Στο θέμα του γάλατος παρεμβαίνει με επιστολή της η ‘Πρωτοβουλία’ αγροτών Ημαθίας, με κείμενο που υπογράφει ο Θοδωρής Παπακωνσταντίνου. Αναφέρει:
«Είναι θλιβερό για την παραγωγική ανάταξη μιας χώρας, το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης να θεωρεί ότι η ανάταξη αυτή θα επέλθει με την αύξηση των εισαγωγών και την ισχυροποίηση των αλυσίδων λιανικής και των super markets. Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του γάλατος. Το εν λόγω υπουργείο έκρινε ότι -με βάση τα όσα αναφέρει η έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α., οι αλλαγές που αποφασίσθηκαν θα ωφελήσουν τους καταναλωτές κατά 30 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Βέβαια για λόγους που έχουν συζητηθεί ευρύτατα αυτήν την περίοδο τέτοια ωφέλεια δεν θα υπάρξει. Αντίθετα, θα συμβεί κάτι άλλο που αναφέρει χωρίς ιδιαίτερη έμφαση η έκθεση. Δηλαδή το 1/3 των αγελαδοτρόφων ή διαφορετικά 1.000 αγελαδοτροφικές εκμεταλλεύσεις, θα φύγουν άμεσα από το επάγγελμα και Ελληνικό γάλα αξίας 100 εκατομμυρίων ευρώ θα αντικατασταθεί από εισαγωγής .
Για την εξέλιξη αυτή όμως το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έχει βαρύτατες ευθύνες. Όταν ο αναπληρωτής υπουργός Μάξιμος Χαρακόπουλος δήλωνε στη βουλή, ας πληρώσουν κάτι παραπάνω οι καταναλωτές για να διατηρήσουμε την ελληνική κτηνοτροφία, η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ δήλωνε ότι το επιχείρημα αυτό θα καταδίκαζε τους Έλληνες κτηνοτρόφους.
Η ηγεσία του ΥΠΑΑΤ όφειλε να αντιπαρατεθεί με το υπουργείο Ανάπτυξης, στη βάση της πραγματικής αιτίας που κρατάει τις τιμές καταναλωτή σε υψηλά επίπεδα. Και η αιτία αυτή δεν είναι τα 3-4 λεπτά το κιλό επιπλέον που λαμβάνει ο κτηνοτρόφος σε σύγκριση με κάποιες άλλες χώρες. Η βασική αιτία είναι ότι η παστερίωση και κυρίως η διάθεση του γάλατος είναι κατά 100% πιο ακριβή στην Ελλάδα από τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ε.Ε. Είναι ακριβώς αυτή η αισχροκέρδεια που εξηγεί και το εξής γεγονός:
Είμαστε η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου το εισαγόμενο γάλα μακράς διάρκειας είναι πιο ακριβό από το ελληνικό φρέσκο.
Το ΥΠΑΑΤ έχει όμως ακόμα και μια πιο βαριά ευθύνη. Η έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α. προετοιμάσθηκε με τη συμμετοχή και ανώτερων και ανώτατων στελεχών των υπουργείων, συνεπώς και του ιδίου. Η πολιτική του ηγεσία προφανώς γνώριζε το περιεχόμενο των συζητήσεων, γνώριζε το περιεχόμενο της έκθεσης πριν λάβει την τελική της μορφή και δημοσιοποιηθεί. Συμφώνησε για παράδειγμα ότι το πρόβλημα της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην Ελλάδα δεν είναι οι εναρμονισμένες πρακτικές, η καρτελοποίηση των αγορών αγροτικών εισροών και προϊόντων, αλλά η διάρκεια ζωής του γάλατος, η χρήση γάλατος σκόνης στο ρυζόγαλο, οι συσκευασίες του μηλόξυδου, οι προσμίξεις σπορελαίων στο ελαιόλαδο κ.λπ.
Βέβαια αυτό είναι συνήθως το αποτέλεσμα, όταν τα μέλη της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ επικοινωνούν με δελτία τύπου και επιστολές.
Σε κάθε περίπτωση ας αναλάβει κάποιος τις ευθύνες για την τραγική αυτή εξέλιξη, και ας παραιτηθεί.»