Τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε στον Ιερό Ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου, Πολιούχου Βεροίας, για την εορτή των Τριών Μεγάλων Ιεραρχών και Οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Στο τέλος τελέστηκε το καθιερωμένο μνημόσυνο για τους αειμνήστους εκπαιδευτικούς και ευεργέτες της παιδείας και εκφωνήθηκε ομιλία από τον εκπαιδευτικό Πρωτοπρ. Λεωνίδα Αφεντούλη, ενώ ακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνου στον ανδριάντα του ευεργέτου της πόλεως, Δημήτριο Ρακτιβάν.
Η ομιλία
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα για να
τιμήσουμε τή μνήμη τριῶν μεγάλων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας: τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἱωάννου τοῦ Χρισοστόμου. Ἡ Ἐκκλησία
μας ἀπό πολύ νωρίς ἀγκάλιασε τή μνήμη τους καί τούς ἐνέταξε στό ἁγιολόγιό της.
Τόν μέγα Βασίλειο τόν τιμᾶ τήν πρώτη Ἰανουαρίου, τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο την εἰκοστή
πέμπτη τοῦ ἴδιου μῆνα καί τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο τήν εἰκοστή ἑβδόμη τοῦ Ἰανουαρίου
καί τήν δεκάτη τρίτη τοῦ μηνός Νοεμβρίου.
.
Ὄταν ὄμως τόν ἐνδέκατο αἰώνα ξέσπασε μιά
διαμάχη ἀνάμεσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ποιός εἶναι μεγαλύτερος ἀπό
τούς τρεῖς, ὁ Μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάννης συνέταξε μιά καινούργια ἀκολουθία
συμπεριλαμβάνοντας καί τούς τρεῖς, καί ἡ Ἐκκλησία μας καθιέρωσε τήν πανηγυρική ἑορτή
καί τῶν τριῶν ἱεραρχῶν μαζί θεωρώντας ὅτι εἶναι καί οἱ τρεῖς οἱ κατεξοχήν καί ὑπεροχήν
οἰκουμενικοί διδάσκαλοι τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τό 1842 τό νεοσύστατο πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καθιέρωσε γιά ὅλη
τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη στήν
Παιδεία καί στά Γράμματα.
Ἐκ μέρους τῆς ἐκπαιδευτικῆς
κοινότητας μου ἀνατέθηκε ἡ ἐκφώνιση αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς ὁμιλίας. Ἀλλά τί μπορῶ
νά πεῖ κάποιος, ἔστω καί εἰδικός, γιά αυτούς «τούς ποταμούς τῆς σοφίας», «τούς
μεγίστους οἰκουμενικούς φωστήρες», «τούς πυρσούς τῶν θείων δογμάτων», αὐτούς
πού ἐνῶ ζούσαν στή γῆ, ἡ βιοτή τους μόνο μέ τούς ἀγγέλλους μπορεί νά συγκριθεί;
Πῶς νά πλέξει κανείς τό ἐγκώμιο αὐτῶν
πού τό ἦθος τους δέν εἶχε τίποτε τό γήινο, πού ἔγιναν μελωδικά ὄργανα τῆς θείας
χάριτος, πού ἦταν τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, πού
ἐποίμαναν τό πλήρωμα της Ἐκκλησίας μέ τίς θείες διδασκαλίες τους καί τό ὁδήγησαν
ἀσφαλῶς πρός τόν Θεό;
Μέσα σέ μιά δεκάλεπτη ὁμιλία δέν
μπορεί νά χωρέσει ὁ πλοῦτος τῶν κατορθωμάτων τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν. Ὅποιος
νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ὁμιλήσει ἔστω καί ἀκροθιγῶς γιά τίς ἀρετές, τίς γνώσεις
καί τό ἔργο τῶν πατέρων πλανᾶται . Ἀκόμα καί ἡ ἀπλή ἀναφορά τῶν κυριοτέρων στοιχείων τοῦ βίου τους θά κρατοῦσε ὧρες.
Θά μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως,
νά παραθέσω κάποια ἐλάχιστα ψήγματα χρυσοῦ ἀπό τόν θησαυρό τόσο τῆς
καταπληκτικῆς βιοτῆς τους, ὅσο καί ἀπό τό τεράστιο ἔργο τους. Ἀποχωρώντας λοιπόν ἀπό τήν λατρευτική αὐτή
σύναξη πρός τιμή τῶν τριῶν αὐτῶν ἁγίων
νά λάβουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, ἀπό τό ἄρωμα καί τήν πνευματική εὐωδία πού
ἀποπνέουν αὐτοί οἱ ἐπίγειοι ἄγγελοι καί οἱ οὐράνιοι ἄνθρωποι.
Καί οἱ τρεῖς εἶχαν ἕνα κοινό
χαρακτηριστικό γνώρισμα. Ἀγάπησαν τόν Χριστό ὅσο τίποτα ἄλλο πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ. Προικισμένοι μέ σπάνια χαρίσματα,
μέ μεγάλη οἰκονομική ἄνεση, μέ ἐξαιρετικές σπουδές, μέ λαμπρό μέλλον καί τά
θυσίασαν ὅλα αὐτά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί «τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν του».
Γόνοι εὐπόρων οἰκογενειῶν καί οἱ τρεῖς
μοιράζουν τή μεγάλη τους περιουσία στούς φτωχούς, φοροῦν τό μοναχικό σχῆμα καί ἀποσύρονται
στήν ἠσυχία προσευχόμενοι, ἀσκούμενοι καί μελετώντας τίς θείες γραφές. Μέσα
στήν ἠσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καθαίρονται ἀπό τά πάθη τους,
γίνονται ἐπίγειοι ἄγγελοι, πολίτες τοῦ οὐρανοῦ. Κερδίζουν ὁλοένα καί
περισσότερο Χριστό. Τούς ἐπισκιάζει ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Προετοιμάζονται γιά τό μεγάλο ἔργο τῆς διακονίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Η Ἐκκλησία
τούς εἴχε ἀνάγκη ἐκείνους τούς δύσκολους καιρούς πού διένυε.
Μέ τήν ἄριστη γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας, τήν μεγάλη εὐχέρεια τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας, καθώς καί μέ τήν
βαθειά θεολογική κατάρτηση πού ἔλαβαν ὡς καρπό τῆς ἡσυχίας καί τῆς καθάρσεως,
ρίχνονται στή μάχη ἐναντίων τῶν αἰρέσεων, στή διατύπωση τῆς ἀλήθειας τοῦ εὐαγγελίου,
στήν ἐρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς, στήν διαποίμανση τῆς Ἐκκλησίας, στήν διακονία
τοῦ λόγου, στήν ἀνάλυση καί ἀνόρθωση τῆς φύσεως τῶν ὄντων, στήν ἀνάπαυση τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ
Χριστοῦ, στήν δημιουγία κοινωνικῶν δομῶν καί κανόνων σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ εὐαγγελιου
τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὁ δικανικός ρήτορας μεταπλάθεται σέ ὑπέροχο ἐρμηνευτή, σέ
μεγάλο δογματικό, σέ σοφό ἀνατόμο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Μᾶς κληροδότησαν ἕνα παγκόσμιο
πολιτιστικό καί θεολογικό μνημεῖο λόγου
συνυφασμένο μέ στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς δραματουργίας: τήν Θεία
Λειτουργία, ἡ ὁποία τελεῖται καθημερινά στις ἐκκλησίες μας. Γιά τήν Ἐκκλησία
μας τά ἀρχαία ἑλληνικά δέν εἶναι μιά νεκρή γλῶσσα. Εἶναι ἡ γλῶσσα της λατρείας
της, ἡ γλῶσσα τῆς ἐπικοινωνίας μέ τό Θεό. Ἄν κάποιος ἀμφιβάλλει ἄς διαβάσει τίς
εὐχές τῆς λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Εἶναι συγκλονιστικό τό πώς
παρουσιάζει καί ἀναλύει τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας.
Δέν εἶναι ὑπερβολή νά ποῦμε ὅτι
γνώρισαν και τίμησαν καλύτερα από κάθε ἄλλον τόν ἄνθρωπο. Προσπάθησαν νά
καταδείξουν τήν εὐγένεια τῆς φύσεως του, τήν θεία του καταγωγή. Τόν οὐράνιο
προορισμό του. Γι αὐτό καί διακόνησαν μέ πλήρη αὐταπάρνηση τόν ἄνθρωπο.
Κι αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού τόν ἔστησαν
μέ τή διδασκαλία τους στό πραγματικό του ὕψος, ἔσκυψαν καί τόν ὑπηρέτησαν μέ ὅλο
τους τό εἶναι σάν ἀδελφοί καί σάν πατέρες μέ φίλτρο καί στοργή μάνας.
Δραστηριοποιήθηκαν σέ ἀφάνταστο βαθμό γιά τά κοινωνικά προβλήματα, τίς πληγές,
τήν ἀθλιότητα, τίς ἀνισότητες. Πόνεσαν γιά τό φτωχό, τόν ορφανό, τή χήρα, τόν ἄρρωστο,
τόν αἰχμάλωτο, τόν ξένο, τόν φυλακισμένο μά καί τόν ἀπορριγμένο στήν ἄσωτη ζωή.
Οἱ ἄξονες πάνω στούς ὁποίους
κινήθηκαν ἧταν: ὁλοκληρωτική αὐταπάρνηση ἀπό ὅλα τά γήινα, λατρεία στό Θεό,
διακονία στό συνάνθρωπο. Καί τό ἀποτέλεσμα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπερίγραπτο.
Ὁ μέγας Βασίλειος ἐπίσκοπος
Καισαρείας, ἀφοῦ ἤδη ἔχει μοιράσει τήν περιουσία του στούς φτωχούς, ὡς θεία καί
ἱερά μέλισσα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δημιουργεῖ τήν Βασιλειάδα, ἕνα
συγκρότημα ἀπό εὐαγῆ ἱδρύματα: σχολεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεία
καί ὅ,τι ἄλλο θά μποροῦσε νά δώσει ἀνάπαυση στόν πονεμένο ἀδελφό. Ὅντας ἱατρός,
μέ τά ἴδια τά χέρια που εὐλογοῦσε καί
καθαγίαζε τά τίμια δῶρα, περιποιοῦνταν τίς πληγές τῶν λεπρῶν τοῦ νοσοκομείου πού
ἔκτισε. Παράλληλα ζοῦσε ὄχι σάν ἀπλός μοναχός ἀλλά σάν ἀληθινός ἀσκητής μέσα
στόν κόσμο. Στήν ἐκκλησιστική ἱστορία δέν ὑπάρχει δεύτερο παράδειγμα αὐστηροῦ ἀσκητοῦ
μέ τόσο μεγάλο κοινωνικό ἔργο. Πραγματικά Μέγας. Ὁ ἄρτιος αὐτός ἄνθρωπος, ὁ ἰσχυρός
χαρακτήρας, ὁ χαρισματικός ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τό ἱερό αὐτό
θηρίο, καταπονημένος ἀπό τήν σκληρή ἄσκηση καί τήν ἔντονη δραστηριότητα πρόωρα,
σέ ἡλικία 49 ἐτῶν, παραδίδει τό πνεύμα του.
Ὁ καρδιακός του φίλος καί συμφοιτητῆς
του, ὁ Γρηγόριος, ἡ εὐαίσθητη ποιητική ψυχή, ἀναδείχθηκε πηγή θεολογίας καί
μύστης τῶν δογμάτων διατυπώνοντας τῆς «κρυφιομύστου Τριάδος τήν ὁμοδύναμον οὐσίαν».
Ἐραστής τῆς ἠσυχίας ζοῦσε προσευχόμενος συνεχῶς μέ δάκρυα καί περιαυγάζονταν ἀπό
τό ἄκτιστο φῶς τό ὁποίο τόν κατέστησε γνώστη τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων τῆς ἁγίας
Τριάδος. Γι αὐτό ἡ Ἐκκλησία ἐπαξίως τοῦ ἀπένειμε
τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου. Ὅταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος τόν κάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη
νά ἀναλάβη τήν ἐπισκοπή της, μέσα σέ μία ἔπαυλη πού τοῦ παραχωρήθηκε ἀπό μία
συγγενή του, μετέτρεψε ἕνα δωμάτιο σέ ναό τῆς Ἀναστάσεως καί ἐκεί ἐκφώνησε
μπροστά σέ λίγους πιστούς τίς περίφημες θεολογικές ὁμιλίες του γιά τό Ἅγιο Πνεύμα. Μέσα ἀπό μεγάλες ταραχές καί
σκληρή βία ἐγκαταλείπει τόν πατριαρχικό θρόνο μέ χαρά γιά τήν εἰρήνη τῆς ἐκλησίας καί ἐπιστρέφει στό
ἀγαπημένο του ἀσκητήριο στήν Καρβάλη, ὅπου
τελειώνει τήν ἐπίγειο ζωή του «ἑαυτῶ καί τῶ Θεῶ συστρεφόμενος».
Ὁ τρίτος τῶν ἱεραρχῶν ὁ Ἰωάννης λίγο
μεταγενέστερος χρονικά ἀπό τούς δύο πρώτους εἶναι ὁ ἰκανότερος ρήτορας τῆς ἐποχῆς
του. Εὐτυχῶς πού τόν κέρδισε ἡ Ἐκκλησία καί ἔτσι ἡ ἁγία Γραφή βρῆκε στό λόγο τοῦ
ἁγίου Ἰωάννου τήν τελειότερη ἐρμηνεία της. Γι αὐτό ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνόμασε
Χρυσόστομο. Ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἐλεημοσύνη γινόταν δυό φορές
Χρυσόστομος. Ἐνώ ἡ καθημερινή του τροφή ἦταν μία κούπα κριθαρόζουμο, ἔτρεφε στή
βασιλεύουσα ἑπτά χιλιάδες πεινασμένους
καθημερινά. Ἐπειδή στιγμάτισε τή χλιδή τῶν ἀρχόντων, τίς ἀκολασίες τῶν αὐλικῶν,
τήν κοσμική καί προκλητική ζωή ὁρισμένων κληρικῶν, τήν ἀκόρεστη φιλοδοξία τῶν εὐπόρων
γυναικῶν ἀκόμα καί αὐτῆς τῆς αὐτοκράτειρας, ἐξορίζεται τρεῖς φορές καί
παραδίδει τήν ψυχή του στό Θεό ἀναφωνώντας τό «δόξα τῶ θεῷ πάντων ἔνεκεν».
Ὅλη τους ἡ ζωή ἦταν μία διαρκῆ θυσία
γιά τόν ἄνθρωπο. Μέ τόν λόγο καί τίς πράξεις τους. Μέ πόνο καί δάκρυα. Μέ ἀνιδιοτέλεια
καί αὐταπάρνηση. Μέ ἀγάπη καί χαρά. Αὐτός ἦταν καί ὁ στόχος τῆς διδασκαλίας
τους: νά καταστήσουν τόν ἄνθρωπο πολίτη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στό ἀπολυτίκιο του Μ. Βασιλείου ἀναφέρεται
χαρακτηριστικά: «τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας». Δέν εἶναι ὑπερβολή ὅτι καί
οἱ τρεῖς ὀμορφαίναν τά ἀνθρώπινα ἤθη. Ἔθεσαν τούς νόμους καί τά πλαίσια γιά μιά
ἀληθινή κοινωνία ἀγάπης. Πολέμησαν μέ λύσα τήν ἀμαρτία, τό κακό καί ὅτι αὐτό
συνεπάγεται. Ἦταν ἀντίθετοι στήν ἀνισότητα καί στήν δουλεία. Ἀγωνίστηκαν γιά
τήν εἰρήνη καί τήν δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ἀγάπησαν τόν ἄνθρωπο. Γιά ὄλα αὐτά ἀναφαίρεται
χαρακτηριστικά ὅτι: ἐτράνωσαν τήν φύσιν τῶν ὄντων δηλαδή ἀνυψώσαν τήν ἀνθρώπινη
φύση. Πῶς τό ἔκαναν αὐτό. Με τή σοφή διδασκαλία
καί τό ἔργο τους ἀποκατέστησαν τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά εἶναι,
δηλαδή στό Θεό. Ξένο ἀπό πάθη καί κακία. Στολισμένο μέ ἀρετές. Ὁ ἄνθρωπος
πλάστηκε ἀπό τό θεό καί ὁ σκοπός του εἶναι νά γίνει κατά χάριν θεός. Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Σήμερα πού ἔχουν ἀλλάξει τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων,
πού τό εὐαγγέλιο δέν ρυθμίζει τή ζωή τους, πού πολλές φορές οἱ νόμοι τῆς πολιτείας
εἶναι ἀντίθετοι με τή διδασκαλία τῆς ἐκλησίας, πού ὁ ἄνθρωπος ψάχνει να βρεῖ
τόν χαμένο ἑαυτό του, πού κυριαρχεῖ ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ταραχή, ὁ
λόγος τῶν τριῶν ἱεραρχῶν πού γιορτάζουμε
σήμερα εἶναι καταλυτικός καί ἐπίκαιρος. Καταδεικνύει τήν εὐγένεια τῆς φύσεως
του. Τήν θεία του καταγωγή. Μᾶς κληροδότησαν τόν τρόπο τῆς συμφιλίωσης μέ τόν
Θεό. Καθόρισαν τούς ὅρους τῆς πνευματικῆς ἄσκησης. Μᾶς ἀπεδειξαν πώς ἡ ζωή χωρίς Χριστό δέν ἔχει καμιά ἀξία. Ἀντίθετα
ἡ ζωή μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή, εἶναι ἡ ζωή πού ἀξίζει κανείς νά ζεῖ.
Πρωτοπρεσβύτερος Λεωνίδας Ἀφεντούλης
Ἐφημέριος Ἱεροῦ Ναοῦ Ὑπαπαντῆς
Βέροιας
Καθηγητής Μέσης Ἐκπαίδευσης