετώντας στις ένοπλες δυνάμεις τις
χώρας είχε φονευθεί στη διάρκεια αραβοϊσραηλινών συγκρούσεων.
Το ζεύγος Αζαριά ζούσε μόνο του στη Βέροια, ήταν ιδιαίτερα
αγαπητό στην τοπική κοινωνία και ο Ιακώβ ήταν και πρόεδρος της Εβραϊκής
κοινότητας της πόλης. Η ειρωνεία είναι πως τη χρονιά της δολοφονίας τους και
συγκεκριμένα το Πάσχα του 1961, σχεδίαζαν να παλιννοστήσουν και οι ίδιοι στο
Ισραήλ και να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Για τον λόγο αυτό, έκλειναν
εκκρεμότητες, τακτοποιούσαν λογαριασμούς και «μάζευαν» τα χρήματά τους. Εκεί
φαίνεται ότι εντοπίζονται και οι λόγοι της δολοφονίας τους, αν υπολογιστεί ότι από
τις έρευνες της αστυνομίας βρέθηκε στο σαλόνι του σπιτιού τους και ένα πεταμένο
χαρτί με «λογαριασμούς» ποσών, με προσθαφαιρέσεις και υπόλοιπά, που φαίνεται
ότι είχε γραφτεί πριν «γραφτεί» ο επίλογος της ζωής των δύο άτυχων Βεροιωτών.
Υπήρξε και μια φήμη ότι οι δολοφόνοι που μπήκαν στο σπίτι
των Αζαριά ήταν μεταμφιεσμένοι καρναβαλιστές, άγνωστοι πλην όμως καλοδεχούμενοι
από το ζεύγος λόγω της φιλοξενίας που επέβαλλε το έθιμο των περιφερόμενων
μασκαράδων που εκείνα τα χρόνια συνηθίζονταν στην Βέροια. Λέγεται μάλιστα ότι η
απέχθεια που προκλήθηκε στη βεροιώτικη κοινωνία μετά το ασυνήθες έγκλημα ήταν η
αιτία που σταμάτησε να γιορτάζεται η υπαίθρια Αποκριά στην πόλη, με μπουλούκια
καρναβαλιστών και άλλα παρόμοια. Μάλλον όμως ως άλλοθι φαντάζει αυτό για κάτι που
απλώς «ξέφτισε» στο πέρασμα του χρόνου.
Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η τραγωδία των Αζαριά έσπευσε στη
Βέροια ο μεγάλος γιός της οικογένειας, ο Μωυσής, ο οποίος συνόδευσε τις σωρούς
των γονιών του στη Θεσσαλονίκη όπου κηδεύτηκαν με τη συμπαράσταση των Εβραϊκών
κοινοτήτων της συμπρωτεύουσας και της Βέροιας βεβαίως. Εκεί γράφτηκε και ο
επίλογος μιας πρωτοφανούς ιστορίας της Βέροιας που εδώ και πάνω από μισό αιώνα,
παραμένει ανεξιχνίαστη και όπως φαίνεται εκεί θα παραμείνει.